Πέμπτη 13 Ιουνίου 2019

Παλίρροια






Πάρε το κορμί σου και περπάτησέ το. 
Πες του να έχει μάτια ανοιχτά. 
Μυαλά ανοιχτά. 
Φιλί παλίρροια.


Ένα ποτήρι νερό.
Ζεστός καφές. Πρωινή δροσιά.
Στο όνειρο ξεχάστηκες λέει, να διαβάζεις κάτι. Όρθια, με μια καρέκλα πίσω σου, σίγουρη πως θα την καθίσεις όταν κουραστείς. Τα πόδια στην παλίρροια. Ξυπόλητη.
Τελειώνεις το διάβασμα, σηκώνεις τα μάτια λες και ξύπνησες. Ο Γεροντάκος απέναντι σε κοιτάζει. Κάθεται ανάμεσα σε πολύ κόσμο. Ομάδες φωτογραφίας, εκδρομείς. Είναι καθιστός όπως και οι όλοι άλλοι, ωστόσο ξεχωρίζει. Ξεχάστηκα, του δικαιολογείσαι. Σε κοιτάζει σα να λέει τόσο πολύ; Αισθάνεσαι το νερό της θάλασσας στα γυμνά σου πόδια. Ψ'αχνεις για την καρέκλα σου γιατί, όρθια, έχεις κουραστεί. Η καρέκλα που φύλαγες για σένα λείπει. Κάποια την έχει πάρει, κάθεται δίπλα σου και γελάει. Την κλέφτα, λες από μέσα σου. Θυμώνεις. Φεύγεις. Παίρνεις άλλη καρέκλα και προχωράς λίγο μπροστύτερα από τους άλλους. Δεν θέλεις να βλέπεις. Γυρίζεις πλάτη και ακουμπάς την καρέκλα πάνω σε επίπεδο βράχο. Κοιτάζεις για ώρα τα γυμνά σου πόδια στην παλίρροια. Ανάμεσα στα πόδια μια μικρή χαραμάδα που ξέρεις ότι φτάνει στα έγκατα της γης ρουφάει το νερό μέσα της.







Ένα τσιγάρο ρε παιδιά!

Τετάρτη 12 Ιουνίου 2019

Αποσύρομαι







Αποσύρομαι

Έχω ένα blog λέει, και κάθομαι και γράφω. Εγώ έχω μισή ώρα καιρό και κάθομαι και γράφω.
Πρωινό Τετάρτης με τα δέντρα στον κήπο να μυρίζουνε απελπιστικά. με τα αεροπλάνα να περνούν πάνω από την ταράτσα μου αλλάζοντας τόπο. Οι μέλισσες κι οι ρίγανες κι οι πεταλούδες και τα ζουζούνια και τα αμπελόφυλλα και τα μηνύματα από κάθε λογής άντρες και γυναίκες, καλημέρες, καλησπέρες, καλό απόγευμα, καλό Σ/Κ, λόγια όπως 'ψυχή μου' και ποιηματάκια, και ένας ψυχικός αχταρμάς  που δεν έχει τέλος, εγώ φταίω, λέω, εγώ που άνοιξα τα σύνορα, όπως ο Τσίπρας ένα πράγμα, να τώρα που το πληρώνω, όπως κι ο Τσίπρας δηλαδή. Πρωινός καφές στον υπολογιστή κι ύστερα στο μπαλκόνι, πρωινό αναρή αλμυρό, χυμός ρόδι, αναστεναγμοί, ξύδι πίνω, πάρε Θεέ μου τούτο το βάρος απ' την ψυχή μου λέω, και να οι μέλισσες που τραγουδάνε γύρω μου, αχ! καινούργιος αναστεναγμός, περνάω κατάθλιψη σκέφτομαι, αχ! βογγάω πάλι και σκοτώνω ένα μυγάκι που μου κάθισε στη γάμπα. Πάρε Θεέ μου αυτή τη στενοχώρια. Κοίτα ο ουρανός, κοίτα τα λουλούδια, κοίτα το καλοκαιράκι! Καινούργιο αχ! εξωτερικεύεται εκ των έσω. Απτόητη η ευωδιά της φύσης, απτόητη η καρδιά να κλαψουρίζει. Θέλω να με αφήσετε ήσυχη αν μπορείτε. Θέλω να περάσω την κατάθλιψή μου μόνη μου, αν μου επιτρέπετε, να μη με σώσει κανείς. Να μη μου πει ανέκδοτο κανείς. Αν μου επιτρέπετε, δεν επιθυμώ να γελάσω, κατανοείτε;
Θέλω να μείνω μέσα στην καντήφλα και στη μαυρίλα και να πίνω ξύδι και να μη γελάω και να μη σας μιλάω ούτε να μου μιλάτε. Να μη μου ζητάτε τίποτα, δεν έχω πια τίποτα να δώσω, τίποτα, χάρη σας κάνω, κομμάτια μου κόβω, ματωμένα είναι, αφήστε με ολόκληρη τουλάχιστον, μη ζητάτε να ακρωτηριάζομαι.
Μισή ώρα ακόμα έχω.
Κλείνω facebook, απενεργοποιώ messenger, πετάω φωτογραφίες, κάνω πως πέθανα.
Διατηρώ το δικαίωμα να μην σηκώσω τηλέφωνα, να μην απαντήσω σε μηνύματα, να μην παρακολουθήσω στις ιστορίες σας και κυρίως να μην ερωτοτροπήσω εις βάρος μου. Λυπάμαι αγόρια για την ανεπάρκεια. Τη δική μου και τη δική σας.





Παρασκευή 7 Ιουνίου 2019

Της εποχής

Της εποχής




Κλεμμένα τσιγάρα
Περιουσίες ανεπίδοτες
Σκέψεις ανεπίδοτες επίσης
Τηλέφωνα
Φίλοι
Προτάσεις
Έλα
Έλα μου λένε
Δικαιολογούμαι
Βιβλία ανέκδοτα
Βιβλία αδιάβαστα
Δουλειές μισοτελειωμένες
Υγρασία
Μούχλα
Η ομίχλη μπαίνει από παντού στο σπίτι
Κι ο ήλιος κι αυτός από παντού
Οι εποχές αλλάζουν, το βλέπεις
Αυτόματο πότισμα
Αυτόματη ζωή
Έλα
Έλα λέω κι εγώ
Δεν πείθω
Κι αυτό το συνεχές κλάμα μέσα μου
Κι αυτό το αδιάκοπο παράπονο
Πώς να κάνω να το καταλάβεις
Ψελλίζοντας μονάχα μια δισύλλαβη λέξη
Έλα.




Μπορώ να παίξω
Αλλά δεν υπάρχει λόγος να το μάθετε από τώρα

Τρίτη 14 Μαΐου 2019

Άνθρωποι λειψοί







Άνθρωποι ποικιλία. 
Άνθρωποι λειψοί. 
Άνθρωποι κουρασμένοι και κουραστικοί. 
Κορμιά γερά, κορμιά διαλυμένα, κορμιά υπό διάλυση. 
Άνθρωποι παμφάγοι. 
Χαζοί και έξυπνοι σωριασμένοι στον ίδιο πλανήτη. 
Κυρίως μόνοι. Μερικοί χωρίς σύντροφο
Στην πραγματικότητα 
ασυντρόφευτοι όλοι.
Ωκεανός κινητών τηλεφώνων
Πέλαγος ηλεκτρονικών τσιγάρων
Θρησκείες
Ποδόσφαιρα
Ομάδες
Εκδόσεις 
Εκδηλώσεις
Έρωτας μέσω φέισμπουκ
Και πάλι άδειοι.
Τι κούραση, 
τι κούραση!







Κυριακή 28 Απριλίου 2019

Καθρέφτης

Καθρέφτης






1. Ο κόσμος γράφει.
Η άνοιξη ήρθε.
Ο ήλιος επάνω.
Η Μιμία στο μπαλκόνι.
Μη μου μιλάς.
Για λίγο.
Ησυχία.
Το μυαλό μου έχει ανάγκη προσαρμογής.
Μετά από κάθε ύπνο
χρειάζομαι χρόνο
για να μπω στην πραγματικότητα.
Ησυχία.
Ύπνος συναισθηματικός.
Τι ζητάς, ακόμα δεν ξύπνησα;

Τι ωραίος άνθρωπος αυτός και πάει χαμένος!

Τι ωραίος άνθρωπος αυτός αλλά με πόσες λάθος επιλογές! (Ή μήπως αλλοπρόσαλλη τύχη;)

(Πού είναι οι απαντήσεις μου;)

Λες για μένα, φτωχέ μου φίλε... Μιλάς εκ μέρους μου... Σκέφτεσαι εκ μέρους μου επίσης... Τι κόπος!
Κοίτα τι σκέφτομαι: Βλέπουμε στους άλλους τον εαυτό μας. Καθρεφτιζόμαστε, αγαπητέ, αυτό είναι. Όλοι οι φίλοι μας, όλες οι παρέες μας, είναι κομμάτια δικά μας. Αυτά αγαπάμε. Εμάς αγαπάμε, φίλε. Τα προτερήματα, τα ελαττώματα, ο θαυμασμός, τα λάθη, δικά μας είναι, του δικού μας εαυτού είδωλα. Αν είναι να εγκρίνουμε ή να αποδεχτούμε κάτι, τσάμπα παλεύουμε τον απέναντι. Εμάς πρέπει να κοιτάξουμε.
Χαλάρωσε.


2. Πρώτη μέρα:
"Η αλευρόπιτα και άλλες χυδαίες ιστορίες" είναι ο τίτλος της συλλογής. Δεν μου αρέσει το αλευρόπιτα σαν τίτλος, μου λέει. Θυμίζει χυλόπιτα. Εγώ σκέφτομαι εμπορικά.
Μένω άναυδη. Χρόνια είναι που γράφω τα συγκεκριμένα διηγήματα, αυτός είναι στο μυαλό μου ο τίτλος. Ω, ρε μάνα μου! Να τον αφήσω να έχει τη γνώμη του και να κάνω τα δικά μου ή να τον ακούσω; Δίλημμα χοντρό! Αποφασίζω να κάνω τα δικά μου. Δικό μου το βιβλίο, δική μου η απόφαση. Άσε μας κάτω, εμπορικέ!
Δεύτερη μέρα:
Αγοράζω τσιγάρα. Αρχίζω να ξαναδιαβάζω τα διηγήματα. Θλιβερή διαπίστωση: Σχεδόν όλα είναι καταθλιπτικά! Ο Χριστός! Τι έγραφα, ρε παιδί μου; Πόσα χρόνια περνάω κατάθλιψη και δεν πήρα χαμπάρι;
Τρίτη μέρα:
Μια κατάθλιψη plus: Η κατάθλιψη ότι πέρασα κατάθλιψη. Το εξομολογούμαι σε φίλους. Έχω πελαγώσει. Να τα ξαναγράψω είναι αδύνατον. Να αφαιρέσω τα μαύρα και να αφήσω τα αισιόδοξα, δεν θα μείνει τίποτα. Άστα όπως είναι, με συμβουλεύει φίλος. Μια κουβέντα είναι. Φοβάμαι πως όσοι τα διαβάσουν θα απογοητευτούν. Φοβάμαι πως θα δουν τον αληθινό εαυτό μου και θα με λυπηθούν. Η περσόνα μου είναι ανέμελη ως τα τώρα.
Τέταρτη μέρα:
Αποφασίζω να στείλω τους τίτλους των διηγημάτων στον εμπορικό μήπως βρει καταλληλότερο τίτλο. Φωτογραφίζω τους τίτλους. Πλάι σε κάθε τίτλο σημειώνω ένα π που σημαίνει παράξενο και ένα μ που σημαίνει μαύρο. Λίγα έχουν μείνει χωρίς χαρακτηριστικό. Τους στέλνω. Τι να κάνω; του λέω. Τα περισσότερα είναι παράξενα και μαύρα. Τι τίτλο να βάλω, γαμώτο; έχω μπλεχτεί. Το είπες μόνη σου, μου απαντάει ψύχραιμα εκείνος. "Παράξενα και μαύρα". Ο κόσμος γύρω φωτίζεται! Βρέθηκε ο τίτλος μου! Ο τέλειος τίτλος! Πιάνω δουλειά. Αφαιρώ μερικά διηγήματα που με τον καινούργιο τίτλο φαίνονται ανόητα, προσθέτω κάποια που ταιριάζουν. Νιώθω σχεδόν έτοιμη. Κοίτα να δεις! Υπάρχουν παντού άγγελοι!


























Σάββατο 20 Απριλίου 2019

Άνοιξη

















Ήθελα να ξέρω πότε θα ησυχάσεις
Έλεγε η μάνα μου
Γελούσα
Στα ενενήντα, απαντούσα εγώ
Ακόμα μάνα
Ακόμα  
Ακόμα επιτρέπω στην άνοιξη να με πληγώνει.



Να νιώθεις όταν φεύγει
είναι κατάρα
να θέλεις να έρθει
είναι κατάρα
να μπαίνεις ολόκληρος 
κατάρα κι αυτό
να δίνεις χρώμα 
αυτό κι αν είναι
Εκείνος που σε έφτιαξε να δημιουργείς 
άλλο συμβόλαιο έπρεπε να δώσει να υπογράψεις.
Εντάξει, μάνα; 




























Να η λατέρνα μου
Ζωή 
Στους δρόμους 
Κρυμμένη πίσω
Μεροκάματο 
Πολύχρωμο ο έρωτας
Σκληρό
Πέφτεις τα βράδια αποκαμωμένος
Μάτια γεμάτα εικόνες
Ψυχή γεμάτη λαχτάρες
είτε καλοκαίρι 
είτε φθινόπωρο
είτε χειμώνας
άσε την άνοιξη
χειρότερη από όλα
παρακαλάς για βροχή 
πάνω που θες ν' ανθίσεις
και στην στερεί 
μαραίνεσαι 
ή στέλνει τόση 
που σε σαπίζει.








Οι παπάδες μας τέλειωσαν... στο είπα...






Παρασκευή 12 Απριλίου 2019

Μπαλόνια




Έι,  εσύ παιδί με τα μπαλόνια στα χέρια!
Εσένα μιλάω,
με τα χρωματιστά!

Με τα χρωματιστά μπαλόνια 
ανάμεσα σε ασπρόμαυρο κόσμο!
Πώς βρέθηκες στο δρόμο τέτοια ώρα;
Πώς στη θάλασσα; 
Πού πήγαινες, παιδί;
Τι περιμένεις ολομόναχο 
στη δύσκολη ώρα που δύει ο ήλιος;
Κανείς δεν έρχεται παιδί...
και τα μπαλόνια 
-λυπάμαι αν σε κάνω να κλάψεις- 
με τον καιρό,
χρωματιστά κουρέλια...



Έτσι είναι οι μέρες της συννεφιασμένης άνοιξης...
Πηδά η μια συννεφιά να συμπληρώσει την άλλη. Οι κόμποι εκεί. Χρόνια απαράλλαχτοι. Μπρος γκρεμός και πίσω άνοιξη. Και τούμπαλιν. 
Όταν οι χαρτορίχτρες πρόλεγαν το μέλλον, εσύ γελούσες, θυμάσαι; 
Πολύς ο χρόνος για σκέψη, φίλε. Καλή; Κακή συντροφιά; 
Πολύ το πάλεμα. Κι η έγνοια για τους άλλους. Κι αυτή πολλή. Ένα τριβέλισμα: να σώσεις τον κόσμο. 
Ποιον από όλους; Από τι; Από τον εαυτό τους; 
Και ποιος σε έταξε να το κάνεις, φίλε; 
Πες αλήθεια, ρε! Πόσους κατάφερες να σώσεις; 
Αγώνας άγονος, φίλε...
Εγώ στο λέω.

Συννεφιά. 
Το Σαββατοκύριακο λέει πως θα βρέξει. Φίλε.