Ανοίγω τα μάτια. Σκοτάδι. Κοιτάζω ρολόι: 4:35 αξημέρωτα. Λάθος συναγερμός.
Γυρίζω πλευρό. Ξαναγυρίζω. Ματαξαναγυρίζω. Άδικος κόπος. Κάθε προσπάθεια ματαιότης ματαιοτήτων.
Σηκώνομαι και φτιάχνω καφέ. Μπαίνω γραφείο. Ανοίγω υπολογιστή. Κάνα δυο μέρες τώρα ξαναδιαβάζω και διορθώνω τις "12 αποχρώσεις του κόκκινου". Αποφάσισα να επιστρέψω, του είπα. Από ότι φαίνεται, η παρέα μου θα είσαι εσύ. Μαζί θα γεράσουμε, μαζί θα γεννάμε παιδιά που θα τα αφήνουμε στα συρτάρια, όπως έλεγε κι ο συχωρεμένος Γαβριηλίδης. Έχουμε να ζήσουμε το λιγότερο 30 χρόνια ακόμα μαζί. Τριάντα ακόμα χρόνια θα γεννοβολάμε σαν τα κουνέλια εμείς οι δύο. Δεν ευδοκίμησε, βλέπεις, κανένα ζωντανό πλάσμα να πατάει το πόδι του εδώ μέσα. Οι δυο μας, λοιπόν και μου φτάνεις.
Εσύ πιο πιστός από μένα. Σε ένιωθα που μαράζωνες εδώ, στην ίδια θέση, όταν εγώ αποσκίρτησα. Συχώρα με ωστόσο. Ο έρωτας, βλέπεις. Ο έρωτας που δεν βλέπει. Ο έρωτας, αυτός ο ύπουλος τυφλός.
Για ποιο λόγο υπάρχει;
Τέλος πάντων, ξαναγύρισα και βλέπω ότι ακόμα με θες. Εμείς οι δυο έχουμε μια σπάνια οικειότητα. Μπαίνεις μέσα μου κι εγώ μέσα σου με ευκολία. Είσαι η ρίζα μου. Πώς φύτρωσες; Από πού ήρθε ο σπόρος;
Πάρε με τώρα... Ταξίδεψέ με τώρα... Πάλι... Φτιάξε κόσμους να ταξιδέψουμε, μοναδικέ μου εσύ... Φτιάξε ανθρώπους να γνωρίσουμε... Κάνε μας θεούς που πλάθουν με γράμματα μικρά σύμπαντα... Μοναδικέ μου εσύ, αγαπημένε μου, παντός καιρού, πάσας διάθεσης, όλο το χρόνο, πάρε με μέσα σου...
Ξαναήρθα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου