Κυριακή 3 Απριλίου 2016

Η ΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ – ΣΙΝΟΠΟΥΛΟΣ ΤΑΚΗΣ (1964)

Το ποίημα ποτέ δεν είναι παρόν. Είναι 
μονάχα παρελθόν και μέλλον. Ανάμνηση
και προσμονή. Απουσία από τα πράγματα
και προβολή σε μια πραγματικότητα 
που υπήρξε ή θα υπάρξει κάποτε, μέσα
σε μια άξαφνη στιγμή που θα ‘ναι τότε 
όλος ο χρόνος.

Αν ζει, αν υπάρχει ακόμα η ποίηση,
τούτο το χρωστάμε σε ‘κείνη την ασήμαντη,
την ταπεινή ρωγμή που λησμόνησαν οι θεοί
στο σφαλισμένο παράθυρο της σιγουριάς
και της άμυνας των ανθρώπων.

Την ώρα που παλεύω μ’ ένα ποίημα 
κανείς καθρέφτης δεν υπάρχει για να ιδώ
τη μεταμόρφωσή μου.

Η αναζήτηση τής αλήθειας ή του θαύματος
πέρα από την τυπική χρήση των λέξεων,
σε ωθεί  σ’ αποκαλύψεις που ποτέ
δεν υποπτεύθηκες, σχέσεις της μνήμης 
και του χρόνου με το σώμα σου, αναγκαιότητες
των σπλάχνων σου, ξεριζώματα

απ’ την ίδια σου την ύπαρξη τόσο οδυνηρά, 
που τότε μόνο νιώθεις πως οι λέξεις
και τα πράγματα ζούνε μιαν αυθύπαρκτη ζωή
και σε πείσμα της νομιμότητας
αναζητούν μια καθαρότερη έκφρασή τους.


Μιλώντας τόσο πολύ για την πείνα, 
ξεχάσαμε να προστατέψουμε το ψωμί.
Τώρα στο ερμάρι τα ποντίκια χαίρονται 
τρομαχτικές ελευθερίες.

Ελάτε να πετάμε πέτρες,
να περάσουνε τα χρόνια.

Όταν ενύχτωνε, τα ποιήματά του μου θυμίζανε 
δωμάτια φωτισμένα με κεριά, 
όπου οι λέξεις κυκλοφορούσανε σα γέρικες
αφηρημένες υπηρέτριες.

Καμιά φορά μέσα στ’ όνειρο, οι λέξεις
φωτίζονται από ένα παράξενο φως, 
αλλάζουνε ρυθμό και σημασία, ανοίγουν 
σα λουλούδια σκοτεινά, γίνονται πόρτες 
για τον ουρανό και για τον κάτου κόσμο.

Φίλε ποιητή, αν τα ποιήματά μου 
συναντηθούν με τα ποιήματά σου, χαιρετιούνται 
με συγκατάβαση, παράξενες μορφές
που η καθεμιά τους νομίζει πως η άλλη
φοράει ρούχα αταίριαστα με τη φύση της.
 ........................
Πίσω απ’ το ποίημα υπάρχουνε διάδρομοι,
υπάρχουν αξεδιάλυτοι χώροι σιωπής
κι εκεί οι λέξεις είναι μαύρες, σαλεύουν 
πέρα – δώθε, κρατώντας με τα χέρια 
τον κομμένο τους λαιμό.
.......................................

Διάφανο πρωί, γεννημένο από μια νύχτα – καταχνιά.
Ατμόσφαιρα πάμφωτη, αλαφριά, 
ερεθιστική. Ένα δέντρο σφυρίζει,
ένα φύλλο γαληνεύει την καρδιά των πουλιών,
ένας αόριστος άνεμος γεμίζει το δρόμο
με γελαστά πρόσωπα που έρχονται και φεύγουν.
Μέσα στο κορμί σου εξατμίζονται 
μια – μια οι επώδυνες αισθήσεις.
Η μικρή τραγωδία της νύχτας κλείστηκε
κιόλας σ’ ένα σιωπηλό σεντούκι με αναμνηστικά.
Μόλις θυμάσαι κάτι απ’ τον 
ξερό ήχο του ρολογιού και τον πάταγο 
της πόρτας που έκλεισε. Όλα χάνονται
μέσα στη ρυθμική γαλήνη του ήλιου. 

Χώρα φανταστική του πρωιού και τίποτα
από τα φαντάσματα που χτες ονομάζονταν 
γεγονότα.

Πίσω από την καθημερινή κόλαση των λέξεων,
τα ποιήματα ανασαίνουν ζωντανά
και το καθαρό τους νόημα καθρεφτίζει
παντού μια φανταστική ευτυχία που ποτέ
δε θα πυρποληθεί.

Ανάμεσα στην πραγματικότητα και σε ‘μένα
υπάρχει ο μύθος της πραγματικότητας, 
όπου τα πράγματα χαίρονται την παράλογη
πλευρά τής ύπαρξής τους. 

Του φώναξα πως ήτανε γυμνός και μου 
αποκρίθηκε πως φόραγε τη γύμνια απάνω
από τα ρούχα του.

Όταν θα βασιλέψω ανάμεσα τού δέντρου
και τού ποταμιού, το ποίημα θα ‘ναι πράσινο.

Αυτός επάλευε με τα βουνά. Λοιπόν, τον
καταβρόχθισαν οι λάκκοι απ’ έξω από το 
σπίτι του.

Για κάθε ποίημα ισχύει ένας κανόνας. 
Ό,τι κυκλοφορεί σε πρώτη αίσθηση, σαρώνεται
από μιαν άλλη αίσθηση που φέρνει
στην επιφάνεια εκθαμβωτικές αποκαλύψεις.

Κι όλα του τα ποιήματα ήτανε αυτή η 
αυξανόμενη πραγματικότητα του θανάτου
τού σώματος μέσα σε μια φοβερή εμπλοκή 
σχέσεων με το χρόνο, πτώσεων, συμβιβασμών
και θριάμβων.

Φίλε ποιητή, μιλάς μια γλώσσα που γιομίζει
την κάμαρα με χώματα. Λοιπόν, 
θ’ ανοίξω το παράθυρο για να μπουν τα νερά
και τα ψάρια.

Άσπρη πέτρα κάτασπρη, 
την πετάς στον ουρανό,
έτσι έρχεται το βράδυ.

Εκείνη η μέρα ήτανε ένα αθόρυβο κύλισμα
τής αιωνιότητας μέσα στ’ αυλάκια 
του χρόνου. Τα δέντρα γεννούσαν εκατομμύρια 
πουλιά. Κανένα σύννεφο, κανένας θάνατος.
Όλοι ανέβαιναν να γιορτάσουν 
στα βουνά κι οι κλέφτες τού έρωτα λιποθυμούσαν
μες στην έκσταση.


Κάθε φορά που σκέφτομαι, μεταμορφώνομαι
σ’ ένα πουλί που ξέρει μόνο από κελαηδισμούς.

Μονάχος με τη μοναξιά μου και τις λέξεις μου,
αγωνίζομαι να συναρμολογηθώ, 
να ‘βρω ένα πρόσωπο που να ταιριάζει 
με το πρόσωπό μου. Δεν ονειρεύομαι όταν λέω
πως μ’ έκοψαν στα δυο τα σύννεφα και τα φαντάσματα.

Ένα χωράφι κάτασπρο στον ήλιο, ένα 
πουλί σκοτεινό σαν την καρδιά τής μέρας, 
το σπίτι δροσερό, μέσα στην κάμαρη ανασαίνει
ένα καινούργιο δέντρο. Και πόσος ίσκιος, 
πόση ποίηση, όταν κοιμάμαι.

Δοκιμάζοντας ένα ρυθμό καινούργιο σε 
τούτο το ποίημα, αναπήδησα ξάφνου αλαφιασμένος,
σα να μου χτύπησε την πόρτα ο αναμενόμενος.

Οι λέξεις ματωμένες γεννηθήκανε, ταίριαξαν
τρέμοντας, κοιτάζοντας η μια την άλλη.
Τότε τα σύννεφα έφυγαν με μιας απ’ το μυαλό.

Κανείς δεν ξέρει ποια τρομαχτικήν ανάσταση
σχεδιάζουν αυτά τα νέα ποιήματα. 
Το αίμα τους καίει τα δάχτυλα και στάζει 
τώρα στα χώματα. Από τις πέτρες 
βγάζουν το κεφάλι τους ανεξήγητες, 
εκκωφαντικές κραυγές.

Με το ‘να φως με τ’ άλλο φως γινόταν 
πολύ φως, γινότανε σκοτάδι.

Ήθελε να προσθέσει τούτη την εικόνα
και την άλλη εικόνα. Ν’ ανακατέψει κάτι
από τη σκοτεινιά της γης και την αρμύρα
τού έρωτα. Έπειτα συλλογίστηκε πως 
ένα ποίημα ακούγεται καμιά φορά καλύτερα
μες απ’ τα χάσματά του και τις αποσβέσεις του.

Παλιό μου ποίημα, σκοτεινό κι ασάλευτο πιθάρι, 
θησαυρίζοντας σημασίες από το χρόνο, 
περιέχοντας τώρα ένα ήσυχο φως, 
με τη γαλήνη του προστατεύοντας
τ’ όνομά μου απ’ το θάνατο. 
Τη νύχτα τούτη μεταμορφώθηκες άξαφνα
σε δέντρο. Ο έρωτας περνούσε σφυρίζοντας
αλαφρά μέσα από τα φυλλώματά του. 
Κοιμήθηκες μονάχα την αυγή. Και ‘μένα
το μυαλό μου σπάραζε σε μια τρομαχτική 
ωριμότητα.

Χαμηλώνεις το σκούρο κεφάλι σου, 
πλημμυρίζοντας τις παλάμες μου με δάκρυα.
Φτωχές παλάμες, ασυνήθιστες σε τόσο 
καυτερά δώρα. Ο αέρας κρέμεται στο δέντρο 
ασάλευτος κι η νύχτα τού καλοκαιριού 
είναι μια χώρα που δεν κατακτήθηκε ποτέ.

Το μόνο κατοικίδιο ζώο που έχω τώρα, 
είναι ο θάνατος μου. Κι εσύ τον τρέφεις
από ‘μένα όταν πεινάει.

Κάθε καινούργιος έρωτας σού δίνει ένα 
άλλο πρόσωπο, σε φέρνει ν’ αντιμετωπίσεις 
ακόμη μια φορά τη μοναξιά σου. 
Όταν ο έρωτας φύγει, το κενό θυμίζει 
χώρο εγκλήματος.


Μια μέρα ολάκερη δίχως κανένα ποίημα, 
δίχως σταλαματιά μελάνι. Πίσω από τα
φτερά του ο ήλιος πεθαίνει και το αγαθό 
βράδυ ήταν ως αργά γεμάτο δέντρα και νερά.

Ήσυχη συμφιλίωση με τον αέρα και το 
φως, με τα πουλιά και με τα θαύματα.
Ύστερα ο ποιητής, χωνεύοντας τη σκοτεινιά του,
δίνοντας μια πνοή στα ταπεινά, 
στα εξέχοντα τού βίου.

Πάντα τον φανταζόμουν να γράφει τα 
ποιήματα ισοζυγιάζοντας τη γλώσσα τής 
συνείδησης με τη συνείδηση τής γλώσσας του.

Το ποίημα σε λίγο τελειώνει. Όλα ήτανε
καθαρά, με το ρυθμό που ταίριαζε και με 
την τάξη τους. Μονάχα εκεί, σε μια στροφή,
σαν κάτι ανέκφραστο σκοτείνιαζε κι 
αντιστεκότανε περήφανο στο κατώφλι 
των λέξεων. Τότε κατάλαβα πως μονάχα με 
τέτοιες ανταρσίες ένα ποίημα υπάρχει, 
στέκεται στα πόδια του. 

Ήτανε ένα ποίημα. Κι ήτανε γιομάτο 
τρύπες. Έτσι, έβλεπες τον ποιητή να τρώει
και να ερωτεύεται, να βγάζει τα παπούτσια του
και να κοιμάται.

Έγραφε όλη τη νύχτα. Οι στίχοι πηδούσαν 
από τα χειρόγραφά του σαν πουλιά
κι οι δολοφονημένοι ποιητές ούρλιαζαν 
μέσα του πεινώντας και γυρεύοντας μερίδιο
από τα θαύματα.

Τώρα κοιμόταν. Μα πίσω από τον ύπνο του 
έμενε ακόμα ξάγρυπνος, συνέχιζε το ποίημα.
Κι οι λέξεις του, απειθάρχητες, 
κατέγραφαν τα πράγματα μ’ έναν 
καινούργιο τρόπο που τον γεμίζει αγαλλίαση,
σα να εκδικιόταν έτσι έναν αόρατο, 
τρομαχτικό δυνάστη.

Ένας επαναστάτης ποιητής, χωμένος 
μέσα στην ασφάλεια τής γλώσσας, μέσα
στη σιγουριά τής λεκτικής κοινοκτημοσύνης,
με κάποια εποπτική στάση τού πνεύματος,
με κάποια υπεροψία, ωστόσο 
χωμένος αναπαυτικά σε τούτη τη ζεστή 
φωλιά, δίχως κανένα πειρασμό, δίχως κανένα
κίνδυνο, καμιά επανάσταση, 
καμιά θυσία.

Είπε, θα σας διαβάσω αυτό το ποίημα.
Και βάζοντας το χέρι για να πάρει το 
χειρόγραφο, τράβηξε απ’ το συρτάρι του
με κόπο το ήσυχο κεφάλι ενός νεκρού.

 http://kapoumakria.blogspot.nl/2012/11/1964.html

Ά - λογο
Κάπου μακριά 
κοιμάται
ανάμεσα στα φύλλα που έχουν πέσει
σαπίζει
δαγκώνοντας ένα βρεγμένο κομμάτι χώμα
που κρύβει το μικρό νόμισμα που ένας πιτσιρίκος έχασε
την πρώτη μέρα που μάθαινε ποδήλατο
περνούν από πάνω του μαμάδες με καρότσια και μωρά που κλαίνε
σκύλοι κατουράνε στα βλέφαρά του
τους καταριέται
οι έφηβοι μαθαίνουν ποδόσφαιρο
πάνω στο σηκώτι του
απελπιστική κατάσταση
τουλάχιστον δεν πεινάει
όσο σήπεται 
τουλάχιστον δεν κλαίει όπως την πρώτη μέρα
που αποφάσισε να θαφτεί μόνος του
ξέρεις πώς είναι: 
απαρνιέσαι οικειοθελώς 
εκείνα που εξακολουθούν να συμβαίνουν 
μετά από σένα. 
Ε.Κ.

Τόσα παραμύθια κοιτάζοντας φάτσα το Dom Tower? Κι αυτός ο Σινόπουλος!





Πέμπτη 31 Μαρτίου 2016




Η σκήτη μου είναι εδώ και φτάνει...




ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ ΚΑΙ Η ΔΥΣΚΟΛΙΑ ΤΟΥ

http://liantinis-o-daskalos-mas.blogspot.gr/2010/02/blog-post_937.html
(Το κείμενο έχει παρθεί αυτούσιο από το blog)

"Ο τίτλος της ανάρτησης είναι "κλεμμένος" από τα ΕΛΛΗΝΙΚΑ του Δημήτρη Λιαντίνη. Εκεί θα τον βρείτε, ως τίτλο κεφαλαίου. Σελίδα 45. 
Δεύτερος όρος είναι η τακτική αναστροφή. Οφείλουμε όχι μόνο να διαβάζουμε τα κείμενα, αλλά να τα διαβάζουμε και σωστά. Δεν κατανοείται ένα λογοτέχνημα ποιότητας με μία μόνο ανάγνωση. Και αν κατανοείται δεν βιώνεται. Δεν αποκαλύπτεται, δηλαδή, η δύναμη και η φεγγοβολή του. Ο ευεργετικός λόγος που κρύβει, και που φυλάει του αναγνώστη.
Από αυτό το γνώρισμα της ποίησης πηγάζει η ανάγκη που μας σπρώχνει στα κείμενα αξίας.
Ύστερα ο τρόπος για να πλησιάσουμε την ποίηση δεν είναι λογοκρατικός. Εάν ειπώ, διαβάζω κάτι για να το εννοήσω, για να το εξηγήσω λογικά, για να του κάνω ανάλυση, ή για να βρω τα ωφέλιμα και τα ευάρεστα στοιχεία του δια μιας, έχω ειπεί κουβέντα ανθρώπου μισοπάλαβου.
Το ποίημα είτε μας μιλάει, είτε δε μας μιλάει, λέει ο Σεφέρης. Μπορεί να το διαβάσεις είκοσι φορές μέσα σε είκοσι μήνες ή σε πέντε χρόνια, και να μην σου ειπεί τίποτα. Και ξαφνικά εκεί που περπατάς στο ακροθαλάσσι για να πάρεις τον αέρα σου, ένας στίχος του χτυπάει ανεπάντεχα την ύπαρξή σου, όπως το ατλάζι του πελάγου σου χτυπάει τα μάτια, και σε φωτίζει ολόκληρο. Την ίδια ακριβώς στιγμή που φωτίζεται και το ποίημα μέσα σου.
Τότε σε πλημμυρίζει η κατάφαση. Αυτό που διαφορετικά το λέμε αισθητική συγκίνηση. Πίσω από το ποίημα νιώθεις την εμορφιά και τη μαγεία. Όπως ακριβώς πίσω από το πέσιμο του μήλου ο Νεύτων ένιωσε τη γήινη έλξη, και από την έκσταση που δοκίμασε υψώθηκε απότομα στην ουράνια μηχανική.
Ο Ελύτης στα νιάτα του έδωκε ένα σουρρεαλιστικό ορισμό στην ποίηση. Η ποίηση, είπε, είναι συνουσία επ' άπειρον. Εάν αυτός ο ορισμός για το γνήσιο ποιητή έχει ισχύ καταλυτικά ακατάλυτη, ο ευαίσθητος αναγνώστης συμμετέχει σ' αυτή τη σφαγή από δεύτερο χέρι. Όσο, να ειπούμε, συμμετείχε ο Πολύδωρος και η Νένα στη φλόγα του Ερωτόκριτου και της Αρετής.
Το συμπέρασμα, με μια πρόταση, είναι πως για να αποκτήσεις οργανικό δεσμό με τη λογοτεχνία μας χρειάζεται συνεχής αναστροφή, που δε γίνεται υπό τύπον αγγαρείας, αλλά πάντα σαν αναψυχή και χαρούμενος κόπος."



Την Τυνδαρίδα Ελένη
την είδα την ευώλενη,
από τη Σπάρτη στο Μυστρά
και στου καιρού τα σείστρα.


Κι ηύρα τον κόσμο σκήτη
και μ' ηύρε ο κόσμος ποιητή

Δημήτρης Λιαντίνης



Η σκήτη μου είναι εδώ και φτάνει...

Σαν Οδυσσέας που περιπλανήθηκε
στην ατσάλινη Βαβέλ των ανθρώπων
επέστρεψα
έχτισα με τα χέρια τη σκήτη μου
με πέτρα και χώμα
κι ιδρώτα αντίς για νερό
και μερικές φορές δάκρυα
τους βεδουίνους που περνούσαν
και μ' έβλεπαν να κλαίω
κερνούσα μονάχα το δροσερό νερό της κουβέντας μου
δεν είχα άλλο
στη σκήτη μου οι προσευχές πεθαίνουν
κι οι πόθοι ξεραίνονται
μένει μονάχα το προνόμιο πως μέσα από αιώνες σκλαβιάς
διάλεξα τη δική μου πατρίδα
η σκήτη μου είναι εδώ όπου υπάρχει η ευλογία των ονείρων
και λέξεις που συμπλέκονται τρυφερά σε  ύμνους μελλοντικούς
η σκήτη μου είναι εδώ
εδώ
εδώ και φτάνει...
Ε.Κ.















Τετάρτη 30 Μαρτίου 2016




Τόσα άστρα και γώ να λιμοκτονώ
χρωματίζω πουλιά, χάρτινα πουλιά
και περιμένω να κελαηδήσουν,
και περιμένω να κελαηδήσουν…
γιατί χειμώνιασε.
 
Τόσα άστρα και εγώ να λιμοκτονώ
κάνε λοιπόν κύριε
να ‘χει κανείς ένα φίλο
δος του ένα σκυλί
ή ένα φανάρι του δρόμου
γιατί χειμώνιασε.


Καλότυχο που
δεν βλέπει  πόσο μαύρο
το περιβάλλει.



 
Κοτσύφι 2
Βρέξει χιονίσει
Φοράει το μαύρο του.
Κανένα πένθος.
 
Θεμέλιο χρώμα
Πληγωμένο κοτσύφι
από  κλαρί σε κλαρί.
Καθώς το αίμα του
στάζει στο χιόνι,
πληθαίνει το μαύρο.

 
Το πληγωμένο πουλί
 
Pouli_pligomenoΟύτε πού θυμάμαι πότε και πώς
κράτησα στη χούφτα μου ένα πληγωμένο πουλί
πού είχε αφεθεί στο έλεός μου
και με κοίταζε επίμονα σαν κάπου να μ' είχε ξαναδεί,
και με κοίταζε περίλυπα
χωρίς μια τόση δα κίνηση φτερούγας,
χωρίς μια τόση δα κίνηση ποδιού.
Ούτε που θυμάμαι.
Μπορεί, μάλιστα, ποτέ να μην έγινε αυτό
κι όμως το βλέμμα του μ' ακολουθεί χρόνια τώρα,
μπορεί να μην έγινε
κι όμως το νιώθω χρόνια τώρα στη χούφτα μου
να μη χάνει ευκαιρία να με κοιτάξει
να καραδοκεί μόλις ανοίξω τη χούφτα
να με κοιτάξει.






Απόστολος Λυκεσάς

Στυμφαλίδες όρνιθες
Λάθος. Λάθος. Λάθος.
Λάθος και πάλι λάθος.
Δεν είναι αυτός
που μας εξόντωσε.
Εσείς αποξηράνατε τα παραμύθια σας.

Χελιδόνια
Αμετανόητοι εμείς.
Θα περάσουμε και φέτος απέναντι
όπου μοσχοβολούν φούλια αράπικα
κι ας αστράφτουν απειλητικά γιορντάνια
από μασέλες ανθρωποφάγων.

http://www.drakotrypa.gr
Τα αποδημητικά 
Διάολε! Τα χελιδόνια! 
πάνε έρχονται 
πάνε έρχονται
πιάνουν έναν τόπο στο μπαλκόνι
κουτσουλάνε τα πλακάκια μου
με ζαλίζουν με τα τσιρίγματά τους
μου προκαλούνε πυρετούς αγάπης
κι ύστερα απέχθεια
για την γλιστερή σιωπή που απλώνεται με το φευγιό τους
και του χρόνου ξανακάνουν το ίδιο
άι σιχτίρ!
Ε.Κ.








Τρίτη 29 Μαρτίου 2016

Άνοιξη
Να πεις πως ήρθε
ακόμα κι αν δεν είσαι σίγουρος πως την είδες
να πεις πως σε άγγιξε
ακόμα κι αν δεν ένιωσες τίποτα να σε δροσίζει
να πεις πως έφυγε
ακόμα κι αν ξέρεις ότι δεν θα γυρίσει ποτέ.


Ένας που πάντοτε πεινάει

Ένας που πάντοτε πεινάει
κάθεται στο κεφάλι μου
ανοίγει το κολατσιό του
κάτω από τη μύτη μου
μ' αφήνει να λιγουρεύομαι
και τρώει μπουκιά μπουκιά
τα περιστέρια που ο ίδιος κρύβει κάτω από την σκέπη
του υπόστεγου του μυαλού μου
ένας που πάντοτε πεινάει
με ενοχλεί πενήντα χρόνια τώρα
με διαβάλλει πενήντα χρόνια τώρα
έναν που πάντοτε πεινάει
και με ενοχλεί
θα τον χαρίσω
στον πρώτο άνθρωπο
που τον θελήσει
αλήθεια λέω.
Ε.Κ.


Δευτέρα 28 Μαρτίου 2016

ψαλμός


Μην ξεχνάς
όταν σε λέω λεβεντιά
μην ξεχνάς πως είσαι μαλάκας
όταν σε λέω γλύκα μου
μην ξεχνάς τι ξυλάγγουρο είσαι
όταν μου λες πως μ'αγαπάς
μην ξεχνάς τα παζάρια που προηγήθηκαν
και μη θαρρείς πως είσαι τίποτα
επειδή σε προσκυνώ
Ντίνος Χριστιανόπουλος
Από τη συλλογή ''Το κορμί και το σαράκι''
Πώς γίνεται να είσαι τόσο κακιά; Μετά από το υπέροχο Σαββατοκύριακο που η αγκαλιά έπαιξε κύριο ρόλο, που οι φωνές ζεστές περίχυσαν το δέρμα απ' άκρη σ' άκρη, που τα χέρια ταξίδεψαν και η γεύση ξύπνησε και ο λαιμός φιλήθηκε και η ζέστη έλουσε, πώς, μα πώς γίνεται να είσαι τόσο κακιά; Ποια είναι η πίκρα που αδειάζει το πληγωμένο σου αιδοίο και τι, άραγε τι θέλεις να δείξεις που οι άλλοι αδυνατούν να δούνε; Σε ποια σιωπή θα προτιμούσες να  παραγράφονται οι μέρες σου; 
Κι ύστερα τι;
Ύστερα ξυπνάς με ένα χαμόγελο. Παρατηρείς ότι τα αγκάθια του έρωτα σκόρπισαν στο Καθαρτήριο του πεθαμένου χρόνου. Θερμαίνω αυτόν τον θάνατο σε φούρνο μικροκυμάτων.  Ούτε στεναγμοί, ούτε παράπονα. Φύλακας της νύχτας, εγώ, σου επιτρέπω να γνωρίσεις τη βαθιά μοναξιά μου. Πριν τον καιρό της Δόξας εσύ, εξιλεώνεσαι γλείφοντας πληγές μιας άλλης ζωής. 
Εγώ παραληρώ τον τελευταίο στεναγμό που ξεμυτάει από το σώμα. 
Εσένα σε κατακλύζει η Θεία Αποκάλυψη...




Τετάρτη 23 Μαρτίου 2016


http://www.authors.gr/

Η Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης, «πνευματικό τέκνο» της ελληνικής Εταιρείας Συγγραφέων, βρίσκει την ποίηση τραυματισμένη και τον κόσμο σκοτεινιασμένο από κρίσεις, πολέμους και θρησκευτικούς φανατισμούς. Πριν από λίγες μέρες, το ισλαμικό κράτος δολοφόνησε τον επιφανή σύρο ποιητή, Μπασίρ Αλ Αανί. Πρόσφατα, η Σαουδική Αραβία καταδίκασε σε θάνατο τον παλαιστίνιο ποιητή Άσραφ Φαγιάντ. Όταν, το 1998, η Εταιρεία Συγγραφέων πρότεινε τη δημιουργία μιας παγκόσμιας ημέρας ποίησης, πρόταση την οποία αποδέχτηκε αργότερα η Unesco καθιερώνοντας αυτόν τον ετήσιο εορτασμό, οι Έλληνες συγγραφείς οραματίζονταν ένα μέλλον πιο φωτεινό και πιο ποιητικό. «Οι νέοι ναζί του ISIS σκότωσαν τον Μπασίρ Αλ Αανί, αλλά δεν μπορούν να σκοτώσουν την ποίηση», έγραψε ο δημοσιογράφος Γουαέλ Σαγουάχ αποχαιρετώντας τον φίλο του Μπασίρ Αλ Αανί, που δολοφονήθηκε, μαζί με τον γιο του, από το Ισλαμικό Κράτος. Κι η Εταιρεία Συγγραφέων υπενθυμίζει και πάλι: «Είμαστε εδώ για να υπερασπιστούμε την ποίηση: την Ποίηση όσο ακόμα μπορεί να αποτελεί έναν επιπλέον ορισμό της ελευθερίας».

μα επί τέλους! πια ο καθείς γνωρίζει πως
από καιρό τώρα
-και προ παντός στα χρόνια τα δικά μας τα σακάτικα-
είθισται
να δολοφονούν τους ποιητάς
ΝΙΚΟΣ ΕΓΓΟΝΟΠΟΥΛΟΣ
Αυτόν, και πολλούς ακόμα...

Τρίτη 22 Μαρτίου 2016




"Και έφαγον, και εχόρτασαν..." 

(Κατά Μάρκον 8:8)

Χορτασμένη ψυχή
σε χορτασμένο σώμα
θυμήσου πόσο πεινούσες
όσο τρεφόσουν γλείφοντας σκιές
πόσο πενθούσες στη στεγνή άμμο
πιο στεγνή κι από την άμμο εσύ
τώρα ρωτάς: κατάφερα και έζησα τόσο πεινασμένη;
κι ανεβαίνουν στα μάτια λιτανείες μακαριστών δακρύων
κι όλοι οι μύθοι
κι όλες οι θρησκείες
κι όλα τα θαύματα
αληθέβουν
μπροστά στα έκθαμβα μάτια σου.
Ε.Κ.




Η Παγκόσμιας Ημέρας Ποίησης εορτάζεται κάθε χρόνο στις 21 Μαρτίου. Η αρχική έμπνευσή της ανήκει στον έλληνα ποιητή Μιχαήλ Μήτρα, ο οποίος το φθινόπωρο του 1997 πρότεινε στην Εταιρεία Συγγραφέων να υιοθετηθεί ο εορτασμός της ποίησης στην Ελλάδα, όπως και σε άλλες χώρες, και να οριστεί συγκεκριμένη μέρα γι' αυτό.
Η εισήγησή του έφτασε με επιστολή στα χέρια του ποιητή και μελετητή της ποίησης Κώστα Στεργιόπουλου, προέδρου τότε της Εταιρείας Συγγραφέων. Η ποιήτρια Λύντια Στεφάνου πρότεινε ως ημέρα εορτασμού την 21η Μαρτίου, την ημέρα της εαρινής ισημερίας, που συνδυάζει το φως από τη μία και το σκοτάδι από την άλλη, όπως η ποίηση, που συνδυάζει το φωτεινό της πρόσωπο της αισιοδοξίας με το σκοτεινό πρόσωπο του πένθους. Η πρώτη Ημέρα Ποίησης γιορτάστηκε το 1998 στο παλιό ταχυδρομείο της πλατείας Κοτζιά. Ετοιμάστηκε με ελάχιστα έξοδα και πολλή εθελοντική δουλειά, και είχε μεγάλη επιτυχία.
Την επόμενη χρονιά ο συγγραφέας Βασίλης Βασιλικός, πρέσβης της Ελλάδας στην UNESCO, εισηγήθηκε στο Εκτελεστικό Συμβούλιο του οργανισμού η 21η Μαρτίου να ανακηρυχθεί Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης, όπως η 21η Ιουνίου είναι Παγκόσμια Ημέρα Μουσικής. Οι Γάλλοι, οι Ιταλοί, οι Τυνήσιοι και άλλοι πρέσβεις από χώρες της Μεσογείου υποστήριξαν την εισήγηση και η ελληνική πρόταση υπερψηφίστηκε.
Τον Οκτώβριο του 1999, στη Γενική Διάσκεψη της UNESCO στο Παρίσι, η 21η Μαρτίου ανακηρύχθηκε Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης. Το σκεπτικό της απόφασης ανέφερε: «Η Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης θα ενισχύσει την εικόνα της ποίησης στα ΜΜΕ, ούτως ώστε η ποίηση να μην θεωρείται πλέον άχρηστη τέχνη, αλλά μια τέχνη που βοηθά την κοινωνία να βρει και να ισχυροποιήσει την ταυτότητά της. Οι πολύ δημοφιλείς ποιητικές αναγνώσεις μπορεί να συμβάλουν σε μια επιστροφή στην προφορικότητα και στην κοινωνικοποίηση του ζωντανού θεάματος και οι εορτασμοί μπορεί να αποτελέσουν αφορμή για την ενίσχυση των δεσμών της ποίησης με τις άλλες τέχνες και τη φιλοσοφία, ώστε να επαναπροσδιοριστεί η φράση του Ντελακρουά "Δεν υπάρχει τέχνη χωρίς ποίηση"».


ΠΗΓΗ: http://www.sansimera.gr/worldays/8#ixzz43e24Sssc