Κυριακή 26 Φεβρουαρίου 2017




Στέκεται μπροστά μου: ένας μικρότατος άνθρωπος, ογδόντα πόντων. Με το ένα χέρι κρατάει σφιχτά την άκρη της μπλούζας της μάνας του. Σχεδόν κρέμεται. Με κοιτάζει κατάψυχα, με ορθάνοιχτα μάτια. Τον παρατηρώ για ώρα, με το δικαίωμα που μου δίνει η ζωγραφική και η γραφή μου. Με παρατηρεί κι εκείνος με το δικαίωμα που του δίνει η καθαρή σκέψη και η καθαρή καρδιά του. Κοιταζόμαστε αμίλητοι. Για ώρα. Μάτια μεγάλα, σκούρα. Η κόρη αξεχώριστη από την ίριδα. Βλεφαρίδες γραμμένες, μακριές. Σκιάζουν τα μάτια με επιμέλεια περισσή. Μάγουλα φουσκωτά, ηλιοψημένα, γερά. Δέρμα, άγριο βελούδο. Μέτωπο πλατύ, με μια μικρή μουντζούρα από ξυλόσομπα στον αριστερό κρόταφο. Μαλλιά σκούρα κι όρθια. Ατίθασα, σαν κι αυτόν που τα κατέχει. Φορά κοντομάνικο στην πρώτη λιακάδα του Φλεβάρη. Φορά κοντό παντελόνι. Χέρια, πόδια και παπούτσια, γεμάτα χώματα. Χωρίς να τραβήξει τα μάτια του από τα δικά μου, τραβά την μπλούζα της μάνας του. Εκείνη σκύβει. Κάτι της λέει στο αυτί. Εκείνη νεύει αφηρημένη "ναι" με το κεφάλι. Κι αυτός, με νικάει στο κοίταγμα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου