Ξυπνάς με ένα τραγούδι και είναι αυτό. Παίζεις περίεργο παιχνίδι...
Χμ...
Οι δημιουργοί λένε ότι όταν μια ιδέα που σου έρχεται επιμένει, έρχεται και ξανάρχεται, πρέπει πραγματικά να ασχοληθείς μαζί της. Όταν μια ιδέα σου τριβελίζει το μυαλό, ζουζουνίζει σα μέλισσα συνέχεια στα αυτιά σου, αυτό, κάτι σημαίνει, αυτό, κάτι θέλει να σου πει.
Αν είναι καλή η ιδέα, την δέχεσαι πιο εύκολα. Αν είναι κακή, προσπαθείς να τη διώξεις. Μα αυτή ξανάρχεται. Εξάλλου αυτή είναι η δουλειά της.
Ο Σταμάτης χτες εδώ, με την τσιριχτή φωνή του να μιλάει συνέχεια, για θέματα που δεν με ενδιαφέρουν, έβλεπα ένα σήριαλ χτες την ώρα που ήρθε. Δυνάμωσα λίγο τη φωνή της τηλεόρασης και εκείνος δυνάμωσε τη δική του, σκέπασε τον ήχο της τηλεόρασης, για μια στιγμή ένιωθα δύο ήχους δυνατούς παράλληλους και ενοχλητικούς στα αυτιά μου, ένα μαρτύριο. Κάποιον από τους δύο έπρεπε να χαμηλώσω.
Ο Αντώνης τηλέφωνο. Αναγκάστηκα να αναβάλλω τη δουλειά που κάνουμε γιατί η ενόχλησή μου από τη φωνή του Σταμάτη (κατά τα άλλα ένας υπέροχος άνθρωπος) με είχε τσιτώσει τόσο, που δεν μπορούσα να είμαι καν ευγενική. Ύστερα ο Δημήτρης τηλέφωνο. Ευτυχισμένος με το καινούργιο τάμπλετ. Προβληματισμένος με την συγκατοίκηση που θέλει με τη Βίκυ και δεν του βγαίνει. Αποχαιρέτα τα σήριαλ που χάνεις...
Το πρόγραμμά μου μοιάζει να είναι γεμάτο; Σαχλαμάρες, θα πεις! Ζεις μόνη, δεν είσαι αναγκασμένη ούτε να καθαρίσεις, ούτε να μαγειρέψεις, ούτε έχεις καμιά σχέση που σου ζητάει όλη την ώρα να βγεις και να σου ροκανίζει το χρόνο.
Κι όμως! Αποζητώ ήσυχες μέρες, μέρες που να ξυπνώ το πρωί και να λέω: όλη η μέρα δική μου, σήμερα.
Έχω χαρίσει τόσες πολλές από τις μέρες της ζωής μου σε άλλους! Θέλω δικές μου τώρα. Έχω πολλές ανοησίες ακόμα να κάνω με τον εαυτό μου και, με αυτό το πρόγραμμα που παίζει, δεν τις προλαβαίνω!
Την επιμέλεια στα διηγήματα ποιος θα μου την κάνει, αν όλα τα άλλα με αποσπούν;
Το σενάριο για τις ΣΗΜΑΔΕΜΕΝΕΣ ποιος θα το φτιάξει αν όχι εγώ;
Και να!
Τι όμορφα αποσπάστηκε η σκέψη μου από την "ιδέα μέλισσα" που ζουζουνίζει στα αυτιά μου! Και που δεν είχναι καθόλου ευχάριστη, ομολογώ;
Ξέρεις τι κάνω; 'Οποτε φτάνω σε μονοπάτια δύσκολα, σε μονοπάτια δίμορφα, όποτε το συναίσθημα με τη λογική και την αξιοπρέπεια παλεύουν θανατηφόρα, όποτε νιώθω να μην έχω δυνάμεις πια να μαχηθώ ούτε καθαρή σκέψη να αποφασίσω, το αφήνω επάνω Του.
Ακούγεται κλισέ; Ανόητο για έναν εκ γενετής αμφισβητία σαν έμενα; Σκασίλα μου! Το αφήνω στα χέρια Του. Είναι πιο δυνατός από μένα. Είσαι πατέρας μου Του λέω. Πάρε πάνω Σου το βάρος μου που δεν αντέχω. Δες τι θα κάνεις εσύ. Αφήνομαι. Γονάτισα. Παραιτούμαι από αυτή τη μάχη. Κάνε ό, τι νομίζεις Εσύ πιο σωστό για μένα, Εσύ πιο καλό για μένα, το παιδί Σου.
Κι από όποιον παίζει "περίεργο παιχνίδι" εις βάρος μου, προστάτεψέ με.
Άθρησκη με βαθιά πίστη.
Υ.Γ. Θα είμαι πάντα το κοριτσάκι που ζητάει από τον πατέρα του να εκπληρώνει τις υποχρεώσεις.
Έχω όρεξη για μεγάλο υστερόγραφο. Ένα θυμωμένο υστερόγραφο. Γκρινιάρικο, απηυδισμένο. Με προθέσεις λιποταξίας από καταστάσεις και ανθρώπους. Των Φώτων σήμερα. Η φώτιση άμα τη αφυπνήσει. Οι σωστές κουβέντες όταν έρχεται η ώρα τους να γίνουν. Κι υστερα οι δρόμοι. Πρώτος ο πραγματικός κι ύστερα ο συναισθηματικός.
Τι μέλει γενέσθαι;
Κάτι έχει αρχίσει να τσινάει. Κι αυτό ποτέ δεν προμηνύει καλό.
Του αφαίρεσαν το στομάχι γιατί είχε καεί το μισό από το πιοτό. Ξυπνούσε το πρωί και πήγαινε στον καφενέ. Έριχνε μέσα του ένα κιλό ρετσίνα για πλάκα. Στάνιαρε, γυρνούσε σπίτι ή πήγαινε στη δουλειά του.
Τα χέρια του έτρεμαν, δουλειά δύσκολα μπορούσε να κρατήσει. Αριστερός ξέροντας γιατί. Μια χρονιά που η γιαγιά μου η Ευτυχία ήθελε να πάει να ψηφίσει Καραμανλή επειδή είχε ωραία φρύδια, ο θείος τής έκρυψε το εκλογικό βιβλιάριο. Η γιαγιά έψαχνε, έψαχνε, τελικά δεν πήγε να ψηφίσει. Ο θείος μάς το έλεγε μετά και γελούσαμε.
Ο θείος με το χιούμορ. Ο θείος ο πιο ευαίσθητος. Ο θείος ο πιο βαθύς.
Μετά το κόψιμο του στομαχιού ο γιατρός του είχε πει να αρχίσει να τρώει μία κουταλιά σούπα, σιγά σιγά δύο και ούτω καθεξής μέχρι να μεγαλώσει πάλι το στομάχι. Ο θείος, μόλις το στομάχι του μεγάλωσε συνέχισε το δρομολόγιο για τον καφενέ. Αντί για σούπα, ρετσίνα.
Αλκοολικός. παλιά φοβόμουν να πω τη λέξη. Επίσης δεν μιλούσα πολύ γι' αυτόν στα παιδιά μου γιατί φοβόμουν μήπως τα επηρεάσω. Καμιά φορά η ταμπέλα που σου βάζουν λειτουργεί ως στοιχείο καθοριστικό.
Με έπαιρνε πολύ συχνά τηλέφωνο και μιλούσαμε για τους καημούς μας. Όταν ήγαινα να τον δω, πολλές φορές τον έβρισκα στο καφενείο και τον έπαιρνα σπίτι. Και δεν ντρεπόμουνα καθόλου τον αλκοολισμό του και τι θα πουν οι άλλοι, γιατί τον αγαπούσα.
Θυμάμαι ακόμα τα γέλια μου που παίξαμε ένα μαξιλαροπόλεμο όταν ήμουν μικρή. Τόσο μικρή που χοροπηδούσα ανεβασμένη στο κρεβάτι. Έξι; Εφτά;
Όταν πέθανε, πήγα να αποχαιρετήσω το κρεβάτι του. Τι να σκέφτηκα; Ότι η ψυχή του ήταν ακόμα εκεί; Δίπλα στο κομοδίνο είχε δύο βιβλία.
Ο θείος μου που διάβαζε.
Το "Να ζεις, να αγαπάς, να μαθαίνεις" και το "Λεωφορείο 9 για τον Παράδεισο".
Αυτά που εφάρμοζε και εφάρμοσε στη ζωή του ο θείος.
Ο θείος αυτός με ρώτησε να θέλω δώρο στο γάμο μου ένα σίδερο και μια σιδερώστρα. Του είπα ναι. Ποτέ δεν έλαβα ούτε σίδερο ούτε σιδερώστρα. Τον δικαιολόγησα γιατί πάντα ήταν άφραγκος. Τον αγαπούσα όμως επειδή η φτιαξιά του και κυρίως η φωνή του μου θύμιζε ανεπαίσθητα (όσο μπορεί ένα πεντάχρονο να κρατήσει μνήμη από μια φωνή) τη φωνή του πατέρα μου. Του κρατούσα και μια κακία: κάποιος μου είχε φέρει μπαλόνια και εγώ τα ανέμιζα περήφανη. Ο θείος μού τα έσκασε με την κάφτρα του τσιγάρου του και γελούσε. Δεν θυμάμαι αν έκλαψα τότε, ακόμα όμως θυμάμαι τη στενοχώρια μου και τα νεύρα που του είχα από εκεί και μετά.
Η κάφτρα του τσιγάρου του, έπαιξε τραγικό ρόλο αργότερα. Μεγαλώνοντας εκδήλωσε άνοια. Μια μέρα που ήταν κλειδωμένος σπίτι, η κάφτρα έπεσε πάνω του και ο θείος πήρε φωτιά. Τον βρήκαν καμένο μπροστά στο παράθυρο καθώς προσπαθούσε να το ανοίξει.
Ο ένας που ζούσε πιο κοντά μου ήταν τόσο περήφανος για μένα επειδή ήμουν έξυπνη και όμορφη, που ήθελε να είμαι κόρη του. Είχαμε τα ίδια μάτια, τα ίδια χρώματα. Μια μέρα ήμουνα δεν ήμουνα δώδεκα- δεκατρίω χρονώ βγήκα στο πεζοδρόμιο με σορτσάκι και μου έκανε παρατήρηση. Να μη βγαίνω με τα πόδια έξω. Μία ώρα με συμβούλευε και καλά, εγώ να τρώγωμαι και να θέλω να σταματήσει να μη μιλάει πια, σιχαίνομαι να με μαλώνουν και επιπλέον καθόλου κακό δεν έβρισκα το να φοράω σορτσάκι το καλοκαίρι- κι εκείνος με έπρηξε τόσο που ακόμα όταν φέρνω στο νου μου εκείνη τη στιγμή, με πιάνει η ίδια δυσφορία.
Με αγαπούσε πολύ ωστόσο... Στο γάμο μου εκτός από τις πετσέτες που μου έστειλε δώρο οι γυναίκα του και θεία μου, εκείνος μου έχωσε στο χέρι ένα πεντοχίλιαρο στα κρυφά. Από εκεί και πέρα ερχόταν σπίτι μας και πήγαινα κι εγώ πολλές φορές στο δικό του.
Τον είδα τελευταία φορά στο νοσοκομείο. Μια λευχαιμία τον έστειλε στα γρήγορα. Μπήκα με μάσκα. Μιλήσαμε. Ένιωθε αδύναμος. Ο βράχος μου. Ο πατέρας αντί για τον πατέρα μου.
"Άντε, φύγε, τώρα," μου είπε. "Πήγαινε... Θέλω να κοιμηθώ... Μονάχα όταν κοιμάται ξεκουράζεται ο άνθρωπος".
Λέξη λέξη αυτά είπε.
Τρόμαξα πολύ τα λόγια του. Τα θεώρησα σημαδιακά.
Την άλλη μέρα, η ξαδέρφη μας πήρε τηλέφωνο.
"Ο πατέρας μου έφυγε", είπε.
"Κοιμήθηκε", έπρεπε να της πω εγώ.
Ποτέ δεν το είπα.
Υ.Γ. Τα τσιγγανάκια μου χτυπάνε το κουδούνι .Θέλουν να πουν τα κάλαντα των Φώτων. Τα καημένα τα κάλαντα τα κατακρεουργούνε. Τα άφησα να χτυπάνε γιατί στην τσάντα μου είχα μόνο είκοσι λεπτά. Ντράπηκα να τους δώσω μόνο τόσα. Έτσι κι αλλιώς την πρωτοχρονιά τους έδωσα μπόλικα. Παρόλα αυτά, νιώθω κάπως ένοχη. Φαντάζομαι την απογοήτευσή τους που δεν άνοιγα. Δεν θέλω να στενοχωρώ κανέναν. Ούτε τα τσιγγανάκια μου.