Θέλω να γράψω κάτι που να σας εκπλήξει. Κάτι που να σας θορυβήσει κι εγώ να σας φαντάζομαι να γουρλώνετε τα μάτια και να χαίρομαι από μακριά. Θέλω να γράψω κάτι που ενώ θα το βλέπετε, δεν θα πιστεύετε ότι το βλέπετε. Ωστόσο στην τρέχουσα κατάσταση δεν έχω τίποτα ενδιαφέρον. Θα μπορούσα να επινοήσω κάτι αλλά τούτη την ώρα την πρωινή και πριν πιω καφέ, βαριέμαι τις επινοήσεις.
Να κάτι που έχω πρόχειρο:
Με πήρε χτες τηλέφωνο ένας άντρας που τον έχω φίλο κάμποσα χρόνια στο φβ. Με εξέπληξε. Κίνηση ματ, δεδομένου ότι δεν έχουμε ξαναμλήσει. Η ματαιόδοξη γυναίκα μέσα μου το εξέλαβε ως καμάκι. Τι κάνεις τώρα; με ρωτάει. Γράφω. Του απαντώ με πλήρη συνείδηση για να τον κομπλάρω και πλήρης υπεροψίας για να τον εκπλήξω, συν μία ειδική ψυχρότητα στη φωνή που την προσαρμόζω με ευκολία σε καταστάσεις καμακιών στις οποίες δεν έχω διάθεση να ενδώσω. Εσύ τι κάνεις; τον ρωτάω και περιμένω να μου πει τίποτα, συνταξιούχος είμαι, διαβάζω, βάζω μαρούλια στον κήπο και περιμένω να μεγαλώσουν, μαλώνω με τη γυναίκα μου που δεν με καταλαβαίνει και τα λοιπά.
Δημοσιογράφος ήμουν, μου απαντά, έγραφα. Τώρα, μη φανταστείς, ένα γεροντάκι είμαι. Μου φάνηκε μεθυσμένος. Πώς έγινε και με πήρες τηλέφωνο; Ρωτάει η δικαστίνα μέσα μου. Δεν ξέρω, απαντάει. Είδα κάποιο κείμενό σου, δεν ξέρω. Το πέτυχα να τον κομπλάρω, λέει ο δήμιος μέσα μου. Χτυπάει το σταθερό. Με συγχωρείς, θα σε κλείσω, του λέω, χτυπάει το σταθερό. Γεια. Γεια. Ούτε χάρηκα που πήρες, ούτε τι ακριβώς ήθελες, τίποτα. Γεια και στα μούτρα σου, είπε η αγενής μέσα μου.
Σήμερα η περίεργη μέσα μου αναζήτησε το όνομά του στο διαδίκτυο. Ο άνθρωπος έλεγε αλήθεια. Έχει φωτογραφιές του από εκείνες τις παλιές τις χίππικες με τα μούσια και τα ατίθασα μαλλιά, από εκείνες που δείχνουν πως όταν ήταν νέος βρέθηκε στο Πολυτεχνείο και που όταν μεγάλωσε δεν θέλησε να παραδεχτεί πως μεγαλώνει. Δηλαδή ένας άνθρωπος αιθεροβάμων, ένας ονειροπόλος. Αμέσως εξηγώ το λόγο του τηλεφωνήματος. Ας γίνουμε παρέα, ήθελε να πει. Ας μιλάμε για κάτι άλλο έξω από το εμβόλιο, γαμώτο. Ας μιλήσουμε ποητικά για την ποίηση, για κάτι πιο αιώνιο από τον άνθρωπο, ας κοιτάξουμε λίγο πιο πάνω από τα καθημερινά τετριμμένα, ας κοιτάξουμε ψηλά, γαμώτο. Άνω θρώσκω είναι ο άνθρωπος. Μέσα σε αυτόν τον πεζότατο κόσμο του τι θα φάμε, τι θα πιούμε, πόση βενζίνη θα βάλουμε, το εμβόλιο και τον κόβιντ, υπάρχουν άνθρωποι που ζητούν μιαν άλλου είδους επαφή, υπάρχουν κάποιοι που τα πόδια τους υψώνονται λίγο παραπάνω από το εδαφος και ψάχνουν άλλους ίδιους. Κι εγώ που λαχταράω να υψώσω τα δικά μου πόδια λίγο παραπάνω από το έδαφος, βλέπω με λύπη ότι ποτέ δεν θα τα καταφέρω. Γιατί αν είχα την ικανότητα να πετάξω όπως ο ποιητής που με πήρε τηλέφωνο θα τον είχα αναγνωρίσει από την πρώτη στιγμή. Αλλά εμένα η σκέψη μου ήταν στο πόση βενζίνη θα βάλω στο αυτοκίνητο. Ζητάω συγγνώμη από το φίλο ποιητή. Να ένα από τα κείμενά του που ανακάλυψα.
«.. Πανέμορφε έρωτά μου, ηδονικό ουρανομήκες αστέρι, υπέρτατε Θεέ των ζωών μου, άγιε κλεφτάκο του είναι μου, αγάπη, αγάπη, έρωτα, σ’ αγαπάω, αγάπη, σε χαϊδεύω με τη ζαχαρένια μου γλώσσα & τα μεγάλα κατακόκκινα χείλια μου, σου ρουφάω το υγρό που προέρχεται ακριβώς μεσ’ απ’ το σώμα σου & την ψυχούλα σου, σε δαγκώνω στο λαιμό, τράβα μου τα μαλλιά, σε γλύφω όπως τα παγωτά, γελάω, κλαίω, συνεπαίρνομαι, αγγίζω το θάνατο & πεθαίνω, έλα να με στείλεις έξω απ’ το σύμπαν, στους πιο ανέφικτους γαλαξίες, στους θεούς βασίλισσα, να με παίρνεις & να με ξαναγεννάς, κάθε φορά να γίνομαι & ένας νεογέννητος άνθρωπος, θα γίνω χίλιοι άνθρωποι, ένα εκατομμύριο, έλα, σε περιμένω, για να ζήσω & να πολλαπλασιαστώ…».
Π.Β. , συγγνώμη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου