Ήρθε από το Πακιστάν στα 37 του για να βρει τον Παράδεισο στην Ελλάδα. Για να μην τον πιάσουν περπάτησε μερόνυχτα κι εντέλει έφτασε Αθήνα. Κάποιος τον πληροφόρησε πως λίγο πιο έξω από την Αθήνα θα είναι καλύτερα, κινδύνευε να τον πιάσουν έτσι κι αλλιώς αφού δεν είχε χαρτιά.
Στην πατρίδα του βέβαια είχε όνομα. Και γυναίκα και δύο κορίτσια. Κι αυτά είχαν ονόματα. Μου τα είπε, δεν τα θυμάμαι.
Κάπως έφτασε εδώ στη γειτονιά. Μια μέρα, μέσα σε ένα μίνι μαρκετ ρώτησα αν υπάρχει κάποιος για να με βοηθάει σε μερικές βαριές δουλειές. Ήρθαν στο κάλεσμα δύο. Ο ένας ήταν ο Abbas. Έμενε σε ενοίκιο, είχε πιασμένο ένα δωμάτιο στη γειτονιά, ο σπιτονοικοκύρης τού έπαιρνε ένα πενηντάρικο το μήνα. Αλλά του φερόταν καλά και ο Abbas τον συμπαθούσε.
Έπιασε δουλειά σαν βοσκός. Στον ιδιοκτήτη των 6 προβάτων και 4 κατσικιών, τον σύστησε ο ξάδερφός του Shamir, όταν αυτός βαρέθηκε τη βοσκή και το έσκασε για Ιταλία. Ο ιδιοκτήτης τον πλήρωνε με τον κατώτατο μισθό και ένα μπουκάλι γάλα την ημέρα αλλά τα πρόβατα έπρεπε να βόσκουν και πρωί και απόγευμα, συν όλες τις εσωτερικές δουλειές που έπερεπε να γίνουν. Καθάρισμα παχνιού, κοπριές, σκάψιμο κήπου λαχανικών, άρμεγμα, μάζεμα των ζώων, κούρεμα και δεν ξέρω τι άλλο. Ο Abbas πήγαινε στη δουλειά το πρωί έκανε διάλλειμμα το μεσημέρι δυο ώρες και ξαναπήγαινε το απόγευμα ίσαμε τις εφτά αν και ήταν φορές που τον έπαιρνε και μετά τις εφτά, ανάλογα αν είχε τελειώσει ή όχι.
Γνώρισα λίγο καλύτερα τον Αμπάς όταν βρήκαμε 6 πρόβατα να γυρίζουν στη γειτονιά αδέσποτα, ακούρευτα μέσα στο κατακαλόκαιρο, να τρώνε τα κλαδιά από τις ελιές του δρόμου και να ψάχνουν νεράκι στα στεγνά αμπελοχώραφα. Από κάπου είχαν φύγει; Κάποιος τα είχε αμολήσει μπας και ζήσουνε; Για μέρες τα βλέπαμε που γυρνούσαν. Κλαδιά κι αγκάθια είχαν μπλεχτεί στις γούνες τους. Τους έβαλα νερό σε λεκάνες στη μέση του δρόμου. Ήρθαν διψασμένα και παρότι αγριεμένα από τη δίψα, δε με φοβήθηκαν. Ήπιαν σχεδόν από το χέρι μου. Ξεδίψασαν. Τότε σκέφτηκα να ειδοποιήσω το αφεντικό του Αμπάς να μαζέψει τα καημένα από τα χωράφια. Το αφεντικό κατέφτασε αμέσως μαζί με τον Αμπάς. Τα είδαν, συμφώνησαν να τα πάρουν. Τα πρόβατα όμως δεν πλησίαζαν πια. Ούτε εμένα ούτε τους άλλους. Καταφέραμε οι τρεις μας να τα στριμώξαμε στην αυλή ενός εγκαταλελειμμένου σπιτιού. Εγώ φύλαγα στη μια μεριά μην ξεφύγουν, το αφεντικό του Αμπάς στην άλλη και ο Αμπάς τα τσάκωνε, τα σήκωνε ένα ένα αγκαλιά και τα φόρτωνε στο βαν φορτηγό. Τα πιάσαμε τα αδέσποτα με πολύ κόπο. Ο Αμπάς χαμογελούσε και ίδρωνε. Έμαθα μετά ότι τα κούρεψαν, τα περιποιήθηκαν και ότι τα αγόρασαν τελικά από τον ιδιοκτήτη που μέχρι τότε ήταν εξαφανισμένος.
Τη μέρα που μου έφεραν στο σπίτι τα πλακάκια για το δώμα που μένω τώρα, ζήτησα από τον Αμπάς να έρθει να μου τα ανεβάσει επάνω. Ήρθε πρόθυμα, κουβάλησε στο μεσημεριανό διάλειμμά του πάνω από 70 κουτιά με βαριά πλακάκια, σε μια σκάλα στριφτή, στενή και σιδερένια. Του πρότεινα ένα 20ρικο.
-Δεν θέλω λεφτά, μου λέει. Μόνο φαγητό.
Έλιωσα. Του εξήγησα πως άλλο το φαγητό άλλο η δουλειά. Το πήρε με το ζόρι. Τού έβαλα και κάτι λίγο από ό, τι είχα μαγειρέψει εκείνη τη μέρα.
Από εκεί και μετά όποτε είχα φαγητό τον έπαιρνα τηλέφωνο. Πολλές φορές κρεμούσα τη σακούλα με τα τάπερ στην εξώπορτα και τα έπαιρνε πηγαίνοντας σπίτι με το ποδήλατό του. Ύστερα έπλενε τα τάπερ και τα ξανακρεμούσε στην εξώπορτα. Μια μέρα ήρθε να κάνουμε μια αίτηση για να βγάλει χαρτιά. Μου μίλησε για τη γυναίκα για τα κοριτσάκια του, 8 και 6 χρονών, τη φτιάξαμε την αίτηση.
-Θα γίνει κάτι με τα χαρτιά;
-Δύσκολο, Αμπάς. Αλλά ας προσπαθήσουμε, είπα, γνωρίζοντας ότι δεν υπάρχει ελπίδα.
Ένα μεσημέρι που ήξερα ότι κοντεύει η ώρα του να σχολάσει, του τηλεφώνησα πως έχω φαγητό.
-Θα περάσω, μου είπε, αλλά λίγο αργά. Άφησα το φαγητό στην εξώπορτα, κρεμασμένο. Βγήκα αργά τη νύχτα και η σακούλα με τα τάπερ ήταν ακόμα εκεί. Τα μάζεψα. Την άλλη μέρα του τηλεφώνησα, δεν απάντησε. Την επόμενη επίσης, πολλές φορές. Ανησύχησα. Πήγα στο αφεντικό του.
-Πού είναι ο Αμπάς; ρώτησα.
-Ο Αμπάς έφυγε για Ιταλία, πήρα απάντηση. Ούτε ξέρουμε κάτι.
Φοβήθηκα μην έπαθε τίποτα. Έστελνα συνέχεια μηνύματα στο κινητό του, να δω τουλάχιστον πως είναι καλά και είναι ζωντανός. Κι αν δεν ήταν; Αν κάτι του είχε συμβεί; Ποιος θα τον έψαχνε αυτόν τον άνθρωπο που ήταν "ανύπαρκτος", εδώ σε ένα ξένο μέρος; Πέρασε μήνας. Ώσπου μια μέρα ο Αμπάς απάντησε. Ήταν καλά, πηγαίνοντας για Ιταλία να βρει τον ξάδερφό του τον έπιασαν και τον φυλάκισαν, τον ξαναγύρισαν Πακιστάν και εκείνος ξαναξεκίνησε και έφτασε τελικά Ιταλία, είναι καλά. Ησύχασα. Από τότε μιλάγαμε που και που με μηνύματα.
Όλα τα προηγούμενα έχω το λόγο μου που τα ανέφερα. Διότι χτες έλαβα ένα μήνυμα από τον Αμπάς. Αφού με ρώτησε τι κάνω κι εγώ τον ρώτησα τι κάνει, μου είπε αυτό:
-Εγώ τώρα δουλεύω καλά. Παίρνω καλά λεφτά. Όποτε και αν χρειάζεσαι χρήματα μπορώ να σε βοηθήσω.
Μου ήρθαν κλάματα.