Καθρέφτης
1. Ο κόσμος γράφει.
Η άνοιξη ήρθε.
Ο ήλιος επάνω.
Η Μιμία στο μπαλκόνι.
Μη μου μιλάς.
Για λίγο.
Ησυχία.
Το μυαλό μου έχει ανάγκη προσαρμογής.
Μετά από κάθε ύπνο
χρειάζομαι χρόνο
για να μπω στην πραγματικότητα.
Ησυχία.
Ύπνος συναισθηματικός.
Τι ζητάς, ακόμα δεν ξύπνησα;
Τι ωραίος άνθρωπος αυτός και πάει χαμένος!
Τι ωραίος άνθρωπος αυτός αλλά με πόσες λάθος επιλογές! (Ή μήπως αλλοπρόσαλλη τύχη;)
(Πού είναι οι απαντήσεις μου;)
Λες για μένα, φτωχέ μου φίλε... Μιλάς εκ μέρους μου... Σκέφτεσαι εκ μέρους μου επίσης... Τι κόπος!
Κοίτα τι σκέφτομαι: Βλέπουμε στους άλλους τον εαυτό μας. Καθρεφτιζόμαστε, αγαπητέ, αυτό είναι. Όλοι οι φίλοι μας, όλες οι παρέες μας, είναι κομμάτια δικά μας. Αυτά αγαπάμε. Εμάς αγαπάμε, φίλε. Τα προτερήματα, τα ελαττώματα, ο θαυμασμός, τα λάθη, δικά μας είναι, του δικού μας εαυτού είδωλα. Αν είναι να εγκρίνουμε ή να αποδεχτούμε κάτι, τσάμπα παλεύουμε τον απέναντι. Εμάς πρέπει να κοιτάξουμε.
Χαλάρωσε.
2. Πρώτη μέρα:
"Η αλευρόπιτα και άλλες χυδαίες ιστορίες" είναι ο τίτλος της συλλογής. Δεν μου αρέσει το αλευρόπιτα σαν τίτλος, μου λέει. Θυμίζει χυλόπιτα. Εγώ σκέφτομαι εμπορικά.
Μένω άναυδη. Χρόνια είναι που γράφω τα συγκεκριμένα διηγήματα, αυτός είναι στο μυαλό μου ο τίτλος. Ω, ρε μάνα μου! Να τον αφήσω να έχει τη γνώμη του και να κάνω τα δικά μου ή να τον ακούσω; Δίλημμα χοντρό! Αποφασίζω να κάνω τα δικά μου. Δικό μου το βιβλίο, δική μου η απόφαση. Άσε μας κάτω, εμπορικέ!
Δεύτερη μέρα:
Αγοράζω τσιγάρα. Αρχίζω να ξαναδιαβάζω τα διηγήματα. Θλιβερή διαπίστωση: Σχεδόν όλα είναι καταθλιπτικά! Ο Χριστός! Τι έγραφα, ρε παιδί μου; Πόσα χρόνια περνάω κατάθλιψη και δεν πήρα χαμπάρι;
Τρίτη μέρα:
Μια κατάθλιψη plus: Η κατάθλιψη ότι πέρασα κατάθλιψη. Το εξομολογούμαι σε φίλους. Έχω πελαγώσει. Να τα ξαναγράψω είναι αδύνατον. Να αφαιρέσω τα μαύρα και να αφήσω τα αισιόδοξα, δεν θα μείνει τίποτα. Άστα όπως είναι, με συμβουλεύει φίλος. Μια κουβέντα είναι. Φοβάμαι πως όσοι τα διαβάσουν θα απογοητευτούν. Φοβάμαι πως θα δουν τον αληθινό εαυτό μου και θα με λυπηθούν. Η περσόνα μου είναι ανέμελη ως τα τώρα.
Τέταρτη μέρα:
Αποφασίζω να στείλω τους τίτλους των διηγημάτων στον εμπορικό μήπως βρει καταλληλότερο τίτλο. Φωτογραφίζω τους τίτλους. Πλάι σε κάθε τίτλο σημειώνω ένα π που σημαίνει παράξενο και ένα μ που σημαίνει μαύρο. Λίγα έχουν μείνει χωρίς χαρακτηριστικό. Τους στέλνω. Τι να κάνω; του λέω. Τα περισσότερα είναι παράξενα και μαύρα. Τι τίτλο να βάλω, γαμώτο; έχω μπλεχτεί. Το είπες μόνη σου, μου απαντάει ψύχραιμα εκείνος. "Παράξενα και μαύρα". Ο κόσμος γύρω φωτίζεται! Βρέθηκε ο τίτλος μου! Ο τέλειος τίτλος! Πιάνω δουλειά. Αφαιρώ μερικά διηγήματα που με τον καινούργιο τίτλο φαίνονται ανόητα, προσθέτω κάποια που ταιριάζουν. Νιώθω σχεδόν έτοιμη. Κοίτα να δεις! Υπάρχουν παντού άγγελοι!