Σάββατο 16 Ιανουαρίου 2016

"Τανγκό μες στον καθρέφτη"
- Μα πώς τα προλαβαίνετε, τόσα;
- Δεν μπορείς να φανταστείς, νεαρέ, πόσα βρίσκεις να κάνεις όταν δεν έχεις πια έρωτα,  αποκρίθηκε.
Μάρω Βαμβουνάκη


 

Παρασκευή 15 Ιανουαρίου 2016


Μέλισσες και πεταλούδες πάνω στη ρίγανη

Μέλισσες και πεταλούδες στο κρεβάτι σου
ζάχαρη μαζί κι αλάτι το γινάτι σου
μέλισσες και πεταλούδες λόγια εφήμερα
ρίγανη τ' άδεια σεντόνια μύριζαν σήμερα.

Πόσο με εμπνέει ακόμα αυτός ο τίτλος...




Πέμπτη 14 Ιανουαρίου 2016




           Ανδρέα Κάλβου, «Εις Μούσας»

κζ΄
Ήλθετε,ω Μούσαι, ακούω,
και χαίρουσα πετάει,
πετά η ψυχή μου, ακούω
των λυρών τα προοίμια,
ακούω τους ύμνους.


[πηγή: Μ.Γ. Μερακλής, Ανδρέα Κάλβου, Ωδαί (1-20). Ερμηνευτική έκδοση, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Αθήνα χ.χ., σ. 79-88]      

 
Η Μούσα και ο ποιητής
Πέρα από την επίκληση της Μούσας, τα δύο προοίμια προϋποθέτουν έναν αοιδό, που είναι σε θέση: να εξονομάσει και να αξιολογήσει προκαταβολικά το θέμα του έπους του σε ελάχιστους στίχους· να φανταστεί τα κεφάλαιά του· να ορίσει την αρχή του και το τέλος του. Με τους όρους αυτούς, η Μούσα καλείται να υπαγορεύσει στον επικό ποιητή ό,τι στην πραγματικότητα της υπαγορεύει ο ίδιος. Πρόκειται επομένως για αμοιβαία υπαγόρευση της Μούσας στον ποιητή και του ποιητή στη Μούσα. Έτσι όμως η αφηγηματική επικυριαρχία της Μούσας μειώνεται. Τούτο σημαίνει ότι κάτω από την ομολογημένη γνώση των Μουσών και τη φαινομενική άγνοια του αοιδού (τυπικό σχήμα, κληροδοτημένο από την προηγούμενη επική παράδοση) υπόκειται ένας γνωστός στο ακροατήριο μύθος. Από τη μυθολογική αυτή αποθήκη αντλούν τόσο η Μούσα όσο και ο ποιητής, ανταλλάσσοντας τη γνώση τους.
Όσο για την έμπνευση και τη διδαχή που παρέχουν οι Μούσες στον αοιδό, φαίνεται να παραπέμπουν σε παραδοσιακές αρχές της ποίησης, που κυριαρχούν εφεξής στην ελληνική αρχαιότητα και επιβιώνουν έως τις μέρες μας ως κοινοί πλέον τόποι. Στον Ησίοδο μάλιστα συνδυάζονται με τη θεοφάνεια των Μουσών, την οποία καταθέτει ο ποιητής σε τριτοπρόσωπη αφήγηση ως προσωπική εμπειρία του, που μπορεί να ερμηνευθεί και ως αποκάλυψη (Θεογονία 22-35).
 
«Ποιμένες ἄγραυλοι, κάκ᾽ ἐλέγχεα, γαστέρες οἶον,
ἴδμεν ψεύδεα πολλὰ λέγειν ἐτύμοισιν ὁμοῖα,
ἴδμεν δ᾽, εὖτ᾽ ἐθέλωμεν, ἀληθέα γηρύσασθαι.
ὣς ἔφασαν κοῦραι μεγάλου Διὸς ἀρτιέπειαι·
καί μοι σκῆπτρον ἔδον, δάφνης ἐριθηλέος ὄζον
δρέψασαι θηητόν· ἐνέπνευσαν δέ μοι αὐδὴν
θέσπιν, ἵνα κλείοιμι τά τ᾽ ἐσσόμενα πρό τ᾽ ἐόντα,
καί με κέλονθ᾽ ὑμνεῖν μακάρων γένος αἰὲν ἐόντων,
σφᾶς δ᾽ αὐτὰς πρῶτόν τε καὶ ὕστατον αἰὲν ἀείδειν.
ἀλλὰ τίη μοι ταῦτα περὶ δρῦν ἢ περὶ πέτρην;»
 
 «Βοσκοί αγροίκοι, μίζεροι και λιμασμένοι,
ξέρουμε εμείς και λέμε ψεύδη, σάμπως αληθινά,
ξέρουμε όμως, όταν θέμε, να μιλούμε και την καθαρήν αλήθεια.
Έτσι μου μίλησαν κι αποτελειώνοντας τον άρτιο λόγο τους,
οι κόρες του μεγάλου Δία, μου προσφέρουν σκήπτρο, να κόψω
θαυμαστό κλαδί μιας δάφνης θαλερής,
και μου ενέπνευσαν θεϊκή φωνή·
να ψάλλω όλα που έγιναν κι όσα θα γίνουν,
προστάζοντας να υμνώ το γένος των μακάρων, των αιωνίων θεών,
όμως αρχή και τέλος να τραγουδώ εκείνες -
αλλά τι κάθομαι κι ανιστορώ πράγματα περιττά,
για δέντρα και για βράχια;»
(μετάφραση Δ. Ν. Μαρωνίτης)

                                      
Τελικώς η σχέση Μούσας-ραψωδού δεν είναι, όσο φαίνεται σε πρώτη ματιά, ετεροβαρής, με τη Μούσα να έχει, συνεχώς και επιδεικτικά, το πάνω χέρι. Μάλλον πρόκειται για συνεργατική σχέση, προς όφελος της μουσικής ποίησης. Η Μούσα στην προκειμένη περίπτωση αποτελεί τον θεολογικό συντελεστή της· ο ποιητής τον ανθρώπινο. Οι δύο συντελεστές συνάπτονται μεταξύ τους με αμοιβαία συμπάθεια, που παίρνει τη μορφή επίκλησης και ανταπόκρισης: η Μούσα επιλέγει τον ευνοούμενό της αοιδό και του προσφέρει τη μουσική δωρεά της· ο αοιδός υποδέχεται τον χαρισμένο αυτό ρόλο, εκτελώντας κατά κανόνα με έμπνευση και συνέπεια την αποστολή του. Από την άποψη αυτή ο ραψωδός διαμεσολαβεί, για να κυκλοφορήσει γύρω του η μουσική ποίηση. Η διαμεσολάβησή του όμως αυτή είναι αμφίδρομη: ό,τι παίρνει από τις Μούσες, το καλλιεργεί· μετασχηματίζει την ποίηση σε ποίημα, που το προσφέρει στους ακροατές του, ενώ συγχρόνως το επιστρέφει στη Μούσα του.
Δ. Ν. Μαρωνίτης
Μικρό ευγνωμοσύνης αφιέρωμα
 
 

 

Τετάρτη 13 Ιανουαρίου 2016

Είναι καιρός να αρχίσεις...
Κάνεις λογαριασμούς,
πληρωμές,
αγοράζεις καπνό,
βάζεις βενζίνη,
βρίζεις αυτούς που προσπερνάνε με ταχύτητα,
καταριέσαι αυτούς που εκτελούν αθώους,
καις το φαγητό,
τσακώνεσαι με το φίλο σου,
ξεσκονίζεις,
κάνεις οικονομία στο ρεύμα,
ρεύεσαι αντί να ρεμβάζεις
το φεγγάρι
που σαν ξαπλωμένη βαρκούλα
φωτίζει
τη σκοτεινή γαλήνη
του ουρανού.
... Να κοιτάς ψηλότερα...




Τρίτη 12 Ιανουαρίου 2016

Οι ηλιόπετρες φτιάχνονται σιγά - σιγά
Χρόνια έξω από την πόρτα σου. Θα μπορούσες να με πεις ζητιάνο. Θα το δεχόμουν. Ξεκοίλιαζα το χρόνο μέχρι το σβήσιμο του ήλιου στον κοιμισμένο ορίζοντα. Ποιο τραγούδι έλεγα περιμένονας να ξεκουρδιστεί ο πόθος μου για σένα; Αλήθεια, ποιο τραγούδι έλεγα; Τώρα αγαπώ τους γλάρους που πετούν έξω από το παράθυρό μου, θαλασσινά πουλιά χωρίς συναίσθημα. Κι εγώ, αχ, εγώ, ξενάκι αποδιαλούδι, στην καρδιά του Κόσμου.
Ξεστοχασιές μακρινού Γενάρη

Δευτέρα 11 Ιανουαρίου 2016


Οι γυναίκες με τ' αλογίσια μάτια (1958)
Απόσπασμα:

A, ναι, με τούτο το μικρό κλειδί κει πάνω στο κομοδίνο
τα κορίτσια κλειδώνουν κάθε βράδυ τις εισπράξεις και
τη μνήμη τους
για να μπορούν να ζουν.
Kαι μόνο εκείνη η γυναίκα, θάρθει η αναπότρεπτη ώρα,
μια νύχτα, που θα νιώσει με τρόμο ξαφνικά,
πως στέρησε τον εαυτό της απ' την πιο βαθειά, την πιο μεγάλη ερωτική πράξη
μην αφήνοντας έναν άντρα να κλάψει στα πόδια της.
Τάσος Λειβαδίτης

Νέα από τα κορίτσια
Το πόνημα βαδίζει με τρεχαλητό αλόγου σε καλό καιρό και πράσινο λιβάδι. Τρέχει ανεξέλεγκτα, καθώς εχω αφήσει τα γκέμια. Δεν φοβάμαι. Αντίθετα, με ανακουφίζει το τρεχαλητό του. Το αεράκι του καλπασμού με δροσίζει. Ο ρυθμός της πλαταγής του με συντροφεύει σαν μουσική. Δεν βιάζομαι. Ο χρόνος μπροστά μου απλώνεται μέρα με τη μέρα κι εγώ τα περιμένω όλα ήσυχη. Ευτυχισμένη μέχρι τον πυρήνα.
Το Μέλι Της Δημιουργίας Είχε Βασικό Στόχο Την Ιερογραφία

Κυριακή 10 Ιανουαρίου 2016

Όταν ἀναγκαῖον ἐστίν, ἔξεστιν αφαίρεση
Δεν μπορούσα να αφαιρέσω τον κόσμο.
Αλλά μπορούσα να αφαιρέσω τον εαυτό μου από τον κόσμο.
                                                      Γιώργος Δουατζής
(από την υπό έκδοση συλλογή «Το κόκκινο κασκόλ»)

Κατοίκησα σε έρημο τόπο.  Μου φτάνει, είπα, των γλάρων η συντροφιά που αγαπούν να πετούν έξω από το παράθυρο μου. Μου φτάνει, είπα. Φτάνει.
Φτάνει, είπα, χωρίς να υπολογίσω πως "όταν ο άνθρωπος σκέφτεται, ο Θεός γελάει. Κι όταν ο άνθρωπος κάνει σχέδια, ο Θεός ξεκαρδίζεται στα γέλια". Οι σοφοί κάτι ήξεραν. Εγώ δεν  ήξερα. Ούτε καν υποψιάστηκα. Επειδή, με τον καιρό, είχα συνηθίσει να κουβαλάω το σάκο με τις πέτρες της ζωής μου στην πλάτη.  Κι ενώ αμέριμνα βάδιζα με  κρυφή χαρά, νομίζοντας (τόσο ανόητα!) πως είχα καταφέρει να δραπετεύσω από τον κόσμο για να κρυφτώ στο τέλος της ερήμου,  -αχ, πώς με ξεγέλασε το γνώριμο βάρος της μοναδικής μου αποσκευής!- δεν πήρα είδηση πως το σακί μου είχε τρυπήσει. Και πως σ' όλόκληρο το μήκος του δρόμου, οι κόκκινες πέτρες μου, σημάδευαν την πορεία.
Και να 'μαι τώρα. Το πλήθος είναι πάλι εδώ... Ξαναμαζεύτηκε. Πάνω μου οι γλάροι και κάτω το πλήθος.
Και μέσα μου μια παραπάνω κούραση: Του άσκοπου δρόμου.
Το ματαιωμένο μέλι