Πέμπτη 30 Ιουνίου 2016




Να αγαπάς τους φωτεινούς ανθρώπους

από την Κατερίνα Ανδρεοπούλου


Κάθε φορά που βρισκόταν μπροστά μου ένα ποτήρι νερό που δεν ήταν ούτε γεμάτο, μα ούτε κι άδειο, σκεφτόμουν πως θα το χαρακτήριζα. Μισογεμάτο η μισοάδειο; Κατέληξα σε δυο πράγματα. Πρώτον πως αν είναι κάτω από τη μέση το βλέπω μισοάδειο, ενώ αν είναι πάνω από τη μέση του ποτηριού μισογεμάτο. Δεύτερον πως δεν έχει καμία σημασία η ταμπέλα που θα βάλω στο ποτήρι. Όπως και να το δεις άλλωστε, πάλι μισό κάτι θα είναι. Το μόνο που έχει σημασία είναι το ποτήρι να αδειάζει και να το ξαναγεμίζεις. Το θέμα είναι να μην σταματήσεις να διψάς. Όσο διψάς το ποτήρι θα γεμίζει.


* Ν’ αγαπάς τους ανθρώπους που κρατούν γεμάτα ποτήρια στα χέρια τους. Εκείνους που για να ξεδιψάσουν πρέπει να πιουν ολόκληρο το ποτήρι, μέχρι την τελευταία σταγόνα, κι ας αδειάσει. Εκείνους που δεν αφήνουν τα ποτήρια τους μισά από φόβο μήπως και δεν καταφέρουν να τα ξαναγεμίσουν. Εκείνους που αν χρειαζόταν, θα έσκαβαν τη γη με τα χέρια τους για να βρουν νερό και να ξαναγεμίσουν το ποτήρι. Εκείνους που ο μόνος τρόπος για να πιουν μισό ποτήρι νερό, είναι γιατί θέλησαν να το μοιραστούν με κάποιον άλλο. Εκείνους που κάθε φορά που αδειάζουν το ποτήρι τους χαμογελούν με ευχαρίστηση. Εκείνους που ακόμα κι όταν ξέρουν πως πίνουν το τελευταίο τους ποτήρι, αναφωνούν άσπρο πάτο.


* Ν’ αγαπάς κι εκείνους που σου λένε καλημέρα με την καρδιά τους, όχι με το μυαλό τους. Εκείνους που αν η ζωή ήταν ρουλέτα θα πόνταραν όλα τους τα λεφτά στην επόμενη μέρα, γιατί πάντα θα νιώθουν πως θα είναι η καλύτερη . Εκείνους που σε παρασύρουν στη χαρά, όχι στη θλίψη. Εκείνους που λένε δεν πειράζει, όχι δε με νοιάζει. Εκείνους που χορεύουν στη βροχή, χωρίς να τους νοιάζει αν θα βραχούν. Εκείνους που ονειρεύονται, χωρίς να χρειάζεται να κλείσουν τα μάτια. Εκείνους που όταν θέλουν κάτι, επιμένουν πως γίνεται. Εκείνους που όταν χαμογελούν, λάμπουν τα μάτια τους. Εκείνους που περπατούν προς τα πίσω μόνο για να πάρουν φόρα. Εκείνους που φτιάχνουν σχέδια στην άμμο κι όταν τα χαλάει το κύμα χαμογελούν, γιατί εκείνοι βλέπουν το σχήμα τους ν’ αλλάζει, όχι να χαλάει.


* Ν’ αγαπάς εκείνους που χαμογελούν λίγο παραπάνω. Εκείνους που γίνονται φίλοι με τον ήλιο και φωτίζουν τις μέρες σου. Εκείνους που πιστεύουν πως ο κόσμος μπορεί να γίνει καλύτερος. Εκείνους που ξέρουν πως η ζωή είναι πρεμιέρα, χωρίς πρόβες και δίνουν καθημερινά τον καλύτερο εαυτό τους. Εκείνους που αν τους ρωτήσεις αν είναι ευτυχισμένοι θα απαντήσουν ναι χωρίς δισταγμό. Εκείνους που δεν θεωρούν την υγεία δεδομένη αλλά πολύτιμο δώρο χωρίς εγγύηση και με δυνατότητα επιστροφής. Εκείνους που φτιάχνουν ονειροπαγίδες για να φυλακίζουν τους εφιάλτες. Εκείνους που ανοίγουν διάπλατα τα χέρια για να σ’ αγκαλιάσουν. Εκείνους που βγάζουν τη γλώσσα τους στις δυσκολίες και τις κοροϊδεύουν.

Το προσδόκιμο ζωής στην Ελλάδα είναι τα 80 έτη. Υποθέτουμε πως ο άνθρωπος κοιμάται κατά μέσο όρο 8 ώρες τη μέρα, δηλαδή το 1/3 της κάθε ημέρας. Στα 80 χρόνια λοιπόν που ζει, τα 26 κοιμάται και μένουν άλλα 54. Για 40 χρόνια πρέπει θεωρητικά να δουλεύει περίπου, 8 ώρες την ημέρα, άλλο 1/3 λοιπόν, πράγμα που μεταφράζεται σε 13 χρόνια δουλειάς. 39 χρόνια λοιπόν από τη ζωή μας κατά μέσο όρο τα περνάμε δουλεύοντας και για να κοιμηθούμε. Ούτε πολλή, ούτε λίγη, μα παραλίγο η μισή μας ζωή.
Ο χρόνος που μένει δεν είναι απεριόριστος μα ούτε και αμελητέος. Για κάποιους είναι τρομακτικός. Για κάποιους άλλους απλά σημαντικός. Αυτοί οι άλλοι τον απολαμβάνουν, τον σέβονται, του χαμογελούν, του κλείνουν το μάτι και τον εκμεταλλεύονται. Αυτούς ν’ αγαπάς.

Κατερίνα Ανδρεοπούλου
mindthetrap.gr 


http://www.awakengr.com/n-agapas-tous-fotinous-anthropous/#ixzz4D2zEr7wk

Τρίτη 28 Ιουνίου 2016

Από την παρουσίαση των ΣΗΜΑΔΕΜΕΝΩΝ

Επίμετρο

Η αγάπη είναι
το μόνο ναρκωτικό
που κάνει καλό.
Σ' αυτό να αφεθείτε.
Ε. Κ.

Κυριακή 26 Ιουνίου 2016




Ξένος κήπος
Φύτεψα τ' αμπέλι μου και περίμενα.
Είδα τα πρώτο φύλλο λίγο μετά τις ψύχρες του χειμώνα
τον βλαστό να τανίζεται ίσαμε την πορτοκαλιά
το δάκρυ του κλαδεμένου κορμού να διαπερνάει το χώμα
και περίμενα.
Φούντωσε
ξαπλώθηκε
περίσσεψε.
Εγώ περίμενα
να ροδίσει το περίγλυκο τσαμπί
να δροσίσει το ζέον στόμα
γιατί τόχα φυτέψει και τόχα ποτίσει
γιατί τόχα κλαδέψει και τόχα καμαρώσει
γιατί παινεύτηκα την ομορφάδα του σαν κορφολόγησα
γιατί του μίλησα,  το χάιδεψα
αραίωσα τα φύλλα του για να λιαστεί
και να θραφεί σταφύλι.
Κι όλο περίμενα.

Σε ξένο κηπο φύτεψες, είπε.

Κι ας περίμενα.
Ε.Κ.


Αντώνης Μπουντούρης: ΣΥΣΤΗΜΕΝΟ ΓΡΑΜΜΑ


Η θύελλα που έρχεται λέγεται ανημπόρια
και συλλαβίζεται αργά δίχως παραφωνίες
Η θύελλα που έρχεται θα πολιτογραφηθεί σα
νέα ποίηση που τις ιδέες της θ’αντλεί
απ’τους σφαγμένους βολβούς των οφθαλμών μας
Χωρίς ν’αναγνωρίζει υποσχέσεις και συχώρια.
Σκαμμένα σπλάχνα μάτια μου
όλα τα βλέμματά σου…
Ο χρόνος μας τινάζεται σαν ύστερη κραυγή
Και μας εγκαταλείπει.
Μελαγχολική η μέρα προμηνύεται
με υποσχέσεις που δεν επιθυμούν να κρατηθούν.

Και λόγια, πολλά κι επικίνδυνα λόγια... Βαρέθηκα.



Σάββατο 18 Ιουνίου 2016



Η σιωπηλή διάκριση του κόσμου

Απαλά ας το πιάσω...
Κοσμικά.
Το ξεκοιλιασμένο κενό του κόσμου
και το μηδέν που εκτείνεται
μέσα μου
με θαλπωρή ας  κρατήσω
Όχι κροτίδες
όχι ταμπούρλα
όχι υπνωτικά βότανα
όχι υφάλμυρη υγρασία.
Ε.Κ.

Τὸ παραμύθι ἑνὸς ραγισμένου ἔρωτα

Μενέλαος Λουντέμης 

(Απόσπασμα)

Ποιός μου χτυπᾷ τὸ τζάμι;
Μὴ μοῦ χτυπᾶτε.
Δὲν εἶμαι ῾δῶ.
Ἐδῶ κατοικεῖ ἡ Μοναξιὰ
μὲ μόνιμη νοικάρισσα τὴν Πλήξη.
Μὴ μοῦ χτυπᾶτε λοιπὸν τὸ τζάμι.
Μάταια χτυπᾶτε.
Ἐγὼ δὲ μπορῶ ν᾿ ἀνοίξω.
Δὲ μπορῶ νὰ συρτῶ
οὔτ᾿ ὡς τὴ πόρτα τοῦ σπιτιοῦ μου,
οὔτ᾿ ὡς τὴ πόρτα τοῦ ἄλλου κόσμου.
Μὴ μοῦ χτυπᾶτε λοιπὸν τὸ τζάμι.
Δὲν εἶμαι ῾δῶ.
Ἐδῶ εἶν᾿ ἕνα ξερὸ ἔντομο
σ᾿ ἕνα κόσμο, -φέρετρο-
ὅπου ἀπαγορεύεται -μὲ κίνδυνο ἀνάστασης-
ἀκόμη κι ὁ θάνατός σου!
Μὴ μοῦ χτυπᾶτε λοιπὸν τὸ τζάμι.
Κάνετε λάθος.
Λάθος στὸ σπίτι.
Λάθος στὴν πόρτα.
Λάθος στὸν αἰῶνα.
Λάθος. Λάθος. Λάθος!
Γι᾿ αὐτὸ πάψτε.
Πάψτε -γιὰ τὸ Θεό- νὰ μοῦ χτυπᾶτε!
Σᾶς τὸ ξαναλέω- μή!
Ἐδῶ δὲ κατοικῶ ἐγώ.
Ἐδῶ κατοικεῖ μία αἱμοβόρα
κι ἀκροβάτισσα ἀράχνη,
ποὺ πρὶν λίγο ἔφαγε μία πεταλούδα.
Μιὰ χρυσή, λεπτὴ πεταλούδα,
ποὺ -ἀλίμονο- εἶχε τ᾿ ὄνομά μου!
Ἄρα δὲν εἶχα ἀγαπηθεῖ, αὐτὸ ἦταν ὅλο
Ἴσως ἀνόητα ὑποδύθηκα τὸ ρόλο
Γελωτοποιοῦ πολὺ μετρίας κλάσης
Λησμονημένος σὲ μιὰν ἄχρηστη ἀποθήκη
Ἠλίθιος κοῦκλος μὲ σπασμένη μύτη


Τετάρτη 15 Ιουνίου 2016


Η γλύκα των πάντων

Η γλύκα που έχει το μέλι
η γλύκα της συντροφιάς
η γλύκα της φιλίας
του καναρινιού που κελαηδάει
του ιδρώτα μετά από δουλειά
των ματιών πριν τον έρωτα
του γρέγου και του πουνέντε
του ήχου που κάνει ο σπόρος που σκάει
η βρύση που στάζει πάνω στο μάρμαρο
το τρίξιμο της καρέκλας
το γουργούρισμα των περιστεριών
το τραγούδι των γεναριάτικων γάτων στα χωράφια
η μέλισσα πάνω στη ρίγανη
τα χρώματα της πεταλούδας
του καταρράχτη το νερό
το τρίξιμο του παράθυρου
και της πόρτας του μπάνιου
του συρταριού το σύρσιμο
το σαπούνι στα χέρια
το παγωτό
το τραγούδι χωρίς πρόσωπο καθώς περνάς έξω από ένα σπίτι
η ακινησία των προσώπων στα κάδρα
η αγάπη της μάνας για το παιδί
η μυρωδιά του πρωινού καφέ
το ξύπνημα ύστερα από ευχάριστο όνειρο
ο ύπνος μετά τον έρωτα
η προσγείωση του αεροπλάνου
η εκσπερμάτιση
οι λέξεις του Καζαντζάκη
οι λέξεις
το δώρο της ζωής
ο Βούδας
ο Χριστός
ο Γκάντι
ο Τσε Γκεβάρα
ο Άρης Βελουχιώτης
η γιόγκα
το τρέξιμο
το πλέξιμο
οι εξομολογήσεις των φίλων
η θέα από τις Λεύκες
τα σπίτια των φίλων που σε ταΐζουν
ακόμα κι αν δεν έχουν να φάνε
η ντομάτα
το σκόρδο
το κρινάκι και το διοσμαρί
η μουσική και το Σύμπαν
τα ρόδα, τα φρύγανα και το στάρι
το χώμα, το χρώμα της ερήμου.

Ένα πουλί που χτυπάει στο τζάμι και ζαλίζεται.

Ε.Κ.














Δευτέρα 13 Ιουνίου 2016


Λίγο Μελάνι...

(απόσπασμα) 
Λίγο μελάνι καὶ χαρτὶ καὶ λίγοι πάλι στίχοι
εἶναι τὸ μόνο δῶρο μου ὁποὺ θὰ σοῦ χαρίσω...
Καλὰ ποὺ μοῦ ῾δωσε κι αὐτοὺς ἡ ἀκριβή μου τύχη,
γιατὶ ἀλλιῶς δὲ θά ῾ξερα πῶς νὰ σὲ χαιρετήσω.

Γεώργιος Σουρής


Παρασκευή 10 Ιουνίου 2016


Μπέρτολτ Μπρεχτ, Αδυναμίες


Εσύ δεν είχες καμιά.
Εγώ είχα μια.
Αγαπούσα.

Γιάννης Ρίτσος, Η απόγνωση της Πηνελόπης


Δεν είτανε πως δεν τον γνώρισε στο φως της παραστιάς· δεν είταν
τα κουρέλια του επαίτη, η μεταμφίεση,  όχι· καθαρά σημάδια:
η ουλή στο γόνατό του, η ρώμη, η πονηριά στο μάτι. Τρομαγμένη,
ακουμπώντας τη ράχη της στον τοίχο, μια δικαιολογία ζητούσε,
μια προθεσμία ακόμη λίγου χρόνου, να μην απαντήσει,
να μην προδοθεί. Γι’ αυτόν, λοιπόν, είχε ξοδέψει είκοσι χρόνια,
είκοσι χρόνια αναμονής και ονείρων, για τούτον τον άθλιο,
τον αιματόβρεχτο ασπρογένη; Ρίχτηκε άφωνη σε μια καρέκλα,
κοίταξε αργά τους σκοτωμένους μνηστήρες, στο πάτωμα, 
σα να κοιτούσε
νεκρές τις ίδιες της επιθυμίες. Και: «καλωσόρισες», του είπε,
ακούγοντας ξένη, μακρινή, τη φωνή της. Στη γωνιά, ο αργαλειός της
γέμιζε το ταβάνι με καγκελωτές σκιές· κι όσα πουλιά είχε υφάνει
με κόκκινες λαμπρές κλωστές σε πράσινα φυλλώματα, αίφνης,
τούτη τη νύχτα της επιστροφής, γυρίσαν στο σταχτί και μαύρο
χαμοπετώντας στον επίπεδο ουρανό της τελευταίας της 
 καρτερίας.

Μιχάλης Κατσαρός, Θα Σας Αφήσω


Θα σας αφήσω όλους σας να ωρύεσθε
ή ν’ ακουμπάτε ήρεμοι το κεφάλι σας στο
παράθυρο –
θα σας αφήσω να πιέζεστε στα σκαλιά
κι άξαφνα κει να μαρμαρώνετε
ανίδεοι για τις πράξεις σας –
θα σας αφήσω να τρέχετε.
Εγώ ανάμεσα σε ξερά δέντρα και τάφους
με τη σημαία μου ένα κουρέλι
με άνεμο και χωρίς άνεμο
ανάμεσα στο αβέβαιο πλήθος σας
θα περιφέρομαι μόνος –
ένας φλογερός πρίγκηπας-μάγος.

Η ώρα πλησίασε. Θα γκρεμιστούν οι ναοί.
Δεν υπάρχει φωτιά στην καρδιά σας.

Εγώ
ένδοξος
γράφω
σ’ όλα τα όνειρά σας:
Ελευθερία

Ευτυχία Κοσμαδοπούλου, Δώσε ρεύμα


Αυτό ήτανε, λοιπόν. 
Ψήφος δαγκωτή
στην έρημο
κι είναι περήφανη γι' αυτό.
Δυο σκυλιά
μονάχα αλυχτούν στην πόρτα της
κι είναι περήφανη γι' αυτό.
Το ασήκωτο φορτίο
που σήκωνε στους ώμους
ένα πρωί 
το έβαλε κάτω  και το έφαγε
στην αρχή μια μικρή δυσπεψία 
τώρα το έχει χωνέψει 
και το άφησε πίσω της
κάπου διαλύεται στα χωράφια
κι είναι περήφανη και γι' αυτό.