Σσσσσςςς...
Μάλλον μεγάλωσα.
Έχω πει κι έχω ακούσει τόσα, που έρχονται φορές που με καταλαμβάνει η σιωπή. Όπως οι πολύ μεγάλοι άνθρωποι που αρχίζουν να σιωπούν όλο και περισσότερο και όλοι οι γύρω τους νομίζουν ότι οι γέροι έχουν χάσει πια τα μυαλά τους, ότι δεν μιλούν επειδή δεν καταλαβαίνουν τι συμβαίνει.
Πλάνη, σας διαβεβαιώνω.
Το είδα και στη μάνα μου. Τους τελευταίους μήνες δεν μιλούσε παρά μόνο σε μένα και ελάχιστα. Έτσι κι αλλιώς μεταξύ μας δεν χρειαζόντουσαν λέξεις για να την καταλάβω.
Στους άλλους, όμως! Τι καημό τραβούσαν οι άλλοι! Εγώ γελούσα. "Είναι στα καλά της;" ρωτούσαν. "Καταλαβαίνει;" ρωτούσαν. "Από εμένα δεν τρώει", έλεγε η αδελφή μου. "Εμένα δεν μου μιλάει", παραπονιόταν η αδελφή μου.
Η μάνα σιωπή.
Κι εμένα έρχονται φορές που η σιωπή με καταλαμβάνει. Πολλά που ακούω τα θεωρώ περιττά. Πάντα τις πιο ουσιαστικές κουβέντες προτιμούσα.
Χτες είδα ένα ντοκιμαντέρ κι έκλαψα. Οι ωκεανοί μας δηλητηριάζονται. Τόνοι πλαστικό, ακάθαρτα λύματα, σε λίγα χρόνια τίποτα δεν θα μείνει. Τα μαυροδέλφινα, λέει, έχουν αρκετά μεγάλο εγκέφαλο, άρα οι επιστήμονες πιθανολογούν ότι τα μαυροδέλφινα έχουν συναισθήματα.
Μια μάνα μαυροδέλφινο κουβαλούσε το δηλητηριασμένο νεκρό μωρό της για μέρες, όπου πήγαινε. Δεν ήθελε να το αποχωριστεί ούτε να το αφήσει πίσω από το κοπάδι.
Κι έβλεπες τη μάνα να το σκουντάει και να το σπρώχνει μαζί της, ενώ εκείνο παράπαιε άψυχο στο νερό.
Γιατί τα μαυροδέλφινα νιώθουν συναίσθημα κι ο άνθρωπος λίγο λίγο χάνει το συναίσθημά του;
Γίνεται άραγε από άμυνα αυτό; Ή απλά ο τρόπος ζωής που καλούμαστε να ζήσουμε μας μετατρέπει σε ρομπότ λίγο λίγο; Ξύπνα, φάε, δούλεψε, κοιμήσου.
Μην αγαπάς, μόνο ξύπνα, φάε, δούλεψε, κοιμήσου. Δεν αγαπάμε πια. Ζητάμε λίγη αδρεναλίνη που την προσφέρει ο τζόγος, ο έρωτας, το βιτριόλι που έλουσε μια γυναίκα την άλλη στις ειδήσεις, μια απαγωγή ανηλίκου, ένας περίεργος φόνος, αδρεναλίνη για να ξυπνάμε από τον συναισθηματικό ύπνο μας. Τι ποίηση να διαβάσει κάποιος; Βλακείες! Πού να βρεθεί και ποιος να διαθέσει χρόνο για να διαβάσει τις σαχλαμάρες των ποιητών όταν η άλλη περιλούζει με βιτριόλι την αντίζηλό της;
Έχω ένα φίλο τρομαγμένο. Ερωτεύτηκε μια γυναίκα, παράτησε την οικογένειά του γι' αυτήν. Έμεινε για λίγο μόνος ελπίζοντας ότι η άλλη γυναίκα θα συγκατοικήσει μαζί του, έξι χρόνια την περίμενε, η άλλη γυναίκα τον βασάνισε, τον απάτησε, την χώρισε, εκείνος δεν άντεξε τη μοναξιά, ξαναγύρισε στην οικογένεια, δεν άντεχε όμως πια ούτε την οικογένειά του, ξανάφυγε, ζει μόνος, ψάχνει γυναίκα, παραπαίει ανάμεσα σε πολλές γυναίκες, νιώθει άδειος, ανικανοποίητος, είναι τρομαγμένος, νιώθει ανασφαλής, καμιά και τίποτα δεν τον γεμίζει, από όλες λείπει κάτι, όλες έχουν κάτι καλό και κάτι αηδιαστικό, μπερδεύεται. Γιατί; Και τι είναι αυτό που οδηγεί σε αυτό το μπέρδεμα;
Κάθε μέρα επί μία ώρα, ο φίλος αυτός, μου μιλά στο τηλέφωνο. Θέλει λέει, να γράψω κάποτε την βιογραφία του. Τον ακούω, άλλοτε προσεκτικά και άλλοτε όχι. Του αφιερώνω πάντως, την ώρα του.
Κι ύστερα βλέπω ντοκιμαντέρ για τους ωκεανούς.