ΝΑ ΘΥΜΑΣΑΙ ΠΟΙΑ ΕΙΣΑΙ
Ποιος γράφει;
Ποιος απαντά στα μηνύματα;
Ποιος μορφάζει με δυσφορία καθώς απαντάει;
Ποιος λέει ψέμματα το πρωί;
Ποιος δεν κοιμήθηκε χτες νύχτα;
ΝΑ ΘΥΜΑΣΑΙ ΠΟΙΑ ΕΙΣΑΙ
ΝΑ ΘΥΜΑΣΑΙ ΠΟΙΑ ΕΙΣΑΙ
Ποιος γράφει;
Ποιος απαντά στα μηνύματα;
Ποιος μορφάζει με δυσφορία καθώς απαντάει;
Ποιος λέει ψέμματα το πρωί;
Ποιος δεν κοιμήθηκε χτες νύχτα;
ΝΑ ΘΥΜΑΣΑΙ ΠΟΙΑ ΕΙΣΑΙ
Μετά λύπης μου σε πληροφορώ φιλαράκι
ότι το να δηλώνεις ευτυχής
προϋποθέτει ύπαρξην
αφελείας τε
αθωότητος
τα οποία προτερήματα
εις ωριμοτέρας ηλικίας
αποδυκνείονται γραφικά.
Υ.Γ.
Έχω όρεξη για μεγάλο υστερόγραφο. Ένα θυμωμένο υστερόγραφο. Γκρινιάρικο, απηυδισμένο. Με προθέσεις λιποταξίας από καταστάσεις και ανθρώπους. Των Φώτων σήμερα. Η φώτιση άμα τη αφυπνήσει. Οι σωστές κουβέντες όταν έρχεται η ώρα τους να γίνουν. Κι υστερα οι δρόμοι. Πρώτος ο πραγματικός κι ύστερα ο συναισθηματικός.
Τι μέλει γενέσθαι;
Κάτι έχει αρχίσει να τσινάει. Κι αυτό ποτέ δεν προμηνύει καλό.
Του αφαίρεσαν το στομάχι γιατί είχε καεί το μισό από το πιοτό. Ξυπνούσε το πρωί και πήγαινε στον καφενέ. Έριχνε μέσα του ένα κιλό ρετσίνα για πλάκα. Στάνιαρε, γυρνούσε σπίτι ή πήγαινε στη δουλειά του.
Τα χέρια του έτρεμαν, δουλειά δύσκολα μπορούσε να κρατήσει. Αριστερός ξέροντας γιατί. Μια χρονιά που η γιαγιά μου η Ευτυχία ήθελε να πάει να ψηφίσει Καραμανλή επειδή είχε ωραία φρύδια, ο θείος τής έκρυψε το εκλογικό βιβλιάριο. Η γιαγιά έψαχνε, έψαχνε, τελικά δεν πήγε να ψηφίσει. Ο θείος μάς το έλεγε μετά και γελούσαμε.
Ο θείος με το χιούμορ. Ο θείος ο πιο ευαίσθητος. Ο θείος ο πιο βαθύς.
Μετά το κόψιμο του στομαχιού ο γιατρός του είχε πει να αρχίσει να τρώει μία κουταλιά σούπα, σιγά σιγά δύο και ούτω καθεξής μέχρι να μεγαλώσει πάλι το στομάχι. Ο θείος, μόλις το στομάχι του μεγάλωσε συνέχισε το δρομολόγιο για τον καφενέ. Αντί για σούπα, ρετσίνα.
Αλκοολικός. παλιά φοβόμουν να πω τη λέξη. Επίσης δεν μιλούσα πολύ γι' αυτόν στα παιδιά μου γιατί φοβόμουν μήπως τα επηρεάσω. Καμιά φορά η ταμπέλα που σου βάζουν λειτουργεί ως στοιχείο καθοριστικό.
Με έπαιρνε πολύ συχνά τηλέφωνο και μιλούσαμε για τους καημούς μας. Όταν ήγαινα να τον δω, πολλές φορές τον έβρισκα στο καφενείο και τον έπαιρνα σπίτι. Και δεν ντρεπόμουνα καθόλου τον αλκοολισμό του και τι θα πουν οι άλλοι, γιατί τον αγαπούσα.
Θυμάμαι ακόμα τα γέλια μου που παίξαμε ένα μαξιλαροπόλεμο όταν ήμουν μικρή. Τόσο μικρή που χοροπηδούσα ανεβασμένη στο κρεβάτι. Έξι; Εφτά;
Όταν πέθανε, πήγα να αποχαιρετήσω το κρεβάτι του. Τι να σκέφτηκα; Ότι η ψυχή του ήταν ακόμα εκεί; Δίπλα στο κομοδίνο είχε δύο βιβλία.
Ο θείος μου που διάβαζε.
Το "Να ζεις, να αγαπάς, να μαθαίνεις" και το "Λεωφορείο 9 για τον Παράδεισο".
Αυτά που εφάρμοζε και εφάρμοσε στη ζωή του ο θείος.
Τα έκλεψα.
Ο θείος αυτός με ρώτησε να θέλω δώρο στο γάμο μου ένα σίδερο και μια σιδερώστρα. Του είπα ναι. Ποτέ δεν έλαβα ούτε σίδερο ούτε σιδερώστρα. Τον δικαιολόγησα γιατί πάντα ήταν άφραγκος. Τον αγαπούσα όμως επειδή η φτιαξιά του και κυρίως η φωνή του μου θύμιζε ανεπαίσθητα (όσο μπορεί ένα πεντάχρονο να κρατήσει μνήμη από μια φωνή) τη φωνή του πατέρα μου. Του κρατούσα και μια κακία: κάποιος μου είχε φέρει μπαλόνια και εγώ τα ανέμιζα περήφανη. Ο θείος μού τα έσκασε με την κάφτρα του τσιγάρου του και γελούσε. Δεν θυμάμαι αν έκλαψα τότε, ακόμα όμως θυμάμαι τη στενοχώρια μου και τα νεύρα που του είχα από εκεί και μετά.
Η κάφτρα του τσιγάρου του, έπαιξε τραγικό ρόλο αργότερα. Μεγαλώνοντας εκδήλωσε άνοια. Μια μέρα που ήταν κλειδωμένος σπίτι, η κάφτρα έπεσε πάνω του και ο θείος πήρε φωτιά. Τον βρήκαν καμένο μπροστά στο παράθυρο καθώς προσπαθούσε να το ανοίξει.
Ο ένας που ζούσε πιο κοντά μου ήταν τόσο περήφανος για μένα επειδή ήμουν έξυπνη και όμορφη, που ήθελε να είμαι κόρη του. Είχαμε τα ίδια μάτια, τα ίδια χρώματα. Μια μέρα ήμουνα δεν ήμουνα δώδεκα- δεκατρίω χρονώ βγήκα στο πεζοδρόμιο με σορτσάκι και μου έκανε παρατήρηση. Να μη βγαίνω με τα πόδια έξω. Μία ώρα με συμβούλευε και καλά, εγώ να τρώγωμαι και να θέλω να σταματήσει να μη μιλάει πια, σιχαίνομαι να με μαλώνουν και επιπλέον καθόλου κακό δεν έβρισκα το να φοράω σορτσάκι το καλοκαίρι- κι εκείνος με έπρηξε τόσο που ακόμα όταν φέρνω στο νου μου εκείνη τη στιγμή, με πιάνει η ίδια δυσφορία.
Με αγαπούσε πολύ ωστόσο... Στο γάμο μου εκτός από τις πετσέτες που μου έστειλε δώρο οι γυναίκα του και θεία μου, εκείνος μου έχωσε στο χέρι ένα πεντοχίλιαρο στα κρυφά. Από εκεί και πέρα ερχόταν σπίτι μας και πήγαινα κι εγώ πολλές φορές στο δικό του.
Τον είδα τελευταία φορά στο νοσοκομείο. Μια λευχαιμία τον έστειλε στα γρήγορα. Μπήκα με μάσκα. Μιλήσαμε. Ένιωθε αδύναμος. Ο βράχος μου. Ο πατέρας αντί για τον πατέρα μου.
"Άντε, φύγε, τώρα," μου είπε. "Πήγαινε... Θέλω να κοιμηθώ... Μονάχα όταν κοιμάται ξεκουράζεται ο άνθρωπος".
Λέξη λέξη αυτά είπε.
Τρόμαξα πολύ τα λόγια του. Τα θεώρησα σημαδιακά.
Την άλλη μέρα, η ξαδέρφη μας πήρε τηλέφωνο.
"Ο πατέρας μου έφυγε", είπε.
"Κοιμήθηκε", έπρεπε να της πω εγώ.
Ποτέ δεν το είπα.
Υ.Γ. Τα τσιγγανάκια μου χτυπάνε το κουδούνι .Θέλουν να πουν τα κάλαντα των Φώτων. Τα καημένα τα κάλαντα τα κατακρεουργούνε. Τα άφησα να χτυπάνε γιατί στην τσάντα μου είχα μόνο είκοσι λεπτά. Ντράπηκα να τους δώσω μόνο τόσα. Έτσι κι αλλιώς την πρωτοχρονιά τους έδωσα μπόλικα. Παρόλα αυτά, νιώθω κάπως ένοχη. Φαντάζομαι την απογοήτευσή τους που δεν άνοιγα. Δεν θέλω να στενοχωρώ κανέναν. Ούτε τα τσιγγανάκια μου.
Καλή καινούργια χρονιά!
Δεν έχω και πολλή όρεξη σήμερα...
Ωραία. Εκτονώθηκα τώρα.
Ας τα πάρουμε από την αρχή.
Voila!
Να που μια ωραία ημέρα, ανάλαφρα, ξεκινάει!
Απασχολημένη να γράφω για το Κουρδικό, ψαχνω τη βικιπαίδεια, ψάχνω άρθρα να καταλάβω τι συμβαίνει στον κόσμο. Άσχετη από ιστορία, άσχετη από πολιτική.
Χτυπάει μήνυμα.
- Κοιμάσαι;
- 'Όχι.
Χτυπάει κουδούνι.
- Να τα πούμε;
- Ναι.
Βιντεοκλίση.
- Πήρα βιντεοκλίση για να σε δω λίγο... Μετά θα πήξω στη δουλειά.
Όλοι μαζί. Τα τσιγγανάκια και η αγάπη μαζί.
"Σ' αυτό το σπίτι πούρθαμε πέτρα να μη ραγίσει
κι ο νοικοκύρης του σπιτιού χίλια χρόνια να ζήσει".
Τα τσιγγανάκια δεν το είπαν, τα κάλαντα που λένε είναι φύρδην μίγδην. Το λέω εγώ τώρα. Είναι το σημείο που μου αρέσει καλύτερα.
Η αγάπη γελάει. Νευριάζει μόνος του για τα κάλαντα γιατί ενώ προσπαθεί να δουλέψει κάθε τόσο έρχονται "να τα πούνε". Φέτος χαίρεται που έχει απαγόρευση και ησυχία.
Μετά φοράει τα ρούχα της δουλειάς.
Ανοίγει το παράθυρο στο πατάρι.
Ψιχαλίζει έξω, λέει.
Λέει κι άλλα. Γελάμε. Φουσκώνει το στομάχι του μπροστά στην κάμερα. Γελάμε. Τον φωτογραφίζω με φουσκωμένο στομάχι. Γελάμε. Θα του στείλω τις αστείες φωτογραφίες του μετά.
Στη μισή οθόνη το φουσκωμένο του στομάχι στην άλλη μισή εγώ που λύνομαι στα γέλια.
Βρέχει έξω παραμονή Πρωτοχρονιάς.
Ομπρέλα πήρες;
Ίδρωσα.
Έκανα μπάνιο το πρωί.
Τι έφαγες;
Σπίτι είσαι;
Πονάει η μέση μου.
Έχουμε κοτόσουπα.
Τι κάνεις;
Λατρεύω.