Παρασκευή 26 Ιουνίου 2020

Επαφή




Ανοίγω τα μάτια. Σκοτάδι. Κοιτάζω ρολόι: 4:35 αξημέρωτα. Λάθος συναγερμός.
Γυρίζω πλευρό. Ξαναγυρίζω. Ματαξαναγυρίζω. Άδικος κόπος. Κάθε προσπάθεια ματαιότης ματαιοτήτων.
Σηκώνομαι και φτιάχνω καφέ. Μπαίνω γραφείο. Ανοίγω υπολογιστή. Κάνα δυο μέρες τώρα ξαναδιαβάζω και διορθώνω τις "12 αποχρώσεις του κόκκινου". Αποφάσισα να επιστρέψω, του είπα. Από ότι φαίνεται, η παρέα μου θα είσαι εσύ. Μαζί θα γεράσουμε, μαζί θα γεννάμε παιδιά που θα τα αφήνουμε στα συρτάρια, όπως έλεγε κι ο συχωρεμένος Γαβριηλίδης. Έχουμε να ζήσουμε το λιγότερο 30 χρόνια ακόμα μαζί. Τριάντα ακόμα χρόνια θα γεννοβολάμε σαν τα κουνέλια εμείς οι δύο. Δεν ευδοκίμησε, βλέπεις, κανένα ζωντανό πλάσμα να πατάει το πόδι του εδώ μέσα. Οι δυο μας, λοιπόν και μου φτάνεις.
Εσύ πιο πιστός από μένα. Σε ένιωθα που μαράζωνες εδώ, στην ίδια θέση, όταν εγώ αποσκίρτησα. Συχώρα με ωστόσο. Ο έρωτας, βλέπεις. Ο έρωτας που δεν βλέπει. Ο έρωτας, αυτός ο ύπουλος τυφλός.
Για ποιο λόγο υπάρχει;
Τέλος πάντων, ξαναγύρισα και βλέπω ότι ακόμα με θες. Εμείς οι δυο έχουμε μια σπάνια οικειότητα. Μπαίνεις μέσα μου κι εγώ μέσα σου με ευκολία. Είσαι η ρίζα μου. Πώς φύτρωσες; Από πού ήρθε ο σπόρος;
Πάρε με τώρα... Ταξίδεψέ με τώρα... Πάλι... Φτιάξε κόσμους να ταξιδέψουμε, μοναδικέ μου εσύ... Φτιάξε ανθρώπους να γνωρίσουμε... Κάνε μας θεούς που πλάθουν με γράμματα μικρά σύμπαντα... Μοναδικέ μου εσύ, αγαπημένε μου, παντός καιρού, πάσας διάθεσης, όλο το χρόνο, πάρε με μέσα σου...
Ξαναήρθα.


Τετάρτη 24 Ιουνίου 2020

Όταν Γράφω




























Το έχω παρατηρήσει. Δεν είμαι καλή όταν ασχολούμαι με πολλά πράγματα. Το λίγο εδώ και λίγο εκεί δεν μου κάνει, δεν είναι για μένα. Όχι ότι δεν μπορώ, απλά δεν είμαι καλή. Έχω πρόβλημα όταν δεν δίνομαι ολόκληρη.
Για παράδειγμα, έχω μισοτελειωμένα τέσσερα βιβλία. Δεν μπορώ να πιάσω κανένα. Λέω θα τελειώσω το τάδε ένα  και μου έρχεται στο μυαλό η υπόθεση του άλλου. Η βλακεία; Κάθε που πιάνεις κάτι, τέλειωνέ το, αδερφέ!
Ιδέες! Ιδέες! Έρχονται απροειδοποίητες και, πολλές από αυτές, επιμένουν για μέρες. Έρχονται με τέτοιο πάθος και με τέτοια ορμή που δεν γίνεται να κρατηθούν στο σκοτάδι.

Ήπια και πίνω νερό από πολλές πηγές. Ζωγραφική, τραγούδι, φωτογραφία, χορός πρόσκαιρα κάποτε, κατασκευή κοσμήματος πρόσκαιρα κάποτε, μοδιστρική κάποτε,  γλυπτική, τι δεν έχω κάνει;
Ωστόσο, διαπιστωμένο: η μόνη πηγή που με δυναμώνει είναι το γράψιμο.
Όταν γράφω, φεύγω, αλλάζω τόπους, πετάω κατά βούληση, οι άνθρωποι φαίνονται μικρά σημάδια, τι κακό μπορεί να σου κάνει ένα ελάχιστο σημάδι στην τόση απεραντοσύνη, όταν γράφω, γίνομαι αόρατη κατά βούληση. Αυτά ευχόμουνα όταν ήμουν μικρή: να μπορώ να πετάω και να γίνομαι αόρατη. Με το γράψιμο τα πετυχαίνω. Νιώθω πως τίποτα γήινο δεν μπορεί να με αγγίξει. Όταν γράφω, γίνομαι μικρός θεός στο πλάι του Άπειρου Θεού. Μαζί δημιουργούμε.
Εκείνος μου το επέτρεψε.

Καλημέρα.


Δευτέρα 22 Ιουνίου 2020

Γερνάω


...Και τι ειναι αυτό που μπορεί να νικήσει το ανίκητο πλάσμα;
Τι είναι αυτό που κομματιάζει τα φτερά του φοίνικα;
Ποιες καμπάνες ηχούν ερήμην κλειστών παραθύρων;
Ποια υγρά ξεχύνονται σε άγνωστα σκέλια;
Τι μυρωδιά γνωρίζει ο πιστός μου σκύλος
κι έπαψε απόψε να με ακολουθεί;
Γιατί γρυλίζει πίκρα το τσιγάρο στα δάχτυλα
και τι ζητάει ο χρόνος να πάρει από μένα;

Έχω δώσει, πες του.
Κατ' επανάληψιν.
Άδειασε κάθε τρυφερή πηγή.
Γερνάω.
Και τσιγκουνεύομαι.






Σάββατο 20 Ιουνίου 2020

Ανήκω




Κοίτα. Δεν μπορώ να πω ότι είμαι σε δημιουργική περίοδο όσον αφορά στο γράψιμο. Δεν είμαι σε δημιουργική περίοδο ούτε σε ό, τι αφορά στη φωτογραφία. Κάτι ψιλοκατασκευές και κάτι ψιλοζωγραφικές επίσης δεν αποδεικνύουν  ότι βρίσκομαι σε δημιουργική φάση. Τουλάχιστον διατηρώ μια μικρή επαφή με την ουσία μου, (ουσία μου θεωρώ το γράψιμο), με τούτο το blog.
Τούτο το blog λειτουργεί σαν προσωπικό ημερολόγιο και γι' αυτό το έφτιαξα.
Δεν το διαβάζει κανείς.
Γιατί το κάνω τότε;
Γιατί δεν παίρνω χαρτί και μολυβάκι να γράφω και απασχολώ το διαδίκτυο;
*Για τα πέντε λεπτά δημοσιότητας. (Ή δημόσιας συμμετοχής. Ή δημόσιου μοιράσματος. Ή χρήση της ανάγκης να ανήκω κάπου: στην παγκόσμια ομάδα του διαδικτύου).
*Γιατί συνήθισα να γράφω με πληκτρολόγιο.
*Γιατί στα χαρτιά μου (που είναι άπειρα) θα χανόντουσαν αυτές οι σκέψεις, θα τις έχωνα κάπου κι ύστερα  δεν θα θυμόμουν πού).
*Γιατί κάνω άσχημα γράμματα όταν είμαι φορτισμένη, ενώ εδώ γράφονται όλα τακτοποιημένα κι όμορφα.
*Γιατί ξέρω ότι αν δεν δημοσιοποιήσω εγώ το blog, κανείς δεν πρόκειται να το διαβάσει.
*Γιατί κάνω την τρέλα μου χωρίς να επεμβαίνει κανείς.
*Γιατί ακόμα κι αν δεν βρίσκομαι σε δημιουργική περίοδο δεν γίνεται να μην εκφράζομαι με κάποιον τρόπο.
Πολλοί οι λόγοι. Μπορώ να βρω κι άλλους.

Ωστόσο. Ωστόσο κάτι εγκυμονώ. Ένα γραπτό μεγαλώνει μέσα μου ήδη γονιμοποιημένο. Μόλις η εγκυμοσύνη ολοκληρωθεί, η δημιουργία θα γεννηθεί σα μωρό. Φρέσκο, τρυφερό, καινούργιο, η χαρά μου θα είναι μεγάλη σαν της μάνας, θα πάρει μέρες η γέννησή του, το μεγάλωμά του μπορεί και χρόνια. Κι όταν έρθει η ώρα να το βγάλω στον κόσμο θα καμαρώνω σα μάνα που παντρεύει παιδί. Με τον κόσμο. Παντρεύω τα ιδιαίτερα παιδιά μου με τον κόσμο.
Κι αυτό είναι μεγάλη γιορτή.
Άντε, καλημέρα μας.



Παρασκευή 19 Ιουνίου 2020

Σσσσσσσςςςς


Σσσσσςςς...


Μάλλον μεγάλωσα.
Έχω πει κι έχω ακούσει τόσα, που έρχονται φορές που με καταλαμβάνει η σιωπή. Όπως οι πολύ μεγάλοι άνθρωποι που αρχίζουν να σιωπούν όλο και περισσότερο και όλοι οι γύρω τους νομίζουν ότι οι γέροι έχουν χάσει πια τα μυαλά τους, ότι δεν μιλούν επειδή δεν καταλαβαίνουν τι συμβαίνει.
Πλάνη, σας διαβεβαιώνω.
Το είδα και στη μάνα μου. Τους τελευταίους μήνες δεν μιλούσε παρά μόνο σε μένα και ελάχιστα. Έτσι κι αλλιώς μεταξύ μας δεν χρειαζόντουσαν λέξεις για να την καταλάβω. 
Στους άλλους, όμως! Τι καημό τραβούσαν οι άλλοι! Εγώ γελούσα. "Είναι στα καλά της;" ρωτούσαν. "Καταλαβαίνει;" ρωτούσαν. "Από εμένα δεν τρώει", έλεγε η αδελφή μου. "Εμένα δεν μου μιλάει", παραπονιόταν η αδελφή μου. 
Η μάνα σιωπή.
Κι εμένα έρχονται φορές που η σιωπή με καταλαμβάνει. Πολλά που ακούω τα θεωρώ περιττά. Πάντα τις πιο ουσιαστικές κουβέντες προτιμούσα. 
Χτες είδα ένα ντοκιμαντέρ κι έκλαψα. Οι ωκεανοί μας δηλητηριάζονται. Τόνοι πλαστικό, ακάθαρτα λύματα, σε λίγα χρόνια τίποτα δεν θα μείνει.  Τα μαυροδέλφινα, λέει, έχουν αρκετά μεγάλο εγκέφαλο, άρα οι επιστήμονες πιθανολογούν ότι τα μαυροδέλφινα έχουν συναισθήματα. 
Μια μάνα μαυροδέλφινο κουβαλούσε το δηλητηριασμένο νεκρό μωρό της για μέρες, όπου πήγαινε. Δεν ήθελε να το αποχωριστεί ούτε να το αφήσει πίσω από το κοπάδι.  
Κι έβλεπες τη μάνα να το σκουντάει και να το σπρώχνει μαζί της, ενώ εκείνο παράπαιε άψυχο στο νερό. 
Γιατί τα μαυροδέλφινα νιώθουν συναίσθημα κι ο άνθρωπος λίγο λίγο χάνει το συναίσθημά του;
Γίνεται άραγε από άμυνα αυτό; Ή απλά ο τρόπος ζωής που καλούμαστε να ζήσουμε μας μετατρέπει σε ρομπότ λίγο λίγο; Ξύπνα, φάε, δούλεψε, κοιμήσου. 
Μην αγαπάς, μόνο ξύπνα, φάε, δούλεψε, κοιμήσου. Δεν αγαπάμε πια. Ζητάμε λίγη αδρεναλίνη που την προσφέρει ο τζόγος, ο έρωτας, το βιτριόλι που έλουσε μια γυναίκα την άλλη στις ειδήσεις, μια απαγωγή ανηλίκου, ένας περίεργος φόνος, αδρεναλίνη για να ξυπνάμε από τον συναισθηματικό ύπνο μας. Τι ποίηση να διαβάσει κάποιος; Βλακείες! Πού να βρεθεί και ποιος να διαθέσει χρόνο για να διαβάσει τις σαχλαμάρες των ποιητών όταν η άλλη περιλούζει με βιτριόλι την αντίζηλό της; 

Έχω ένα φίλο τρομαγμένο. Ερωτεύτηκε μια γυναίκα, παράτησε την οικογένειά του γι' αυτήν.  Έμεινε για λίγο μόνος ελπίζοντας ότι η άλλη γυναίκα θα συγκατοικήσει μαζί του, έξι χρόνια την περίμενε, η άλλη γυναίκα τον βασάνισε, τον απάτησε, την χώρισε,  εκείνος δεν άντεξε τη μοναξιά, ξαναγύρισε στην οικογένεια, δεν άντεχε όμως πια ούτε την οικογένειά του, ξανάφυγε, ζει μόνος, ψάχνει γυναίκα, παραπαίει ανάμεσα σε πολλές γυναίκες, νιώθει άδειος, ανικανοποίητος, είναι τρομαγμένος, νιώθει ανασφαλής, καμιά και τίποτα δεν τον γεμίζει, από όλες λείπει κάτι, όλες έχουν κάτι καλό και κάτι αηδιαστικό, μπερδεύεται. Γιατί; Και τι είναι αυτό που οδηγεί σε αυτό το μπέρδεμα; 
Κάθε μέρα επί μία ώρα, ο φίλος αυτός, μου μιλά στο τηλέφωνο. Θέλει λέει, να γράψω κάποτε την βιογραφία του. Τον ακούω, άλλοτε προσεκτικά και άλλοτε όχι.  Του αφιερώνω πάντως, την ώρα του. 

Κι ύστερα βλέπω ντοκιμαντέρ για τους ωκεανούς. 



Πέμπτη 11 Ιουνίου 2020

μαμά, μου λείπεις







Ήλιος κι αέρας στο νεκροταφείο.
Κάθε φορά που έρχομαι ή αρχίζει να ψιχαλίζει ή φυσάει.  Νάναι το παράπονό σου, μάνα; Σε νοιάζει, άραγε που δεν έχεις αστραφτερά μάρμαρα όπως οι άλλοι, εκεί που ξαπλώνεις; Δεν ήρθες στα όνειρά μου ούτε μια φορά. Τι να δηλώνεις άραγε; Πως είσαι ήσυχη ή πως μου είσαι θυμωμένη;
Ένας παπάς περιφέρεται ανάμεσα στους ταφους. Τον παρακολουθώ για λίγο. Τα πολύχρωμα άμφια ανεμίζουν ανάμεσα στους άσπρους σταυρούς. Κάνω γρήγορους υπολογισμούς. Δεν έχω λεφτά να του ζητήσω ευχέλαιο.
Μάνα, πάλι φτωχικά θα τη βγάλουμε.
Καθαρίζω τα αγριόχορτα από τα χαλίκια που έστρωσα πάνω σου. Το καντήλι σου μας το κλέψανε, μάνα. Ποιος ξέρει τι έγινε. Ανάβω το θυμιατό. Καρβουνάκια, λιβάνια πάνω σου, μπροστά στην ξεθωριασμένη πια φωτογραφία. Γυρίζω από την καλή το σταυρό που ξεκόλλησε από τη θέση του. Τώρα κι αυτός πάνω σου βαραίνει.
Σου εξιστορώ, όπως γίνεται στο σινεμά, τα καθέκαστα. Τα παιδιά, η Μιμία, τα δικά μου. Μου λείπεις, μάνα... ψιθυρίζω και με πιάνουν κλάματα. Μαζεύομαι. Κάποιος νεαρός πίσω μου σκουπίζει έναν τάφο. Εγώ σκουπίζω τα δάκρυα. Μάνα, μου λείπεις και δεν ξέρω να το εξηγήσω. Γιατί μου λείπεις ή γιατί το λέω αυτό. Μου λείπεις και κλαίω. Γιατί μου λείπεις; Τι είναι αυτό που μου λείπει από σένα; Το ότι σε έχω συνδέσει με το ότι κάποτε ήμουνα παιδί; Το ότι με βαραίνουν τώρα χίλιες ευθύνες και τότε-κάποτε τις ευθύνες τις είχες εσύ κι εγώ ζούσα ανέμελα;
Στέκομαι πάνω σου και νιώθω ένα ολόκληρο κομμάτι ζωής να έχει κλείσει, να έχει μείνει πίσω, να έχει αναγκαστικά αποβληθεί από μέσα μου... Γιατί λέω πως μου λείπεις; Έτσι κι αλλιώς όταν μεγάλωσα δεν σε είχα ανάγκη κι ούτε τη γνώμη σου άκουγα. Έτσι κι αλλιώς παλιομοδίτικη γνώμη θα ήταν... Τότε τι; Γιατί λέω ότι μου λείπεις αφού τίποτα πια δεν θα μπορούσες να κάνεις για μένα;
Δεν έχω ανάγκη από εσένα κι ούτε από τη γνώμη σου. Τότε; Γιατί λέω πως μου λείπεις, γιατί τρέχουν τα μάτια μου;
Κλαίω, μαμά... Κλαίω εδώ κάτω απ' τον ήλιο για σένα. Και μόνο εσύ μέσα από όλους τους ανθρώπους θα μπορούσες να με αγκαλιάσεις και να μου πεις να μην κλαίω, ακόμα κι αν ήξερες πως κλαίω για σένα, μαμά...
Μαμά, μου λείπεις...


Σάββατο 6 Ιουνίου 2020

Ποτέ να μην υποτιμάς τη χαζομάρα





...Και γιατί παρακαλώ να ξυπνάς με όρεξη πάντα;
Οι αστυνομικοί της μεγάλης χώρας για παράδειγμα, ξυπνάνε πάντα με όρεξη; Εγώ σας λέω όχι. Ας πατήσουμε στο κεφάλι μερικούς, λένε. Ή ας σπάσουμε έστω ένα κεφάλι κάποιου σήμερα. Έτσι, για ξεχαρμάνιασμα. Ας εξολοθρεύσουμε κάμποσους μαύρους, κάμποσους ενάντιους. Για να ξεδώσουμε, βρε αδερφέ!  Πόσο σοβαρά, δηλαδή πρέπει να το πάρετε; Είναι κακό να προσπαθεί κάποιος να περάσει ευχάριστα την ώρα του; Να διασκεδάσει τη στενοχώρια του όποτε δεν έχει κέφια;

Δώσε στο βλάκα εξουσία και θα καταστρέψει το σύμπαν σε χρόνο dt.
Θα βιάσει, θα σκοτώσει, θα προσπαθήσει να επιβληθεί με κάθε τρόπο νόμιμο, παράνομο, έκνομο. Θα κάνει πράγματα που κανείς δεν τα περιμένει. Με τόσα κόμπλεξ που κουβαλάει τόσα χρόνια στην πλάτη του (επειδή δεν έχει την οξύνεια να καταλάβει ότι είναι  καθυστερημένος, ωστόσο ενστικτωδώς αντιλαμβάνεται ότι κάτι συμβαίνει και δεν μπορεί να φτάσει τους άλλους), τότε, ουέ κι αλίμονο. Αυτούς τους άλλους τους καταγράφει ως εχθρούς.
Ποτέ μη δίνεις στο βλάκα εξουσία, όσο ανάγκη και να έχεις, όσο και να θέλεις να κάνεις καλό. Άθελά σου γίνεσαι συνεργός του. Και θα εκπλαγείς από το πόσο γρήγορα ένας νοητικά καθυστερημένος προσπαθώντας να επιβάλλει τη δύναμή του μπορεί να γυρίσει ακόμα και εναντίον σου. Καλέ μου Σαμαρείτη.