Κυριακή 17 Ιανουαρίου 2016


Κάθε απόγεμα ονειρευότανε την άνοιξη
 
Φυσάει ένας τρελός νοτιάς
Κόβω μανταρίνια
Δαγκώνω κι ευχαριστώ το Θεό
Ο ορίζοντας πέφτει για ύπνο
Την ίδια ώρα που οι αισθήσεις των πουλιών ξυπνούν
Και πεινασμένα βουτούν στη θάλασσα
Ψάχνοντας γι' απομεινάρια
Ωστόσο εγώ, υπόσχομαι στη σάρκα μου
Μια γέννα ακόμη.
17 του Γεννάρη και Κυριακή












Σάββατο 16 Ιανουαρίου 2016

Ε, εντάξει...
Ε, εντάξει...
Ήρθε η ώρα να κλείσουν κινητά, σταθερά, παράθυρα και πόρτες. Αν έπαιρνα έστω και ένα ευρώ από τον καθένα που στηρίζω ψυχολογικά, θα ήμουνα πλούσια. Εν τούτοις, παραμένω φτωχή. Πλην όμως υπερήφανη. Επίσης παραμένω φορτωμένη από βάρη που δεν είναι δικά μου. Επίσης δεν έχω χρόνο να ασχοληθώ με τα πραγματικά δικά μου βάρη. Μου κάνουν ένα κεφάλι κουδούνι, έχω μάθει να ψυχανεμίζομαι ακόμα και την παραμικρή κρυφή τους σκέψη, εντοπίζω ακόμα και την ελάχιστη αλλαγή στη φωνητικές δονήσεις τους,  ωστόσο, παραμένω ψύχραιμη στο κλάμα της καρδιάς τους για τον χρόνο που έχασαν, για τις ευκαιρίες που τους δόθηκαν και δεν τόλμησαν να τις αδράξουν, για τα χρόνια που πέρασαν παραδομένοι στην ασφαλή τους ρουτίνα.  Είναι η ηλικία που προφανώς τους κάνει να πισωγυρίζουν μετανιωμένοι, απογοητευμένοι, φορτωμένοι ενοχές για τη νιότη που έχασαν δηλώνοντας αναρμοδιότητα για την ίδια τους τη ζωή, κοιτώντας την υπόστασή τους από απόσταση, μπλεγμένοι μέσα σε πυκνά δάση υποχρεώσεων, θυσιασμένων ωρών σε ανούσιες δραστηριότητες, κοιμισμένοι σε υποτονικές σχέσεις. Ε, εντάξει...
Ο χρόνος είναι σχετικός, είπε ο Αϊνστάιν, αλλά αυτοί το πήραν πολύ στα σοβαρά. Ο χρόνος είναι κάτι που γλιστράει, κάτι που μασκαρεύει το φθαρτό μας σώμα, κάτι που κουβαριάζει το μυαλό και αλλιώνει τις αισθήσεις. Αναπόφευκτα. Κάποιο πρωινό ξυπνάς και βλέπεις πως είναι αργά και δυστυχώς ο άτιμος ο χρόνος, -ό, τι κι αν διαδίδει ο μεγάλος Αϊνστάιν-, δεν γυρίζει πίσω.
Μάλλον κάτι άλλο θα εννούσε και το παρεξηγήσατε.
Ε, εντάξει...
Αφιερωμένο με αγάπη, αλλά...

 


 
"Τανγκό μες στον καθρέφτη"
- Μα πώς τα προλαβαίνετε, τόσα;
- Δεν μπορείς να φανταστείς, νεαρέ, πόσα βρίσκεις να κάνεις όταν δεν έχεις πια έρωτα,  αποκρίθηκε.
Μάρω Βαμβουνάκη


 

Παρασκευή 15 Ιανουαρίου 2016


Μέλισσες και πεταλούδες πάνω στη ρίγανη

Μέλισσες και πεταλούδες στο κρεβάτι σου
ζάχαρη μαζί κι αλάτι το γινάτι σου
μέλισσες και πεταλούδες λόγια εφήμερα
ρίγανη τ' άδεια σεντόνια μύριζαν σήμερα.

Πόσο με εμπνέει ακόμα αυτός ο τίτλος...




Πέμπτη 14 Ιανουαρίου 2016




           Ανδρέα Κάλβου, «Εις Μούσας»

κζ΄
Ήλθετε,ω Μούσαι, ακούω,
και χαίρουσα πετάει,
πετά η ψυχή μου, ακούω
των λυρών τα προοίμια,
ακούω τους ύμνους.


[πηγή: Μ.Γ. Μερακλής, Ανδρέα Κάλβου, Ωδαί (1-20). Ερμηνευτική έκδοση, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Αθήνα χ.χ., σ. 79-88]      

 
Η Μούσα και ο ποιητής
Πέρα από την επίκληση της Μούσας, τα δύο προοίμια προϋποθέτουν έναν αοιδό, που είναι σε θέση: να εξονομάσει και να αξιολογήσει προκαταβολικά το θέμα του έπους του σε ελάχιστους στίχους· να φανταστεί τα κεφάλαιά του· να ορίσει την αρχή του και το τέλος του. Με τους όρους αυτούς, η Μούσα καλείται να υπαγορεύσει στον επικό ποιητή ό,τι στην πραγματικότητα της υπαγορεύει ο ίδιος. Πρόκειται επομένως για αμοιβαία υπαγόρευση της Μούσας στον ποιητή και του ποιητή στη Μούσα. Έτσι όμως η αφηγηματική επικυριαρχία της Μούσας μειώνεται. Τούτο σημαίνει ότι κάτω από την ομολογημένη γνώση των Μουσών και τη φαινομενική άγνοια του αοιδού (τυπικό σχήμα, κληροδοτημένο από την προηγούμενη επική παράδοση) υπόκειται ένας γνωστός στο ακροατήριο μύθος. Από τη μυθολογική αυτή αποθήκη αντλούν τόσο η Μούσα όσο και ο ποιητής, ανταλλάσσοντας τη γνώση τους.
Όσο για την έμπνευση και τη διδαχή που παρέχουν οι Μούσες στον αοιδό, φαίνεται να παραπέμπουν σε παραδοσιακές αρχές της ποίησης, που κυριαρχούν εφεξής στην ελληνική αρχαιότητα και επιβιώνουν έως τις μέρες μας ως κοινοί πλέον τόποι. Στον Ησίοδο μάλιστα συνδυάζονται με τη θεοφάνεια των Μουσών, την οποία καταθέτει ο ποιητής σε τριτοπρόσωπη αφήγηση ως προσωπική εμπειρία του, που μπορεί να ερμηνευθεί και ως αποκάλυψη (Θεογονία 22-35).
 
«Ποιμένες ἄγραυλοι, κάκ᾽ ἐλέγχεα, γαστέρες οἶον,
ἴδμεν ψεύδεα πολλὰ λέγειν ἐτύμοισιν ὁμοῖα,
ἴδμεν δ᾽, εὖτ᾽ ἐθέλωμεν, ἀληθέα γηρύσασθαι.
ὣς ἔφασαν κοῦραι μεγάλου Διὸς ἀρτιέπειαι·
καί μοι σκῆπτρον ἔδον, δάφνης ἐριθηλέος ὄζον
δρέψασαι θηητόν· ἐνέπνευσαν δέ μοι αὐδὴν
θέσπιν, ἵνα κλείοιμι τά τ᾽ ἐσσόμενα πρό τ᾽ ἐόντα,
καί με κέλονθ᾽ ὑμνεῖν μακάρων γένος αἰὲν ἐόντων,
σφᾶς δ᾽ αὐτὰς πρῶτόν τε καὶ ὕστατον αἰὲν ἀείδειν.
ἀλλὰ τίη μοι ταῦτα περὶ δρῦν ἢ περὶ πέτρην;»
 
 «Βοσκοί αγροίκοι, μίζεροι και λιμασμένοι,
ξέρουμε εμείς και λέμε ψεύδη, σάμπως αληθινά,
ξέρουμε όμως, όταν θέμε, να μιλούμε και την καθαρήν αλήθεια.
Έτσι μου μίλησαν κι αποτελειώνοντας τον άρτιο λόγο τους,
οι κόρες του μεγάλου Δία, μου προσφέρουν σκήπτρο, να κόψω
θαυμαστό κλαδί μιας δάφνης θαλερής,
και μου ενέπνευσαν θεϊκή φωνή·
να ψάλλω όλα που έγιναν κι όσα θα γίνουν,
προστάζοντας να υμνώ το γένος των μακάρων, των αιωνίων θεών,
όμως αρχή και τέλος να τραγουδώ εκείνες -
αλλά τι κάθομαι κι ανιστορώ πράγματα περιττά,
για δέντρα και για βράχια;»
(μετάφραση Δ. Ν. Μαρωνίτης)

                                      
Τελικώς η σχέση Μούσας-ραψωδού δεν είναι, όσο φαίνεται σε πρώτη ματιά, ετεροβαρής, με τη Μούσα να έχει, συνεχώς και επιδεικτικά, το πάνω χέρι. Μάλλον πρόκειται για συνεργατική σχέση, προς όφελος της μουσικής ποίησης. Η Μούσα στην προκειμένη περίπτωση αποτελεί τον θεολογικό συντελεστή της· ο ποιητής τον ανθρώπινο. Οι δύο συντελεστές συνάπτονται μεταξύ τους με αμοιβαία συμπάθεια, που παίρνει τη μορφή επίκλησης και ανταπόκρισης: η Μούσα επιλέγει τον ευνοούμενό της αοιδό και του προσφέρει τη μουσική δωρεά της· ο αοιδός υποδέχεται τον χαρισμένο αυτό ρόλο, εκτελώντας κατά κανόνα με έμπνευση και συνέπεια την αποστολή του. Από την άποψη αυτή ο ραψωδός διαμεσολαβεί, για να κυκλοφορήσει γύρω του η μουσική ποίηση. Η διαμεσολάβησή του όμως αυτή είναι αμφίδρομη: ό,τι παίρνει από τις Μούσες, το καλλιεργεί· μετασχηματίζει την ποίηση σε ποίημα, που το προσφέρει στους ακροατές του, ενώ συγχρόνως το επιστρέφει στη Μούσα του.
Δ. Ν. Μαρωνίτης
Μικρό ευγνωμοσύνης αφιέρωμα
 
 

 

Τετάρτη 13 Ιανουαρίου 2016

Είναι καιρός να αρχίσεις...
Κάνεις λογαριασμούς,
πληρωμές,
αγοράζεις καπνό,
βάζεις βενζίνη,
βρίζεις αυτούς που προσπερνάνε με ταχύτητα,
καταριέσαι αυτούς που εκτελούν αθώους,
καις το φαγητό,
τσακώνεσαι με το φίλο σου,
ξεσκονίζεις,
κάνεις οικονομία στο ρεύμα,
ρεύεσαι αντί να ρεμβάζεις
το φεγγάρι
που σαν ξαπλωμένη βαρκούλα
φωτίζει
τη σκοτεινή γαλήνη
του ουρανού.
... Να κοιτάς ψηλότερα...




Τρίτη 12 Ιανουαρίου 2016

Οι ηλιόπετρες φτιάχνονται σιγά - σιγά
Χρόνια έξω από την πόρτα σου. Θα μπορούσες να με πεις ζητιάνο. Θα το δεχόμουν. Ξεκοίλιαζα το χρόνο μέχρι το σβήσιμο του ήλιου στον κοιμισμένο ορίζοντα. Ποιο τραγούδι έλεγα περιμένονας να ξεκουρδιστεί ο πόθος μου για σένα; Αλήθεια, ποιο τραγούδι έλεγα; Τώρα αγαπώ τους γλάρους που πετούν έξω από το παράθυρό μου, θαλασσινά πουλιά χωρίς συναίσθημα. Κι εγώ, αχ, εγώ, ξενάκι αποδιαλούδι, στην καρδιά του Κόσμου.
Ξεστοχασιές μακρινού Γενάρη