Σάββατο 4 Ιουλίου 2020

Μέγαρα-Αρτέμιδα 1-0

Μέγαρα-Αρτέμιδα 1-0




Έλα. Φύγε.
Δεν έρχομαι. Θα έρθω.
Σε περιμένω. Σ' αποθύμησα.
Δεν θάρθω.
Θα μείνω.
Ζέστη.
Θα κοιμηθώ μαζί σου το βράδυ.
Έλα.
Ζέστη.
Δε θάρθω. Ζέστη.
Ζέστη.
Κουράστηκα.
Θα έρθω.
Μην. Μην έρθεις.
Κουράστηκα.

Ζεστή γουλιά κατεβαίνει στο λαρύγγι ο πρωινός καφές. Τον νιώθεις που κυλάει στον οισοφάγο, που απλώνεται στο στομάχι. Ζεστή σταλιά ο ιδρώτας που τη νιώθεις να κυλάει στην πλάτη. Ζέστη.  Αντέχω τη ζέστη όπως αντέχω το κρύο. Τι, δηλαδή;
Τρέχει ο ιδρώτας, οι τοξίνες, το αλάτι. Τα μπράτσα κολλάνε στην επιφάνεια του γραφείου. Κλατς. Κλατς.
Απομακρύνομαι από το μυαλό και το σώμα μου και με βλέπω απέξω. Γίνομαι το τρίτο μάτι που με παρακολουθεί.
Τι λένε οι απέξω όταν έρχεσαι, δεν έρχεσαι.
Κινηματογραφική ταινία που συνεχίζεται μισόν αιώνα κι εγώ τη βλέπω χωρίς να βαριέμαι, με την ίδια αγωνία για το τέλος.
Ο πρωταγωνιστής της ταινίας υπόσχεται πως θα έρθει, η πρωταγωνίστρια χαίρεται, ετοιμάζεται ψυχικά και σωματικά, κάνει σχέδια για το τι θα φάει το βράδυ ο αγαπημένος, κρύα λεμονάδα για την άλλη μέρα το πρωί,  θα αλλάξει σεντόνια στο κρεββάτι, η καρδιά της πεταρίζει σα χελιδόνι, αλλά τελικά ο πρωταγωνιστής δεν έρχεται. Και τότε η καρδιά της απογοητεύεται αλλά εκείνη δεν τη συγκινεί τόσο όσο θάπρεπε κι αναρωτιέται ο θεατής τι συμβαίνει και πού πήγε όλη αυτή η λαχτάρα  που την έβλεπαν να έχει, όσο τον περίμενε λίγο πριν. Η πρωταγωνίστρια  δείχνει συναίσθημα απογοήτευσης μόνο γα μια στιγμή. Μετά τίποτα. Δεν κλαίει για τέτοια πράγματα πια, αυτές οι καταστάσεις μέσα στα τόσα χρόνια που έχουν διαβεί από πάνω της, δεν την επηρεάζουν. Συνεχίζει τη ζωή και τις δραστηριότητές της κανονικά, σα να μην έγινε τίποτα και σα να μην περίμενε τίποτα και σα να ξέχασε ότι περίμενε τον εραστή της με τόση αγωνία, γιατί όλα μπορείς να τα περιμένεις σε αυτή τη ζωή και όλα μπορούν να συμβούν ή να μη συμβούν εκεί που  δεν περιμένεις.
Εικόνα:
Γυναίκα που βαδίζει μέσα στο πλήθος ασταμάτητα.







Πέμπτη 2 Ιουλίου 2020

καληνύχτα μάτια μου





μου βάφεις τα μαλλιά
με σκεπάζεις
καληνύχτα μάτια μου
καλό νάνι
όνειρα σαν πέπλα απαλά
ξεχνώ τη μορφή σου
ξεχνώ τη μυρουδιά της πλάτης σου
την τοπιογραφία του στέρνου
ξεχνώ τη θέση κάθε μικρής τρίχας στα λεπτά σου πόδια
μη με αφήνεις να ξεχνώ
άργησες
κι εδώ αρχίζει να νυχτώνει νωρίτερα τώρα
εδώ χειμωνιάζει από τον Ιούλιο
τι τρομερός μήνας ο Ιούλιος
τι σιωπηλός μήνας
και πόσο απόμακρος ο Αύγουστος
καλό νάνι
όνειρα σαν πέπλα απαλά
μικρές ξεχασμένες κουβέντες
ψάχνουν νερό
αλλά
η αυλή μου γέμισε δίψα
έχει γεμίσει ακόλουθους
που αλλόγιστα το ξοδεύουν
κι εσύ λίμνη μου
εσύ καθαρό νερό μου
ποτάμι μου
θάλασσα απέραντη
έχεις γεμίσει καλάμια
και δε μ' αφήνεις να πιω.



Παρασκευή 26 Ιουνίου 2020

Επαφή




Ανοίγω τα μάτια. Σκοτάδι. Κοιτάζω ρολόι: 4:35 αξημέρωτα. Λάθος συναγερμός.
Γυρίζω πλευρό. Ξαναγυρίζω. Ματαξαναγυρίζω. Άδικος κόπος. Κάθε προσπάθεια ματαιότης ματαιοτήτων.
Σηκώνομαι και φτιάχνω καφέ. Μπαίνω γραφείο. Ανοίγω υπολογιστή. Κάνα δυο μέρες τώρα ξαναδιαβάζω και διορθώνω τις "12 αποχρώσεις του κόκκινου". Αποφάσισα να επιστρέψω, του είπα. Από ότι φαίνεται, η παρέα μου θα είσαι εσύ. Μαζί θα γεράσουμε, μαζί θα γεννάμε παιδιά που θα τα αφήνουμε στα συρτάρια, όπως έλεγε κι ο συχωρεμένος Γαβριηλίδης. Έχουμε να ζήσουμε το λιγότερο 30 χρόνια ακόμα μαζί. Τριάντα ακόμα χρόνια θα γεννοβολάμε σαν τα κουνέλια εμείς οι δύο. Δεν ευδοκίμησε, βλέπεις, κανένα ζωντανό πλάσμα να πατάει το πόδι του εδώ μέσα. Οι δυο μας, λοιπόν και μου φτάνεις.
Εσύ πιο πιστός από μένα. Σε ένιωθα που μαράζωνες εδώ, στην ίδια θέση, όταν εγώ αποσκίρτησα. Συχώρα με ωστόσο. Ο έρωτας, βλέπεις. Ο έρωτας που δεν βλέπει. Ο έρωτας, αυτός ο ύπουλος τυφλός.
Για ποιο λόγο υπάρχει;
Τέλος πάντων, ξαναγύρισα και βλέπω ότι ακόμα με θες. Εμείς οι δυο έχουμε μια σπάνια οικειότητα. Μπαίνεις μέσα μου κι εγώ μέσα σου με ευκολία. Είσαι η ρίζα μου. Πώς φύτρωσες; Από πού ήρθε ο σπόρος;
Πάρε με τώρα... Ταξίδεψέ με τώρα... Πάλι... Φτιάξε κόσμους να ταξιδέψουμε, μοναδικέ μου εσύ... Φτιάξε ανθρώπους να γνωρίσουμε... Κάνε μας θεούς που πλάθουν με γράμματα μικρά σύμπαντα... Μοναδικέ μου εσύ, αγαπημένε μου, παντός καιρού, πάσας διάθεσης, όλο το χρόνο, πάρε με μέσα σου...
Ξαναήρθα.


Τετάρτη 24 Ιουνίου 2020

Όταν Γράφω




























Το έχω παρατηρήσει. Δεν είμαι καλή όταν ασχολούμαι με πολλά πράγματα. Το λίγο εδώ και λίγο εκεί δεν μου κάνει, δεν είναι για μένα. Όχι ότι δεν μπορώ, απλά δεν είμαι καλή. Έχω πρόβλημα όταν δεν δίνομαι ολόκληρη.
Για παράδειγμα, έχω μισοτελειωμένα τέσσερα βιβλία. Δεν μπορώ να πιάσω κανένα. Λέω θα τελειώσω το τάδε ένα  και μου έρχεται στο μυαλό η υπόθεση του άλλου. Η βλακεία; Κάθε που πιάνεις κάτι, τέλειωνέ το, αδερφέ!
Ιδέες! Ιδέες! Έρχονται απροειδοποίητες και, πολλές από αυτές, επιμένουν για μέρες. Έρχονται με τέτοιο πάθος και με τέτοια ορμή που δεν γίνεται να κρατηθούν στο σκοτάδι.

Ήπια και πίνω νερό από πολλές πηγές. Ζωγραφική, τραγούδι, φωτογραφία, χορός πρόσκαιρα κάποτε, κατασκευή κοσμήματος πρόσκαιρα κάποτε, μοδιστρική κάποτε,  γλυπτική, τι δεν έχω κάνει;
Ωστόσο, διαπιστωμένο: η μόνη πηγή που με δυναμώνει είναι το γράψιμο.
Όταν γράφω, φεύγω, αλλάζω τόπους, πετάω κατά βούληση, οι άνθρωποι φαίνονται μικρά σημάδια, τι κακό μπορεί να σου κάνει ένα ελάχιστο σημάδι στην τόση απεραντοσύνη, όταν γράφω, γίνομαι αόρατη κατά βούληση. Αυτά ευχόμουνα όταν ήμουν μικρή: να μπορώ να πετάω και να γίνομαι αόρατη. Με το γράψιμο τα πετυχαίνω. Νιώθω πως τίποτα γήινο δεν μπορεί να με αγγίξει. Όταν γράφω, γίνομαι μικρός θεός στο πλάι του Άπειρου Θεού. Μαζί δημιουργούμε.
Εκείνος μου το επέτρεψε.

Καλημέρα.


Δευτέρα 22 Ιουνίου 2020

Γερνάω


...Και τι ειναι αυτό που μπορεί να νικήσει το ανίκητο πλάσμα;
Τι είναι αυτό που κομματιάζει τα φτερά του φοίνικα;
Ποιες καμπάνες ηχούν ερήμην κλειστών παραθύρων;
Ποια υγρά ξεχύνονται σε άγνωστα σκέλια;
Τι μυρωδιά γνωρίζει ο πιστός μου σκύλος
κι έπαψε απόψε να με ακολουθεί;
Γιατί γρυλίζει πίκρα το τσιγάρο στα δάχτυλα
και τι ζητάει ο χρόνος να πάρει από μένα;

Έχω δώσει, πες του.
Κατ' επανάληψιν.
Άδειασε κάθε τρυφερή πηγή.
Γερνάω.
Και τσιγκουνεύομαι.






Σάββατο 20 Ιουνίου 2020

Ανήκω




Κοίτα. Δεν μπορώ να πω ότι είμαι σε δημιουργική περίοδο όσον αφορά στο γράψιμο. Δεν είμαι σε δημιουργική περίοδο ούτε σε ό, τι αφορά στη φωτογραφία. Κάτι ψιλοκατασκευές και κάτι ψιλοζωγραφικές επίσης δεν αποδεικνύουν  ότι βρίσκομαι σε δημιουργική φάση. Τουλάχιστον διατηρώ μια μικρή επαφή με την ουσία μου, (ουσία μου θεωρώ το γράψιμο), με τούτο το blog.
Τούτο το blog λειτουργεί σαν προσωπικό ημερολόγιο και γι' αυτό το έφτιαξα.
Δεν το διαβάζει κανείς.
Γιατί το κάνω τότε;
Γιατί δεν παίρνω χαρτί και μολυβάκι να γράφω και απασχολώ το διαδίκτυο;
*Για τα πέντε λεπτά δημοσιότητας. (Ή δημόσιας συμμετοχής. Ή δημόσιου μοιράσματος. Ή χρήση της ανάγκης να ανήκω κάπου: στην παγκόσμια ομάδα του διαδικτύου).
*Γιατί συνήθισα να γράφω με πληκτρολόγιο.
*Γιατί στα χαρτιά μου (που είναι άπειρα) θα χανόντουσαν αυτές οι σκέψεις, θα τις έχωνα κάπου κι ύστερα  δεν θα θυμόμουν πού).
*Γιατί κάνω άσχημα γράμματα όταν είμαι φορτισμένη, ενώ εδώ γράφονται όλα τακτοποιημένα κι όμορφα.
*Γιατί ξέρω ότι αν δεν δημοσιοποιήσω εγώ το blog, κανείς δεν πρόκειται να το διαβάσει.
*Γιατί κάνω την τρέλα μου χωρίς να επεμβαίνει κανείς.
*Γιατί ακόμα κι αν δεν βρίσκομαι σε δημιουργική περίοδο δεν γίνεται να μην εκφράζομαι με κάποιον τρόπο.
Πολλοί οι λόγοι. Μπορώ να βρω κι άλλους.

Ωστόσο. Ωστόσο κάτι εγκυμονώ. Ένα γραπτό μεγαλώνει μέσα μου ήδη γονιμοποιημένο. Μόλις η εγκυμοσύνη ολοκληρωθεί, η δημιουργία θα γεννηθεί σα μωρό. Φρέσκο, τρυφερό, καινούργιο, η χαρά μου θα είναι μεγάλη σαν της μάνας, θα πάρει μέρες η γέννησή του, το μεγάλωμά του μπορεί και χρόνια. Κι όταν έρθει η ώρα να το βγάλω στον κόσμο θα καμαρώνω σα μάνα που παντρεύει παιδί. Με τον κόσμο. Παντρεύω τα ιδιαίτερα παιδιά μου με τον κόσμο.
Κι αυτό είναι μεγάλη γιορτή.
Άντε, καλημέρα μας.



Παρασκευή 19 Ιουνίου 2020

Σσσσσσσςςςς


Σσσσσςςς...


Μάλλον μεγάλωσα.
Έχω πει κι έχω ακούσει τόσα, που έρχονται φορές που με καταλαμβάνει η σιωπή. Όπως οι πολύ μεγάλοι άνθρωποι που αρχίζουν να σιωπούν όλο και περισσότερο και όλοι οι γύρω τους νομίζουν ότι οι γέροι έχουν χάσει πια τα μυαλά τους, ότι δεν μιλούν επειδή δεν καταλαβαίνουν τι συμβαίνει.
Πλάνη, σας διαβεβαιώνω.
Το είδα και στη μάνα μου. Τους τελευταίους μήνες δεν μιλούσε παρά μόνο σε μένα και ελάχιστα. Έτσι κι αλλιώς μεταξύ μας δεν χρειαζόντουσαν λέξεις για να την καταλάβω. 
Στους άλλους, όμως! Τι καημό τραβούσαν οι άλλοι! Εγώ γελούσα. "Είναι στα καλά της;" ρωτούσαν. "Καταλαβαίνει;" ρωτούσαν. "Από εμένα δεν τρώει", έλεγε η αδελφή μου. "Εμένα δεν μου μιλάει", παραπονιόταν η αδελφή μου. 
Η μάνα σιωπή.
Κι εμένα έρχονται φορές που η σιωπή με καταλαμβάνει. Πολλά που ακούω τα θεωρώ περιττά. Πάντα τις πιο ουσιαστικές κουβέντες προτιμούσα. 
Χτες είδα ένα ντοκιμαντέρ κι έκλαψα. Οι ωκεανοί μας δηλητηριάζονται. Τόνοι πλαστικό, ακάθαρτα λύματα, σε λίγα χρόνια τίποτα δεν θα μείνει.  Τα μαυροδέλφινα, λέει, έχουν αρκετά μεγάλο εγκέφαλο, άρα οι επιστήμονες πιθανολογούν ότι τα μαυροδέλφινα έχουν συναισθήματα. 
Μια μάνα μαυροδέλφινο κουβαλούσε το δηλητηριασμένο νεκρό μωρό της για μέρες, όπου πήγαινε. Δεν ήθελε να το αποχωριστεί ούτε να το αφήσει πίσω από το κοπάδι.  
Κι έβλεπες τη μάνα να το σκουντάει και να το σπρώχνει μαζί της, ενώ εκείνο παράπαιε άψυχο στο νερό. 
Γιατί τα μαυροδέλφινα νιώθουν συναίσθημα κι ο άνθρωπος λίγο λίγο χάνει το συναίσθημά του;
Γίνεται άραγε από άμυνα αυτό; Ή απλά ο τρόπος ζωής που καλούμαστε να ζήσουμε μας μετατρέπει σε ρομπότ λίγο λίγο; Ξύπνα, φάε, δούλεψε, κοιμήσου. 
Μην αγαπάς, μόνο ξύπνα, φάε, δούλεψε, κοιμήσου. Δεν αγαπάμε πια. Ζητάμε λίγη αδρεναλίνη που την προσφέρει ο τζόγος, ο έρωτας, το βιτριόλι που έλουσε μια γυναίκα την άλλη στις ειδήσεις, μια απαγωγή ανηλίκου, ένας περίεργος φόνος, αδρεναλίνη για να ξυπνάμε από τον συναισθηματικό ύπνο μας. Τι ποίηση να διαβάσει κάποιος; Βλακείες! Πού να βρεθεί και ποιος να διαθέσει χρόνο για να διαβάσει τις σαχλαμάρες των ποιητών όταν η άλλη περιλούζει με βιτριόλι την αντίζηλό της; 

Έχω ένα φίλο τρομαγμένο. Ερωτεύτηκε μια γυναίκα, παράτησε την οικογένειά του γι' αυτήν.  Έμεινε για λίγο μόνος ελπίζοντας ότι η άλλη γυναίκα θα συγκατοικήσει μαζί του, έξι χρόνια την περίμενε, η άλλη γυναίκα τον βασάνισε, τον απάτησε, την χώρισε,  εκείνος δεν άντεξε τη μοναξιά, ξαναγύρισε στην οικογένεια, δεν άντεχε όμως πια ούτε την οικογένειά του, ξανάφυγε, ζει μόνος, ψάχνει γυναίκα, παραπαίει ανάμεσα σε πολλές γυναίκες, νιώθει άδειος, ανικανοποίητος, είναι τρομαγμένος, νιώθει ανασφαλής, καμιά και τίποτα δεν τον γεμίζει, από όλες λείπει κάτι, όλες έχουν κάτι καλό και κάτι αηδιαστικό, μπερδεύεται. Γιατί; Και τι είναι αυτό που οδηγεί σε αυτό το μπέρδεμα; 
Κάθε μέρα επί μία ώρα, ο φίλος αυτός, μου μιλά στο τηλέφωνο. Θέλει λέει, να γράψω κάποτε την βιογραφία του. Τον ακούω, άλλοτε προσεκτικά και άλλοτε όχι.  Του αφιερώνω πάντως, την ώρα του. 

Κι ύστερα βλέπω ντοκιμαντέρ για τους ωκεανούς.