Σάββατο 1 Απριλίου 2017



Η μάχη δεν γίνεται για να το δεχτεί ο εκδότης.
Η μάχη δεν γίνεται για να βγει χρήμα από αυτό.
Η μάχη γίνεται με κείνα τα αλλοπρόσαλλα μικρά μαύρα στοιχεία που ταιριάζεις πάνω στο λευκό χαρτί για να φτιάξεις λέξεις. 
Μετά ανακαλύπτεις: 
Για μια φορά ακόμη, έχεις εκτεθεί. 
Ανεπανόρθωτα. 

Μιλῶ... (Γιώργος Σαραντάρης) 

Μιλῶ γιατὶ ὑπάρχει ἕνας οὐρανὸς ποὺ μὲ ἀκούει 
Μιλῶ γιατὶ μιλοῦν τὰ μάτια σου
Καὶ δὲν ὑπάρχει θάλασσα δὲν ὑπάρχει χώρα
Ὅπου τὰ μάτια σου δὲ μιλοῦν
Τὰ μάτια σου μιλοῦν ἐγὼ χορεύω 
Λίγη δροσιὰ μιλοῦν κι ἐγὼ χορεύω 
Λίγη χλόη πατοῦν τὰ πόδια μου
Ὁ ἄνεμος φυσᾶ πού μᾶς ἀκούει


....Ανοιξιές....

Δευτέρα 27 Μαρτίου 2017



Τα χαρούμενα γενέθλια της 27/3/2017

...Ξέρεις πώς είναι...
Οι φίλοι του κυβερνοχώρου... "Χρόνια Πολλά" για τα γενέθλιά σου... Ακόμα και το Google σου έστειλε αναμμένα κεράκια... Συγκινήθηκες, χαζό... Απάντησες σε όλους. Προσωπικά. Δυο - τρεις κουβέντες με τον καθένα. Σύντομο  breafing για τις ζωές σας. Των περισσότερων από αυτούς, άδειες. Άδειες από τι; Από τι άδειες;
Άδειες σαν τη δική σου. Είναι η δική σου ζωή άδεια; Από τι άδεια;
Τι θα έκανε μια ζωή να μοιάζει γεμάτη; Και γιατί ισχυρίζεσαι ότι ο χρόνος δεν φτάνει; Γιατί όλοι ισχυρίζονται ότι ο χρόνος δεν φτάνει αφού υπάρχει τόσο κενό;
Το βασικό ζωτικό όργανο: Η καρδιά. Φταίει. Γεμίζει κι αδειάζει. Κι όταν αδειάσει, στεγνώνει το σώμα όλο. Και το μυαλό όλο. Και ο χρόνος σταματά. Ή τρέχει ανεξέλεγκτα.
Κι εσύ που πήρες τόσα "Χρόνια Πολλά" στα φετινά γενέθλιά σου, το βράδυ θα κοιμηθείς μόνος. Θα γύρεις στο ίδιο μαξιλάρι που έπεσες χτες. Θα σκεπαστείς το ίδιο σκέπασμα εγκατάλειψης. Θα δεις λίγη τηλεόραση για να ξεχάσεις το κρύο σεντόνι. Θα σβήσεις το φως μόλις γλαρώσουν τα μάτια. Κάπου στη μέση της νύχτας θα ξυπνήσεις. Η καρδιά σου θα κλαίει σιγανά. Μεταξωτή καρδιά. Σιγανά, μην την ακούσεις και δεν μπορέσει να σε ξαναπάρει ο ύπνος. Γιατί η νύχτα των γενεθλίων σου, - όπως και κάθε νύχτα-  είναι μεγάλη...


Παρασκευή 24 Μαρτίου 2017

ΩΔΗ ΣΤΟ ΒΙΒΛΙΟ (ΙΙ) 
Βιβλίο, ωραίο, 
βιβλίο έλασσον δάσος, 
φύλλο το φύλλο, 
μυρίζει το χαρτί σου στοιχείο, 
είσαι πρωινό και νυχτιάτικο, 
δημητριακό, 
ωκεάνιο, 
μες στις παλιές σελίδες σου αρκουδοκυνηγοί, 
φωτιές πλάι στο Μισισίπι, 
μονόξυλα στα νησιά, 
αργότερα δρόμοι και δρόμοι, 
αποκαλύψεις, 
λαοί επαναστατημένοι,
 ο Ρεμπό σα λαβωμένο αιμόφυρτο ψάρι, 
να σπαρταράει στο βούρκο, 
και η ομορφιά της αδερφοσύνης
 −πέτρα την πέτρα− 
να υψώνει το ανθρώπινο κάστρο, 
πόνοι που υφαίνουν τη σταθερότητα, 
πράξεις αλληλέγγυες, 
βιβλίο κρυμμένο από τσέπη σε τσέπη, 
λάμπα παράνομη, 
κόκκινο αστέρι. 
Εμείς οι διαβάτες ποιητές 
εξερευνούμε τον κόσμο, 
μας δέχτηκε η ζωή σε κάθε θύρα, 
πήραμε μέρος στον επίγειο αγώνα. 
Ποια ήταν η νίκη μας; 
Ένα βιβλίο, 
ένα βιβλίο γεμάτο, 
με ανθρώπινες επαφές, 
με πουκάμισα, 
ένα βιβλίο χωρίς μοναξιά 
με ανθρώπους κι εργαλεία, 
ένα βιβλίο είναι η νίκη. 
Ζει και πέφτει όπως όλοι οι καρποί 
και δεν έχει μόνο φως, 
και δεν έχει μόνο σκιά, 
σβήνει ξεφυλλίζεται, 
χάνεται, 
ανάμεσα στους δρόμους 
και κατρακυλάει στη γη. 
Βιβλίο της αυριανής ποίησης, 
Έχε ξανά χιόνι και μούσκλια στις σελίδες σου, 
έτσι που τα βήματα ή τα μάτια 
να χαράζουν αχνάρια: 
ας περιγράψουμε ξανά τον κόσμο, 
της πηγής, 
μες απ' τη βλάστηση, 
τους ψηλούς δρυμούς, 
τους πολικούς πλανήτες, 
και τον άνθρωπο στις στράτες, 
στις καινούργιες στράτες, 
να προχωρεί στη σέλβα, 
στο νερό, 
στον ουρανό, 
στη γυμνή θαλάσσια μοναξιά, 
τον άνθρωπο να ανακαλύπτει τα έσχατα μυστικά, 
τον άνθρωπο που ξαναγυρίζει μ' ένα βιβλίο, 
τον κυνηγό που γυρίζει μ' ένα βιβλίο, 
τον αγρότη που οργώνει μ' ένα βιβλίο. 

Νερούδα Δανάη  
Προσωπικό αρχείο Γιώργου Δαρδανού - Μεταγραφή: Εύη Μαλλιαρού 
Πηγή: www.lifo.gr

Πέμπτη 16 Μαρτίου 2017

Σιγαλά, σιγαλά να δρασκελάς το μούσκαρι και τον ασφόδελο, σεβαστικά να πατάς, να μην πληγώσεις την ανεμώνη και την αγριομαργαρίτα, το φιδόχορτο, τ' ανθισμένα σινάπια, τις άγριες ορχιδέες, τις ανθισμένες ρόκες. Αργά να μυρίζεις. Πλατιά να κοιτάς. Και πάντα να προσεύχεσαι στις άγιες μέλισσες. Αμήν.

Τρίτη 7 Μαρτίου 2017



Κι όπως δεν ήσουν χτες,
έτσι κι αύριο: Δεν θα είσαι...




Εσύ κουρασμένος θα γέρνεις στο μαξιλάρι
θα κλείνεις τα μάτια
μήπως κι ονειρευτείς.
Εγώ, μπροστά στο ψεύτικο φως
του μαύρου πληκτρολόγιου
θα ψάχνω μήπως κάπου συναντήσω τα όνειρά σου. 



Τι νύχτα κι απόψε!
Με πεινασμένο σώμα με άφησες
κι έφυγες τρέχοντας να προλάβεις τη βροχή;
Τον καιρό;
Μιαν άλλη γυναίκα;
Δεν θυμάμαι τι είπες φεύγοντας...




Τι νύχτα κι απόψε!
Μπερδεύτηκαν τόσο οι αλήθειες με τα ψέμματα!
Το μόνο που έμεινε είναι μια στυφή γεύση στο στόμα.



Τι νύχτα κι απόψε!
Να χρειάζεται να γράψω
για να ανακτήσω
τα χαμένα. 


Τι νύχτα κι απόψε, που σε χώρισα μέσα μου!








Κυριακή 26 Φεβρουαρίου 2017




Στέκεται μπροστά μου: ένας μικρότατος άνθρωπος, ογδόντα πόντων. Με το ένα χέρι κρατάει σφιχτά την άκρη της μπλούζας της μάνας του. Σχεδόν κρέμεται. Με κοιτάζει κατάψυχα, με ορθάνοιχτα μάτια. Τον παρατηρώ για ώρα, με το δικαίωμα που μου δίνει η ζωγραφική και η γραφή μου. Με παρατηρεί κι εκείνος με το δικαίωμα που του δίνει η καθαρή σκέψη και η καθαρή καρδιά του. Κοιταζόμαστε αμίλητοι. Για ώρα. Μάτια μεγάλα, σκούρα. Η κόρη αξεχώριστη από την ίριδα. Βλεφαρίδες γραμμένες, μακριές. Σκιάζουν τα μάτια με επιμέλεια περισσή. Μάγουλα φουσκωτά, ηλιοψημένα, γερά. Δέρμα, άγριο βελούδο. Μέτωπο πλατύ, με μια μικρή μουντζούρα από ξυλόσομπα στον αριστερό κρόταφο. Μαλλιά σκούρα κι όρθια. Ατίθασα, σαν κι αυτόν που τα κατέχει. Φορά κοντομάνικο στην πρώτη λιακάδα του Φλεβάρη. Φορά κοντό παντελόνι. Χέρια, πόδια και παπούτσια, γεμάτα χώματα. Χωρίς να τραβήξει τα μάτια του από τα δικά μου, τραβά την μπλούζα της μάνας του. Εκείνη σκύβει. Κάτι της λέει στο αυτί. Εκείνη νεύει αφηρημένη "ναι" με το κεφάλι. Κι αυτός, με νικάει στο κοίταγμα.