Τρίτη 14 Ιουνίου 2022

Τα πουλιά πρέπει να έχουν ελαφριά τα φτερά

 


Επειδή έχεις 5 κουβέρτες, μία για τον καθένα. Έχεις 4 παπλώματα τρία μονά και ένα διπλό. Έχεις σεντόνια μονά και διπλά, μαξιλαροθήκες μονόχρωμες και με σπάιντερμαν ή κουνελάκια. Έχεις πολλά πιρούνια, πολλά κουτάλια, οι δωδεκάδες από το καθένα δεν σου φτάνουν, γιατί όλο και κάποιο χάνεται κάτω από τον καναπέ, κουταλάκια μικρά, πιρουνάκια μικρά, κουτάλες, σπάτουλες σερβιρίσματος για τις τούρτες γενεθλίων, φόρμες για κέικ (ένα τη βδομάδα), τα μικρά τρώνε, ζητάνε όλη την ώρα κάτι ανάμεσα στα γεύματα, έχεις ψωμιέρες, ταψιά, τηγάνια, έχεις φριτέζα γιατί πού να φτάσει το τηγάνι να τηγανίζει πατάτες για 5 άτομα, χώρια οι επισκέπτες, έχεις βάζα και βαζάκια για μαρμελάδες και μέλια, έχεις κόσκινο για το αλεύρι, πλάστη για τις πίτες, έχεις ραπτομηχανή για επιδιορθώσεις, ξηλωμένοι καβάλοι των αγοριών, πιασίματα σε μυτερές γωνίες, στριφώματα σε φουστίτσες, κουρτίνες για κόντημα. Έχεις ρούχα πολλά γιατί αλλάζεις για τη δουλειά κάθε μέρα, έχεις ρούχα του άντρα, των παιδιών. Έχεις πολλές κάλτσες, σώβρακα, κιλοτάκια, φανέλες. Έχεις χαλιά στο κάθε δωμάτιο. Καρέκλες, γραφεία, μικρές βιβλιοθήκες, φωτιστικά όσο τα παιδιά μελετούν για τα σχολεία. Έχεις πλυντήριο και στεγνωτήριο γιατί δεν προλαβαίνεις να πλένεις ιδρωμένες μπλούζες. Έχεις, έχεις, έχεις.

 Ύστερα χωρίζεις. Ένα άτομο λιγότερο στο καθημερινό αλισβερίσι. Στην κάθε μέρα δεν σου φαίνεται, οι δουλειές είναι ακόμα πολλές. Ύστερα τα παιδιά μεγαλώνουν. Και φεύγουν. Και πάνε ευτυχισμένα να ζήσουν αλλού. Και συ μένεις με όλα τα σεντόνια, τα κρεβάτια στα παιδικά και εφηβικά δωμάτια, μια φορά τα στρώνεις πια, κανείς δεν κοιμάται, μένει το ίδιο σεντόνι για μήνες, όπως μένουν απείραχτα τα άχρηστα πια συμπράγκαλα της κουζίνας. Τι να κάνεις τόσα κουταλοπιρουνα? Τόσα ποτήρια εσύ που χρησιμοποιείς ένα τη μέρα? Τι να κάνεις το μίξερ για τα κέικ, τα ταψιά, τις δωδεκάδες πιάτα, τις κάλτσες, τις μαξιλαροθήκες, τις καρέκλες γραφείου, τα λούτρινα παιχνίδια τους, τα βιβλία των αγγλικών, 

τα ρούχα που άφησαν πίσω τους τα πουλιά για να είναι ελαφριά σαν πετάνε; 



Δευτέρα 6 Ιουνίου 2022

Παιδιά μου όλα



 Ναι. Είναι δύσκολο να μεγαλώνει τρία παιδιά μια γυναίκα μόνη. Με μόνο εισόδημα ένα μισθό δημοσίου. Ούτε διατροφές, ούτε εύπορες μαμάδες, ούτε μισθοδοτούμενοι σύζυγοι που συμπράττουν στις δουλειές και συμμετέχουν στις υποχρεώσεις. Μόνο δεύτερες και τρίτες δουλειές και πλάτες κομμάτια. Δύσκολο και, αν δεν το ζήσεις, δεν καταλαβαίνεις τίποτα, αδερφάκι.

Τεσπά. Σε αποζημιώνει το ότι οι κόποι σου δεν πήγαν χαμένοι. 

Χτες είδα το είδωλό μου καθιστό σε μια καρέκλα, με μια βερμούδα, με τα μαλλιά μαζεμένα, με τα πόδια σταυρωτά. Προσπάθησα να με αναγνωρίσω και δεν μπορούσα. Αυτή η μεγάλη γυναίκα που καθόταν απέναντί μου δεν μπορούσε να είμαι εγώ. Εγώ με έχω στο μυαλό μου τριάντα, με την κούραση των τριάντα, έστω, αλλά αυτά τα χέρια με τα παχιά μπράτσα, τα πόδια που μοιάζουν με της μάνας μου, δεν είναι δικά μου, όχι. Τίνος, τότε; 

Αυτοί που μας βλέπουν, λέει μια έρευνα, μας βλέπουν διαφορετικά από ότι βλέπουμε εμείς τον εαυτό μας. Μας βλέπουν καλύτερους, νεότερους, ομορφότερους από ότι βλέπουμε εμείς τον εαυτό μας. Αυτοί που μας βλέπουν συνυπολογίζουν και το μέσα μας που είναι χαμογελαστό, τρυφερό και όμορφο με τον τρόπο του. Μακάρι.  

https://ontherecord.gr/2016/04/pos-vlepoume-ton-eafto-mas-ke-pos-mas-vlepoun-alli-kinoniko-pirama/

Και μιας που λέγαμε ότι οι κόποι δεν πήγαν χαμένοι. 

Έμπαινα στο δωμάτιο του Κυριάκου και κρατούσα την αναπνοή μου. Μέσα χασκογελούσαν 5-6 έφηβοι που βρωμούσαν ιδρώτα και ποδαρίλα. Έλεγα στα γρήγορα ό, τι είχα να πω και έκλεινα πίσω μου την πόρτα για να αναπνεύσω. Αυτοί, οι φίλοι του Κυριάκου. 14-15. Να μαζεύονται όλα στο δωμάτιο, να μιλάνε δυνατά, να λένε τα μυστικά τους, να γελάνε με τις φωνές τους που μόλις ειχαν αρχίσει να χοντραίνουν, να βρωμούν οι μασχάλες τους, τα ρούχα, τα αθλητικά τους παπούτσια και να αναρωτιέσαι πώς μπορούν και αναπνέοουν μέσα σε όλη αυτή τη μπόχα, να περνούν καλά και να μη λιποθυμούν. 

Χτες ήρθε ο Κυριάκος μου με ένα από αυτά τα τότε βρωμερά φιλαράκια του, το Γιάννη. Τριαντάρηδες τώρα, καθαροί, με τις δουλειές τους, με τις μηχανές τους, άντρες πια. Μιλήσαμε για τη ζωή τους, για τις σχέσεις τους, για τις κοπέλες τους, μιλήσαμε για την ελληνική γλώσσα και πού πάει, και πόσο την αγαπάμε και οι τρεις, ο Κυριάκος μαθαίνει κάθε μέρα μια καινούργια ελληνική λέξη και την ετυμολογία της, ο Γιάννης γράφει ένα είδος ημερολόγιου με λογοτεχνικό ύφος. 

Τα παιδιά μου. Οι φίλοι των παιδιών μου από το νηπιαγωγείο, παιδιά μου κι αυτά. Δεύτερη μάνα τους με λέγανε. Έτσι με νιώθουν. Παιδιά μου. 

Ήρθαν χτες και ανέβασαν ένα σωρό πράγματα επάνω, κατέβασαν μπάζα, παλιοέπιπλα, σαβούρες. Ύστερα καθάρισαν την αυλή, ο Γιάννης έκοψε με πριόνι ένα κλαδί δάφνης για τη σόμπα μου και μου τα στοίβαξε πλάι. Σκούπισαν την  αυλή, τη βεράντα, μάζεψαν και έδεσαν με σύρμα την ανακύκλωση. Τα παιδιά μου.

Είμαι περήφανη.

Τους πλήρωσα με μια παέγια που ξεχείλιζε στο wok και, φεύγοντας, τους έδωσα μαζί τους την ευχή μου, την αγάπη μου και τις δύο μισές μερίδες από παέγια που είχαν απομείνει. 





Πέμπτη 26 Μαΐου 2022

Το μεγάλο διάλειμμα

 




Μεγάλο το διάλειμμα. Από εκεί που έγραφα τουλάχιστον μια σελίδα τη μέρα, καιρό τώρα δεν πάει τίποτα. Τίποτα. Χαζολόγημα. Ούτε καν διάβασμα. Τι απαίσια στροφή! Γιατί μου απαγόρεψα τα ταξίδια; Το ταξίδι του γραψίματος, το ταξίδι του διαβάσματος; Γιατί μόλις πιάνω μολύβι ή βιβλίο το πετάω στην άκρη και λέω αργότερα (αορίστως αργότερα, δεν καθορίζω στη σκέψη μου καμμιά ημερομηνία) ή δεν είμαι σε φάση; Πού πήγε η εποχή που δεν έκανα βήμα χωρίς να έχω μαζί μου υπολογιστή για γράψιμο; Τι φάση, γαμώτο; Αδυνατώ ακόμα και να διορθώσω τα ήδη γραμμένα μπας και τα στείλω σε εκδοτικό. 

Η αλήθεια είναι ότι έχω προσπαθήσει να ρίξω ευθύνες σε τρίτα πρόσωπα και καταστάσεις, ωστόσο μάταια. Όλα τα πρωινά είναι δικά μου όπως τότε που έγραφα μανιωδώς. Κανείς δεν με ενοχλεί από τις επτά που ξυπνάω ίσαμε τις έντεκα. Όχι, δεν υπάρχει δικαιολογία. 

Μονάχα η απογοήτευση μέσα μου. 

Μπορεί και να περνώ ένα είδος κατάθλιψης. Βλέπω φίλους (όχι με εξαιρετικό ενδιαφέρον κάθε φορά, ομολογώ), δεν νοιάζομαι να κρατώ καθαρό το σπίτι, (ποιος με επισκέπτεται, άλλωστε;) Βάφω τα μαλλιά μου μόνο όταν η ρίζα κοντεύει τον ένα πόντο γκρι, δεν γράφω, δεν διαβάζω, βαριέμαι τα μαθήματα φωτογραφίας, δεν μου αρέσει να μετακινούμαι ούτε στα εκατό μέτρα, δεν μου αρέσει να τηλεφωνώ κι ας παραπονιούνται οι φίλοι, (ακόμα και στα παιδιά μου τηλεφωνώ σπανίως), ξεχνώ γενέθλια, ονομαστικές εορτές, με κουράζουν οι άσκοπες συζητήσεις.

Φυσικά δεν αφήνω να φαίνεται. Η "περσόνα", περσόνα. Αστειεύομαι, τσακώνομαι, κουτσομπολεύω, βοηθάω. 

Σκατά. 

(Η λέξη "σκατά" για μένα ήταν πάντα η κακή λέξη που όμως τα έλεγε όλα. Ο μπαμπάς μου είχε μια μικρή γαλάζια Αγία Γραφή. Την έχω ακόμα. Σε μια σελίδα της, με γράμματα της πρώτης δημοτικού, έχω γράψει "Σκατά". Ποιος ξέρει τι περνούσα και τότε!)

Καλημέρα με ένα Μάη που τελειώνει χωρίς γιορτή. 

(Τουλάχιστον τελειώνει με κοντομάνικο! Κινδυνέψαμε να τον τελειώσουμε φέτος με φούτερ!)

............................................................................

Το πεθαμένο πουλί μέσα μου

το αποκεφαλισμένο

το σκοτωμένο από κυνηγό

το ανυπεράσπιστο

εκεί που πετούσε νομίζοντας ότι πηγαίνει κάπου

το ανέμελο

εκεί το βρήκε το βέλος

η σφαίρα

το σκάγι του κακού


έπεσε 

το μικρό πουλί 

το σκοτωμένο μέσα μου. 



Παρασκευή 20 Μαΐου 2022

Πίσω στο χρόνο



 Καμιά φορά θέλω να γυρίσω πίσω στο χρόνο. Να μπω στο σπίτι της μάνας μου και να τη βρω εκεί. Να βλέπει τηλεόραση, να στριφώνει το παντελόνι της Μιμίας και το πουκάμισο του αδελφού μου. Η Μιμία να τριγυρνάει σαν το χαρούμενο πουλί μέσα έξω και να φλυαρεί ή να λαγοκοιμάται όρθια στον καναπέ και να ξυπνάει όταν από τον ύπνο γέρνει απότομα το κεφάλι της. 

Τα πρωινά να παίζει το ραδιόφωνο αδιάκοπα και τα απογεύματα να παίζει η τηλεόραση, σχεδόν στη διαπασών γιατί η Μιμία δεν ακούει καλά.  

Θέλω να μαλώσω με τη μάνα μου ξανά και ξανά  ανακαλύπτοντας πως αγόρασε με τηλεφωνική παραγγελία καινούργιες κατσαρόλες ή φουρνάκι ή κάτι αστεία μηχανήματα που τυλίγουν ντολμαδάκια ή κολαγόνα για τα κόκαλά της που (στα 85) διακυρήσσει πως είναι αδύναμα.  Θέλω η Μιμία να μου δείχνει τα καλύματα του καναπέ που αλλάζει κάθε βδομάδα μαζί με τα σεντόνια. Μετά να καθίσω στο τραπέζι και να φάω από τη φασολάδα της κι εκείνη στην απέναντι καρέκλα και να με κοιτάζει ευτυχισμένη που μου αρέσει το φαγητό της. 

Να πάω ακόμα πιο πίσω και να έχω τα παιδιά μου μικρά να κουρνιάζουν στην αγκαλιά μου σα να είμαι όλος ο κόσμος τους. 

Να πάω σπίτι και να δω τον παππού μου να βγαίνει από το δωμάτιό του με τη σκελέα και το στήθος γυμνό και να ξύνει ελαφριά ελαφριά τα πλευρά του, την ίδια κίνηση που κάνω κι εγώ όταν σηκώνομαι από τον ύπνο μου. 

Καμιά φορά παρακαλάω να δω ένα όνειρο που να μπορώ να πάω στο σπίτι. Και να είναι όλοι τους εκεί. Κι ύστερα ας ξυπνήσω. 

 


Δευτέρα 16 Μαΐου 2022

Τα σοβατεπί

 Δουλειά και σήμερα. Η παλάμη δεν κλείνει. Κάπου την κακοποίησα, ούτε και κατάλαβα πώς και πού. Ε, και; 

Χτες Κυριακή και προχτές Σάββατο, αραλίκι. Ταβερνάκι με τις φίλες, γέλια, καυγάδες. Η ζωή είναι αυτή. Ακατάπαυτα αλλάζει. Συμμετέχουμε; Συμμετέχουμε πολύ; Λίγο; Εμείς αλλάζουμε μαζί της; Εμείς συμβάλλουμε στις αλλαγές της; 

Δευτέρα. Ο Α. τηλέφωνο στις 8παρά δέκα. Ρώτησε μήπως έχω ένα βιβλίο που έχει εξαντληθεί. 

Καλή βδομάδα!

Καλή βδομάδα!

Κλείνουμε το τηλέφωνο. Σιωπή. 

Ακούγεται η σιωπή; Ακούγεται. Μένει ένα βουητό στα αυτιά που καταλαβαίνεις πως είναι ο ήχος από το αίμα που κυκλοφορεί στις φλέβες σου. Ένας ήχος κυματιστός και συνεχόμενος. 



Φωτό: Efikay.com

Αγοράζεις ένα γιαπί. Δε μιλάω για το δάνειο που φορτώνεσαι για 25 ολόκληρα χρόνια. Μιλάω για το κουράγιο που πρέπει να έχεις. Γιατί αντιμετωπίζεις εργάτες που κλέβουν τα δικά σου εργαλεία, φτυάρια και κασμάδες, πένσες και κατσαβίδια. Μιλάω για "μαστόρους" "ειδήμονες" που τους λες τι θέλεις και αυτοί ή δεν ξέρουν να το κάνουν ή κάνουν αυτό που νομίζουν εκείνοι σωστό. Μιλάω για κακοτεχνίες για τις οποίες έχεις πληρωσει υλικά και μεροκάματα και πρέπει να ξηλωθούν και να φτιαχτούν εξαρχής. Μιλάω για πολλή προσωπική εργασία. Βαψίματα, επιδιορθώσεις, λεπτομέρειες που δεν φαίνονται αλλά κάνουν ζημιά, εργατικά που δεν δύνασαι να πληρώσεις και αναγκαστικά τα κάνεις μόνη σου, (πρόσεξε: μόνη σου, (γένος θηλυκόν), καρφώματα, σκαψίματα, σοβατίσματα, χτισίματα, ταβανώματα. Μιλάω για καλέμι και σκεπάρνι. (Γειά σου ρε Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών που με εκπαίδευσες με τη γλυπτική να σκάβω με ακρίβεια χιλιοστού!) Μιλάω για προσωρινούς προβληματισμούς και στεναχώριες, (του στυλ: τέλειωσε το τελευταίο μου 20ρικο, συνεπώς δεν έχω για να βάλω βενζίνη ή έκανα τόσα χιλιόμετρα για να βρω ένα κομμάτι ξύλου που χρειάζομαι για να προχωρήσει η δουλειά μου και δεν υπήρχε στο μαγαζί), αλλά μιλάω και για την περηφάνια όποτε τα καταφέρνω να ξεπεράσω επιτυχώς κάποια δυσκολία. Μιλάω για ποντίκια τεράστια που κάνουν φωλιά στο λέβητα, που τρώνε κουρτίνες και στρώματα, αλλά εσύ πρέπει να εξολοθρεύσεις, (με πόνο ψυχής γιατί ψυχούλα έχουν κι αυτά, να γεννήσουν τα μωρά τους θέλουν, να φάνε θέλουν, να ζήσουν θέλουν) για ολόκληρες οικογένειες από σαμιαμίδια που γεννοβολάνε τα αυγά τους ακατάπαυστα και τα κυνηγάς μέσα στο σπίτι και τα πιάνεις και τα πετάς στον κήπο, μιλάω για ώρες μελέτης, γειά σου ρε ίντερνετ, γειά σας ρε μαστόρια που ανεβάζετε οδηγίες σε βίντεο! Μιλάω για πιασμένα πόδια, μέση κόμπο, χέρια χτυπημένα, σημαδεμένα, πετραδάκια που καταπίνεις στο σκάψιμο, πετραδάκια στα εσώρουχα, πετραδάκια στα σκονισμένα μαλλιά. 

Μιλάμε για κόπο. Μιλάμε για αγάπη. Μιλάμε για σεβντά. 

Με αγαπάω. 

Εφτά πόντους πρέπει να κόψω όλα τα πλακάκια για τα σοβατεπί.



Αλληλούια. 👆😎

Κυριακή 8 Μαΐου 2022

Οι μικρές έγνοιες ενός μεσήλικα

 






Παρουσίαση χτες του βιβλίου του Δημήτρη Φαρή, "Σώζοντας την Τζέιν Άλντεν". Πήγε καλά. Αν και έχασα το αρχικό κείμενο με κάποια βλακεία που έκανα στον υπολογιστή, και χτύπησα το κεφάλι μου στον τοίχο μερικές φορές, αναγκάστηκα με υπομονή να το ξαναγράψω. Πήγε καλά. Το καταλαβαίνεις πως πάει καλά όταν ακόμα και τα γκαρσόνια τη στιγμή που διαβάζεις, μένουν ακίνητα. Όταν σιωπούν όλοι και κρέμονται από τη φωνή σου. Έπειτα, όταν τελειώνει η παρουσίαση, δεν είναι το χειροκρότημα αυτό με το οποίο αξιολογείς αλλά τα πρόσωπα που έρχονται και σε πλησιάζουν και σου λένε "θέλουμε να γίνεις φίλη μας", όπως μου είπε μια ψυχολόγος   συγγραφέας τη στιγμή που με πλησίασε μαζί με την δεκατετράχρονη κορούλα της. Και σου λένε "τι ωραία που διαβάζετε". Και σου λένε  "θα ήθελα να παρουσιάσετε και το δικό μου βιβλίο". Κι έπειτα εκεί που κάθεσαι σε κοιτάζουν. Πώς πίνεις το κρασί σου, πώς τρως, με τι γελάς. Κι έπειτα σου προτείνουν κεράσματα και ταβέρνες και σε καλούν στο σπίτι τους και ζητούν να σε βάλουν στη ζωή τους. Η δε προηγούμενη συγγραφέας που είχα παρουσιάζει το βιβλίο της, μου έφερε το καινούργιο βιβλίο της υπογεγραμμένο. 

"Έχετε", μου είπε κάποια γυναίκα, "ραδιοφωνική φωνή. Ακούγεται ευχάριστα και ο άλλος καταλαβαίνει τις λέξεις που λέτε".  Έτσι. Μου αρέσει αυτό. Με γυρίζει πίσω. Πόσο πίσω;

Το καλοκαίρι της χρονιάς που θα έδινα εξετάσεις για να μπω στο Γυμνάσιο. Καλοκαίρι ήταν; Αρχές φθινόπωρου; Δε θυμάμαι. Θυμάμαι μόνο πως έκανε ζέστη, θυμάμαι φορούσα κοντομάνικο. Μας έβαλαν όλα τα κορίτσια -θηλέων γαρ- σε μια μεγάλη αίθουσα και μας κάθισαν σε θρανία. Για κάποιο λόγο -από τότε- κάθισα μπροστά. Επειδή μου άρεσε να αντιμετωπίζω καταμέτωπο τους φόβους μου, όπως κάνω ακόμα; Επειδή δεν ήθελα να βλέπω τον φόβο των υπόλοιπων κοριτσιών και τρομάξω περισσότερο; Για να ζω από πιο κοντά τα γεγονότα; Πάντως όχι για να με προσέξουν, αυτό δεν με ένοιαζε. Ούτε τότε ούτε τώρα. Επειδή όταν θέλω να με προσέξουν έχω απλούστερους τρόπους να το κάνω. (Γελώ)

Οι εισαγωγικές εξετάσεις λοιπόν εμπεριείχαν το διάβασμα ενός κειμένου, που σου όριζαν εκείνη τη στιγμή. Τρεις καθηγητές επάνω στην έδρα κι εμείς καμιά εξηνταριά δωδεκάχρονα μόλις είχαμε αφήσει το Δημοτικό. Ήρθε η σειρά μου να διαβάσω. Όταν τέλειωσα μια καθηγήτρια με ρωτάει: "Με τι βαθμό προβιβάστηκες από την Έκτη;" "Με 10", απαντώ. Γυρίζει στους άλλους καθηγητές και λέει αυτό που θυμάμαι ακόμα και χαίρομαι: "Είδες πώς φαίνονται τα 10ρια;" 

Αυτή η κουβέντα, κάθε που διαβάζω σε κοινό, με συνοδεύει ακόμα.  

Κατά τα άλλα, έχω μήνες να γράψω κάτι αξιόλογο. Αυτό το πάρε δώσε με τους εκδότες με έχει κουράσει και απογοητεύσει. Τα πρωινά δουλεύω οικοδομή. Κολλάω πλακάκια στο μελλοντικό μου σπίτι των 45 τετραγωνικών. Τα κολλάω γελοία και κάθε ένα που κολλάω σκέφτομαι τον πλακά που μου κόλλησε τα πλακάκια του μπάνιου. "Είναι χάλια", θα πει. "Σκοντάφτεις", θα πει. "Θα σπάσουν" θα πει. "Τα έχεις κόψει στραβα", θα πει όταν θα έρθει για τα ντουλάπια. Είναι Γερμανός και δεν κρύβει λόγια. Είναι σκληρό καρύδι και καλός στη δουλειά του και σε ό, τι πει θα έχει δίκιο, ο Λουτς. Και όταν θα τον κοιτάζω που θα τα κοιτάζει μετά βδελυγμίας ,θα έχει δίκιο. Ωστόσο εγώ τοποθετώντας τα φτηνά μου πλακάκια θα ξέρω πού σκοντάφτω. Και αν κάποιο σπάσει θα το ξεκολλήσω και θα το ξανακολλήσω από την αρχή. Όσο για τα στραβοκομμένα; Και σιγά μη με νοιάζει, δεν θα με ματιάζουνε κιόλας! Γλύτωσα όμως τουλάχιστον ένα χιλιάρικο - που δεν το είχα- κι εκεί όλα μου φαίνονται ίσια και όμορφα και δικά μου! 

Σήμερα λέω να μη δουλέψω οικοδομή. Νιώθω το σώμα μου κουρασμένο. Θα χαζέψω στην πολυθρόνα όλη μέρα. Φαγητό έχω από χτες. Δεν θα χρειαστεί ούτε καν να μαγειρέψω. 

Αυτές ήτο οι έγνοιες ενός οικοδόμου το πρωί και ενός πνευματικού ανθρώπου τις νύχτες. 

Σύντροφοι, Αλληλούια!

Τρίτη 3 Μαΐου 2022

Κάποιος που



Ένας άνθρωπος που αγαπάει
κλέβει άγριες μαργαρίτες
μυρίζει φύλλα άγριου δυόσμου
αποτυπώνει το πέταγμα της μέλισσας
αποθηκεύει στη μνήμη 
τους ήχους των πουλιών
του νερού 
ακόμα και του δυνατού αέρα
που μαδά τ' αθώα άνθη λεμονιάς 
ένας άνθρωπος που κάποτε αγαπούσε
δαγκώνει χλωρά μύγδαλα
και μαζεύει με χέρια που πονάνε
μικρά σαλιγκάρια
ένας άνθρωπος που τριγυρίζει άσκοπα
στα μεθυσμένα από χρώματα χωράφια
όταν κοιμάται
ονειρεύεται και πάλι
την αγάπη.