Σάββατο 8 Απριλίου 2023

Έκπτωτος



 Στη φωτό που έχω στο blog μου είμαι εγώ που πετάω. Και με την ακρη του δάχτυλου ακουμπώ το φόρεμα της Έμπνευσης. Στο σημείο που την αγγίζω, λάμπει. Όταν την αγγίζουμε, ανάβει και λάμπει και φωτίζει γύρω. 

Ζω μέρες χωρίς αναφορές σε συγκεκριμένα πρόσωπα. Όχι πως κρύβομαι πίσω από το δάχτυλό μου, απλά βρίσκω πια ότι δεν έχουν νόημα τα μνημόσυνα σε ζωντανούς. (Ούτε για τους πεθαμένους, βέβαια έχουν). 

Έχω ζήσει (από όσο θυμάμαι) μια ζωή χωρίς ψεύδος. Ούτε στον εαυτό μου ψεύδομαι ούτε στους άλλους. Πολλές φορές έρχεται λίγο απότομη η αλήθεια (και σε μένα και στους άλλους) αλλά το να μην ψεύδεσαι σε βγάζει από πολλούς κόπους. 

Βέβαια έχω παραμυθιαστεί πολλάκις. Ωστόσο, άλλο το παραμύθι και άλλο το ψεύδος. Στο παραμύθι δεν αφήνεσαι στο ψεύδος, (την αλήθεια τη γνωρίζεις βαθειά μέσα σου), απλά αφήνεσαι να ονειρευτείς. Και ζεις μέσα στο όνειρο. Και είναι ωραία. Και την αλήθεια που τριγυρίζει βαθειά μέσα σου την σκεπάζεις με χρώματα και άνθη παραμυθιών κι αυτό σε κάνει να κοιμάσαι όμορφα τα βράδια. 

Υ.Γ. 1 Χτες βράδυ ονειρεύτηκα πως ένας μπαμπάς με ρώτησε γιατί κλαίει το μωρό του. Κοίταξα το κεφαλάκι του (ξανθό μωρουδίστικο μαλλάκι, λεπτές τριχούλες) και είδα πως το μωρό είχε ψείρες. Έδειξα στον μπαμπά πώς να τις βρίσκει στο κεφαλάκι του μωρού. Έπιασα μία και την έλιωσα με το νύχι μου. Πετάχτηκε μαύρο αίμα. Πολύ αίμα. Τα χέρια μου γέμισαν. Ο πατέρας κοιτούσε το αίμα με γουρλωμένα μάτια. 

Υ.Γ. 2 Η φωτό της ανάρτησης: Έκπτωτος 


Κυριακή 2 Απριλίου 2023

Λίγα λουλούδια στον "τάφο" σου

 


Η φωνή του παπά από την κοντινή εκκλησία περνάει το τζάμι και φτάνει συγκεχυμένα στα αυτιά μου. Κυριακή πρωί. 

Κι εγώ αναρωτιέμαι. Ποια είναι άραγε τα κριτήρια για να θεωρήσουμε μια αγάπη μεγάλη αγάπη; 

(Εννοώ πάντα ανάμεσα στα δύο φύλα, και όχι την αγάπη για τους γονείς ή τα παιδιά μας).

Οι θυσίες που θα κάνουμε γι' αυτήν; Η αντοχή της στο χρόνο; Τα εμπόδια πρακτικά και κοινωνικά που έχει χρειαστεί να ξεπεράσουμε; Ζυγίζεται άραγε η αγάπη; Ποιος από τους δύο τη νιώθει πιο πολύ; Ποιος από τους δύο αντέχει περισσότερο; Σβήνει ποτέ μια μεγάλη αγάπη ή μένουν υπόλοιπα; Κι αν είνα μεγάλη γιατί και πώς θα σβήσει; Μα μεγάλη αγάπη μετατίθεται όπως συμβαίνει με τον μεγάλο έρωτα; Φεύγει δηλαδή από το πρόσωπο (που νιώθαμε πως είναι ό, τι χρειαζόμαστε και ό, τι μας αρέσει) και μετατίθεται σε άλλο πρόσωπο που πληροί τα ίδια και (νομίζουμε) "καλύτερα" χαρκτηριστικά; 

Και στο κάτω κάτω ποιες είναι οι ανθρώπινες ανάγκες; Διαβάζουμε ένα σωρό φιλοσοφίες και φούμαρα αλλά ποιες πραγματικά είναι οι ανθρώπινες ανάγκες σε σχέση με τον έρωτα ή την αγάπη; Τι είναι αυτό που κατορθώνει να μας καθηλώσει σε ένα άτομο; Έχει σχέση με τη μόρφωσή του; Με τη συμπεριφορά του; Με την εμφάνισή του; Με τη μυρωδιά του; Με τα παιδικά κατάλοιπα (ας είναι τετριμμένη η έκφραση); Με τις αισθήσεις μας; Με τη χημεία; Και επίσης γιατί αφού νιώθουμε μεγάλη αγάπη για κάποιον αποζητάμε (και) τον έρωτα σε άλλα πρόσωπα; Γιατί δεν είναι εφικτό να συντηρήσουμε τη λαχτάρα και τον έρωτα μαζί με τη μεγάλη αγάπη; Γιατί νιώθουμε ότι τίποτα δεν μας δεσμεύει απέναντι στον άλλο και αναζητούμε εξωτερικές δονήσεις; Τι ΔΕΝ παραδεχόμαστε μέσα μας; 

Υ.Γ. 1 Δε θυμάμαι τι όνειρα είδα το βράδυ που πέρασε... Νομίζω πως όλο κάτι ζητούσα... Πρωί πρωί έσβησα φωτογραφίες στο κινητό. Και βίντεο. Πλασματικά γίνομαι θεός που σβήνω μια ύπαρξη από κάποιον κόσμο που ορίζω. Τον δικό μου. Σβήνω κάποιον από τον κόσμο μου, τον εξαφανίζω, τον κάνω να μην υπάρχει πια, τον θανατώνω. 

Υ.Γ. 2 Ο παπάς ακόμα ψέλνει. 


Τετάρτη 29 Μαρτίου 2023

Σκουριασμένη πένα

 


Στον ύπνο μου βρήκα μια πένα σκουριασμένη στερεωμένη πάνω σε ένα ξύλο ξυσμένο και γδαρμένο. Τη σήκωσα από το χώμα και είπα θα την κρατήσω. 

Καιρός να ξαναρχίσεις να γράφεις είπε το όνειρο. Άφησες την πένα σου να σκουριάσει. Κάποιος πριν από σένα, (ο παλιός εαυτός;) έγραφε. Για κάποιον αυτή η πένα ήταν κάτι πολύτιμο. 

Γιατί πρέπει να αποσυρθείς από τη ζωή κάποιου που αγαπάς και που εκείνου δεν του είσαι πλέον τόσο απαραίτητη; Το κάνεις για σένα  που πληγώνεσαι γι' αυτό (πρέπει να σωθείς ή να μη φανείς κλαψιάρης ή αναξιοπρεπής ή σε πονάει αυτό)  ή για να ανοίξεις δρόμο σε εκείνον; Για καλό σου αποσύρεσαι ή για καλό του; 

Θέλω να κοιμίσω τη σκέψη μου για λίγο. Ύστερα σκέφτομαι αυτούς που παθαίνουν άνοια και αναρωτιέμαι, μήπως κι αυτοί θέλησαν να κοιμίσουν τη σκέψη τους για λίγο. 

Στον ύπνο μου βρήκα μια πένα, 

στον ξύπνιο μου έχασα εσένα.

This is ρίμα.  

Δευτέρα 27 Μαρτίου 2023

Abbas

 



Ήρθε από το Πακιστάν στα 37 του για να βρει τον Παράδεισο στην Ελλάδα. Για να μην τον πιάσουν περπάτησε μερόνυχτα κι εντέλει έφτασε Αθήνα. Κάποιος τον πληροφόρησε πως λίγο πιο έξω από την Αθήνα θα είναι καλύτερα, κινδύνευε να τον πιάσουν έτσι κι αλλιώς αφού δεν είχε χαρτιά. 

Στην πατρίδα του βέβαια είχε όνομα. Και γυναίκα και δύο κορίτσια. Κι αυτά είχαν ονόματα. Μου τα είπε, δεν τα θυμάμαι. 

Κάπως έφτασε εδώ στη γειτονιά. Μια μέρα, μέσα σε ένα μίνι μαρκετ ρώτησα αν υπάρχει κάποιος για να με βοηθάει σε μερικές βαριές δουλειές. Ήρθαν στο κάλεσμα δύο. Ο ένας ήταν ο Abbas. Έμενε σε ενοίκιο, είχε πιασμένο ένα δωμάτιο στη γειτονιά, ο σπιτονοικοκύρης τού έπαιρνε ένα πενηντάρικο το μήνα. Αλλά του φερόταν καλά και ο Abbas τον συμπαθούσε. 

Έπιασε δουλειά σαν βοσκός.  Στον ιδιοκτήτη των 6 προβάτων και 4 κατσικιών, τον σύστησε ο ξάδερφός του Shamir, όταν αυτός βαρέθηκε τη βοσκή και το έσκασε για Ιταλία. Ο ιδιοκτήτης τον πλήρωνε με τον κατώτατο μισθό και ένα μπουκάλι γάλα την ημέρα αλλά τα πρόβατα έπρεπε να βόσκουν και πρωί και απόγευμα, συν όλες τις εσωτερικές δουλειές που έπερεπε να γίνουν. Καθάρισμα παχνιού, κοπριές, σκάψιμο κήπου λαχανικών, άρμεγμα, μάζεμα των ζώων, κούρεμα και δεν ξέρω τι άλλο. Ο Abbas πήγαινε στη δουλειά το πρωί έκανε διάλλειμμα το μεσημέρι δυο ώρες και ξαναπήγαινε το απόγευμα ίσαμε τις εφτά αν και ήταν φορές που τον έπαιρνε και μετά τις εφτά, ανάλογα αν είχε τελειώσει ή όχι.

Γνώρισα λίγο καλύτερα τον Αμπάς όταν βρήκαμε 6 πρόβατα να γυρίζουν στη γειτονιά αδέσποτα, ακούρευτα μέσα στο κατακαλόκαιρο, να τρώνε τα κλαδιά από τις ελιές του δρόμου και να ψάχνουν νεράκι στα στεγνά αμπελοχώραφα. Από κάπου είχαν φύγει; Κάποιος τα είχε αμολήσει μπας και ζήσουνε;  Για μέρες τα βλέπαμε που γυρνούσαν. Κλαδιά κι αγκάθια είχαν μπλεχτεί στις γούνες τους. Τους έβαλα νερό σε λεκάνες στη μέση του δρόμου. Ήρθαν διψασμένα και παρότι αγριεμένα από τη δίψα, δε με φοβήθηκαν. Ήπιαν σχεδόν από το χέρι μου. Ξεδίψασαν. Τότε σκέφτηκα να ειδοποιήσω το αφεντικό του Αμπάς να μαζέψει τα καημένα από τα χωράφια. Το αφεντικό κατέφτασε αμέσως μαζί με τον Αμπάς. Τα είδαν, συμφώνησαν να τα πάρουν. Τα πρόβατα όμως δεν πλησίαζαν πια. Ούτε εμένα ούτε τους άλλους. Καταφέραμε οι τρεις μας να τα στριμώξαμε στην αυλή ενός εγκαταλελειμμένου  σπιτιού. Εγώ φύλαγα στη μια μεριά μην ξεφύγουν, το αφεντικό του Αμπάς στην άλλη και ο Αμπάς τα τσάκωνε, τα σήκωνε ένα ένα αγκαλιά και τα φόρτωνε στο βαν φορτηγό. Τα πιάσαμε τα αδέσποτα με πολύ κόπο. Ο Αμπάς χαμογελούσε και ίδρωνε. Έμαθα μετά ότι τα κούρεψαν, τα περιποιήθηκαν και ότι τα αγόρασαν τελικά από τον ιδιοκτήτη που μέχρι τότε ήταν εξαφανισμένος. 

Τη μέρα που μου έφεραν στο σπίτι τα πλακάκια για το δώμα που μένω τώρα, ζήτησα από τον Αμπάς να έρθει να μου τα ανεβάσει επάνω. Ήρθε πρόθυμα, κουβάλησε στο μεσημεριανό διάλειμμά του πάνω από 70 κουτιά με βαριά πλακάκια, σε μια σκάλα στριφτή, στενή και σιδερένια. Του πρότεινα ένα 20ρικο. 

-Δεν θέλω λεφτά, μου λέει. Μόνο φαγητό. 

Έλιωσα. Του εξήγησα πως άλλο το φαγητό άλλο η δουλειά. Το πήρε με το ζόρι. Τού έβαλα και κάτι λίγο από ό, τι είχα μαγειρέψει εκείνη τη μέρα.

Από εκεί και μετά όποτε είχα φαγητό τον έπαιρνα τηλέφωνο. Πολλές φορές κρεμούσα τη σακούλα με τα τάπερ στην εξώπορτα και τα έπαιρνε πηγαίνοντας σπίτι με το ποδήλατό του. Ύστερα έπλενε τα τάπερ και τα ξανακρεμούσε στην εξώπορτα. Μια μέρα ήρθε να κάνουμε μια αίτηση για να βγάλει χαρτιά. Μου μίλησε για τη γυναίκα για τα κοριτσάκια του, 8 και 6 χρονών, τη φτιάξαμε την αίτηση. 

-Θα γίνει κάτι με τα χαρτιά;  

-Δύσκολο, Αμπάς. Αλλά ας προσπαθήσουμε, είπα, γνωρίζοντας ότι δεν υπάρχει ελπίδα.

Ένα μεσημέρι που ήξερα ότι κοντεύει η ώρα του να σχολάσει, του τηλεφώνησα πως έχω φαγητό. 

-Θα περάσω, μου είπε, αλλά λίγο αργά. Άφησα το φαγητό στην εξώπορτα, κρεμασμένο. Βγήκα αργά τη νύχτα και η σακούλα με τα τάπερ ήταν ακόμα εκεί. Τα μάζεψα. Την άλλη μέρα του τηλεφώνησα, δεν απάντησε. Την επόμενη επίσης, πολλές φορές. Ανησύχησα. Πήγα στο αφεντικό του. 

-Πού είναι ο Αμπάς; ρώτησα. 

-Ο Αμπάς έφυγε για Ιταλία, πήρα απάντηση. Ούτε ξέρουμε κάτι. 

Φοβήθηκα μην έπαθε τίποτα. Έστελνα συνέχεια μηνύματα στο κινητό του, να δω τουλάχιστον πως είναι καλά και είναι ζωντανός. Κι αν δεν ήταν; Αν κάτι του είχε συμβεί; Ποιος θα τον έψαχνε αυτόν τον άνθρωπο που ήταν "ανύπαρκτος", εδώ σε ένα ξένο μέρος; Πέρασε μήνας. Ώσπου μια μέρα ο Αμπάς απάντησε. Ήταν καλά, πηγαίνοντας για Ιταλία να βρει τον ξάδερφό του τον έπιασαν και τον φυλάκισαν, τον ξαναγύρισαν Πακιστάν και εκείνος ξαναξεκίνησε και έφτασε τελικά Ιταλία, είναι καλά. Ησύχασα. Από τότε μιλάγαμε που και που με μηνύματα. 

Όλα τα προηγούμενα έχω το λόγο μου που τα ανέφερα. Διότι χτες έλαβα ένα μήνυμα από τον Αμπάς. Αφού με ρώτησε τι κάνω κι εγώ τον ρώτησα τι κάνει, μου είπε αυτό: 

-Εγώ τώρα δουλεύω καλά. Παίρνω καλά λεφτά. Όποτε και αν χρειάζεσαι χρήματα μπορώ να σε βοηθήσω. 

Μου ήρθαν κλάματα. 


  

Τετάρτη 22 Μαρτίου 2023

Το μυστικό




Ξέρεις, φιλαράκι... Καμιά φορά υπερφορτιζόμαστε από έγνοιες δικές μας, από γεγονότα εξωτερικά που όμως μας επηρεάζουν, προβλήματα που δε λύνονται και ένα σωρό άλλα. Πελαγώνουμε. Τότε φιλαράκι θα σου πω τι κάνω εγώ, μπας και βρεις κι εσύ το κόλπο: 
Θυμάσαι όταν ήσουνα μικρό και περπατούσες χέρι χέρι με τον πατέρα σου; Και ήσουνα ήσυχο πως,  ό,τι και να συμβεί στο δρόμο ο πατέρας θα τα λύσει όλα κι εσύ απλά εμπιστευόσουν και απλά χαιρόσουν τη στιγμή; 
 Αυτό κάνω. Δεν πιστεύω σε καμιά μα καμιά θρησκεία. Πιστεύω όμως ότι κάπου υπάρχει αυτή η πατρική δύναμη που θα με σώσει από ό, τι και να συμβεί. 
Και όχι, δεν μου είναι εύκολο -στα προβλήματα που εγώ θεωρώ μεγάλα- καθόλου εύκολο να αφεθώ. Ωστόσο προσπαθώ. Κάθε φορά που έρχεται το πρόβλημα στο μυαλό μου και επανέρχεται και δεν μπορώ να βρω τη λύση μόνη μου κι αυτό με κουράζει και με εξαντλεί, λέω το αφήνω. Το αφήνω πάνω Σου. Κάνε Εσύ κουμάντο, Εσύ ξέρεις καλύτερα από μένα ποιο είναι το καλό μου. Κι έτσι ανασαίνω. Εμπιστεύομαι, αφήνομαι,  ησυχάζω ότι ο Πατέρας θα τα κανονίσει όλα και απολαμβάνω τη στιγμή. 
Αξίζει να το δοκιμάσεις. 
Εμπιστεύσου. 
 

Παρασκευή 17 Μαρτίου 2023

Χωρίς υστερόγραφο

 


Η Αμαλία λέει χάνομαι. Ο Αντώνης λέει ότι έχω αρχίσει και του μοιάζω γιατί δεν επικοινωνώ. Εγώ θέλω απλά να ξέρω ότι είναι καλά οι αγαπημένοι μου και ξέρω ότι είναι καλά, αυτό το νιώθω μέσα μου, κι ας χάνομαι. Οπότε είναι σαν να μιλάω μαζί τους. Το κάνω ακόμα και με τα παιδιά μου. 

Κατά τα άλλα δεν έχω εξήγηση γιατί το κάνω. 

Υ.Γ. Σήμερα δεν έχει υστερόγραφο. 

Πέμπτη 16 Μαρτίου 2023

Μετανάστευση

 


Κάνω δουλειά στην ταράτσα. Τον ακούω που στριφογυρνάει έξω στο χωράφι. Για κάποιο λόγο ούτε φεύγει, ούτε μπαίνει σπίτι του. Έχω φτιάξει κόλλα για τα πλακάκια και δεν ασχολούμαι μαζί του. Ακούω φωνή: 

-Κυρία Έφη..

Παρατάω το μυστρί και σηκώνομαι. 

-Καλημέρα... 

-Καλημέρα... Θέλετε βοήθεια; 

-Όχι, ευχαριστώ.

-Το αυτοκίνητό μου δεν παίρνει μπροστά. 

-Θέλεις να κατέβω να βάλουμε τα καλώδια; 

-Ναι, σε παρακαλώ. 

-Θα κατέβω σε λίγο. Να πλύνω τα χέρια μου κι έρχομαι.

Κολλάω δυο μικρά πλακάκια για να μη μου στεγνώσει η κόλλα, πλένω χέρια και κατεβαίνω.  Βάζουμε καλώδια. Το αυτοκίνητό του δεν παίρνει μπροστά με τίποτα. 

-Κάτι ηλεκτρικό θα είναι, του λέω. Έχεις οδική βοήθεια; 

-Έχω, αλλά να πάρεις εσύ να συνεννοηθείς καλύτερα; 

Παίρνω τηλέφωνο την οδική. Όλα εντάξει. 

Ανεβαίνω. Σε λίγο τον ακούω να μιλάει. καθώς περιμένει την οδική έχει σταματήσει το γείτονα και τον ρωτάει αν έχει τηλέφωνο κάποιου συνεργείου.  Και τα λοιπά και τα λοιπά. 

Και αναρωτιέμαι για την πρώτη πρώτη ανασφάλεια αυτού του ανθρώπου την πρώτη πρώτη στιγμή που έφτασε σε μια ξένη χώρα. Πώς να ένιωσε; Και άραγε αυτήν την ανασφάλεια την έχει καλύψει ή ακόμα τη νιώθει; Είναι κοινωνικός από χαρακτήρα ή ψάχνει στηρίγματα; Διακρίνω και μια καχυποψία καθώς και ένα ξεγλύστριμα με μικροψεμματάκια... Η ανασφάλεια που ένιωσε αρχικά (σαν μετανάστης) τον έκανε καχύποπτο; Το ένστικτο επιβίωσης τον ανάγκασε να ξεγλιστράει με αυτόν τον τρόπο; Ή είναι στο χαρακτήρα του; 

Κατανοώ ότι κάθε άνθρωπος που αφήνει πατρίδα και συγγενείς και μεταναστεύει σε άγνωστη χώρα, με άγνωστο λεξιλόγιο, με άγνωστα ήθη και έθιμα, πόσο ανασφαλής θα νιώθει. Δεν έχει μόνο το άγχος της επιβίωσης αλλά και της ενσωμάτωσης σε μια καινούργια κουλτούρα (πώς κάνουν οι άλλοι; να μάθω να το κάνω κι εγώ, να με "εγκρίνουν" με κάποιο τρόπο, να μην αναγκαστώ να αλλάξω και πάλι πατρίδα). 

Σαφώς ανασφάλεια. Ο προβληματισμός μου είναι αν αυτό σε ακολουθεί υποσυνείδητα σε όλη τη ζωή σου ή αν κάποια στιγμή καταφέρνεις να το καλύψεις.