Τρίτη 4 Ιανουαρίου 2022

Το κοκαλάκι της νυχτερίδας


 Όπως τότε που παγίδεψε και σκότωσε μια μικρή νυχτερίδα για να κρατήσει το κοκαλάκι της. 


Και όπως τότε που χάρισε ένα από τα κοκαλάκια στη Ρούλα και η Ρούλα το έχασε. 

Μολύβι

 


Όπως τότε που στο δημοτικό κάρφωσα το μολύβι 

στην παλάμη της διπλανής μου. 


Κυριακή 2 Ιανουαρίου 2022

Αγαπομίσος

 


Αγαπομίσος τρέφουν όλα τα έμβια όντα για αναρίθμητα πράγματα.

Οι χοντροί (με βάζω μέσα) αγαπούν το φαγητό και συγχρόνως το μισούν επειδή τους παχαίνει. Επειδή δεν μένει μονάχα η ευχαρίστηση της γεύσης αλλά και τα σκατοκιλά. 

Οι παντρεμένοι τρέφουν αγαπομίσος για τους-τις συντρόφους τους. Επειδή δεν είναι μόνο η ευχαρίστηση της συντροφικότητας αλλά και τα λερωμένα σώβρακα και οι εκνευριστικοί τρόποι του άλλου. 

Οι συγγραφείς λατρεύουν τη λευκή άδεια σελίδα αλλά την ίδια στιγμή τη μισούν γιατί πολλέςφορές δεν τους επιτρέπει να τη γεμίσουν.

Οι δάσκαλοι τρέφουν αγαπομίσος  για τους μαθητές τους.

Τα παιδιά για τους γονείς τους. Οι γονείς για τα παιδιά τους. Οι εραστές. 

Για ό, τι αγαπάμε υπάρχει μέσα μας και το αντίστροφο συναίσθημα. 

 

Τρίτη 28 Δεκεμβρίου 2021

Η Άσκηση

 


Από: Εργαστήρι δημιουργικής γραφής - Διά βίου μάθησης

Δραστηριότητα 4

Περιγράψτε ένα ηλιοβασίλεμα, ξεκινώντας με τη λέξη: «Μαργαριτάρι» και τελειώνοντας με τη λέξη «καρπός».

Μαργαριτάρι ή μια στάλα νερό ήταν αυτό που έσταξε στην παλάμη μου; Στην άκρη του βράχου στο Σούνιο. Άφραγκη, χωρίς αγαπημένο, με μια μόνιμη θλίψη τους τελευταίους μήνες, έτοιμη να τα παρατήσω όλα και να βουτήξω στο παγωμένο νερό. Και μόνο το παγωμένο νερό από μόνο του ίσως σταματούσε την καρδιά μου. Είχα διαλέξει απόγευμα. Λένε ότι στο Σούνιο ο ήλιος δύει με μεγαλοπρέπεια, με ονειρική ομορφιά κ εγώ ήθελα η τελευταία ματιά μου να κλείνει κάτι όμορφο. Δεν ξέρω τι είδα πρώτο σαν βγήκα από την κοιλιά της μάνας μου, ούτε αν ήταν όμορφο. ωστόσο, σκέφτηκα ότι μπορώ να διαλέξω τι θα δω τελευταίο.  Τουλάχιστον να φύγω με ομορφιά.

Ο ήλιος χαμήλωνε προς τη θάλασσα. Ο ήλιος ένας πορτοκαλής δίσκος, καθαρός, τίμιος, μεγάλος. Ο ήλιος το αρσενικό κι η θάλασσα το θηλυκό. Σε λίγο θα βυθιζόταν μέσα της και θα χανόταν μέσα της. Η θάλασσα δεκτική, πληθωρική, μια μαλακή αγκαλιά. Μπροστά μου παρέμενε γαλάζια μα στο σημείο που θα τον δέχονταν μέσα της, άρχιζε και κοκκίνιζε. Μια μικρή βάρκα πέρασε πάνω από το κόκκινό της, μπροστά από τον κόκκινο ήλιο. Πήρα την απόφαση να πεσω την ίδια στιγμή που η θάλασσα θα άνοιγε να δεχτεί εκείνον. Και τότε, περιμένοντας το σωστό λεπτό, τότε που στημένη στις μύτες των ποδιών μου έκανα να πέσω απλώνοντας τα χέρια σαν αγκαλιά, τότε ήρθε το μαργαριτάρι στην ανοιχτή παλάμη μου. Δευτερόλεπτα ήταν. Το κοίταξα. Έλαμπε μισό κόκκινο, μισό λευκό, μισό φως, μισό νερό, μισό ήλιος, μισό θάλασσα. Έγλυψα την παλάμη μου και η στάλα είχε αλάτι. Και τότε, λες και η στάλα με μάγεψε και δεν ήθελα να πεθάνω πια. Ο ήλιος βούτηξε με λαχτάρα μέσα στο ήσυχο νερό. Αργά, κατευναστικά, αμίλητα, ώσπου χάθηκε. Και σκέφτηκα ότι τούτοι οι δύο εραστές είναι άπιαστοι. Κανέναν από τους δύο δεν μπορείς να κρατήσεις  με το χέρι. Το μόνο που απομένει είναι το αλάτι. Άφησα ανάλατη τη ζωή μου κι έφτασα ως εδώ. Τι απομένει; Το μόνο που απομένει είναι το αλάτι. Ο καρπός τους. 

Υ.Γ. 1 (τρελαίνομαι και για τους δύο τίτλους: "εργαστήρι γραφής" (άκου τώρα: "εργαστήρι!" όπου δηλώνει ότι πέφτει δουλειά! Και "δια βίου μάθησης": δια βίου. Πολύ εγώ. Διά βίου μαθήτρια!)

Υ.Γ. 2 Άντε, και καλή χρονιά! Καλά μυαλά μας εύχομαι! 

Υ.Γ.3 Τα παιδία (γιατί να μην) παίζει;

   

Παρασκευή 24 Δεκεμβρίου 2021

Τα κάλαντα του 2021

 

Τα τσιγγανάκια έρχονται να πούνε τα κάλαντα. Χτυπά κουδούνι στις 7:08 το πρωί. Είσαι ξύπνια αλλά χουζουρεύεις. Το τσιγγανάκι πάει να τυραννήσει άλλους και να ξανάρθει. Επιστρέφει στις 8:08. Συνέπεια. Είναι ένα κοριτσάκι κοντά στα δώδεκα. Λέει κάτι κάλαντα που δεν είναι κάλαντα. Ξεκινάει με το "καλήν εσπέραν". Το μυαλό μου σταματάει εκεί. Της δίνω τα λεφτά ενώ τη μαλώνω χαμογελαστά που ήρθε τόσο πρωί.  Το δεύτερο τραγούδι έρχεται από δύο μικρότερα, μαυριδερά, πανέμορφα αγοράκια. Η μάνα τσιγγάνα κάθεται παραπέρα στην κολόνα. Τα πιτσιρίκια λένε ό, τι νάναι. "Κι ο νοικοκύρης του σπιτιού χίλια χρόνια να ζήσει", λένε. Κι ύστερα το ένα από τα μικρά : "ένα μήνα να ζήσει". Τρομάζω. "Ε, όχι ρε φίλε και ένα μήνα, πες χίλια χρόνια". "Χίλια χρόνια", λέει ο μικρός. Γελάμε. Τους πληρώνω το μεροκάματο. Φεύγουν μετρώντας το χρόνο. "Χίλια χρόνια", το ένα. "Εκατό χρόνια", το άλλο. Τα σκυλιά γαυγίζουν. Τα παιδάκια δεν ξέρουν ούτε να μιλήσουν. Ποιος θα τα φροντίσει αυτά τα μικρά; 



Σάββατο 11 Δεκεμβρίου 2021

Πεθαμένοι έρωτες


 

Τον συναντάς σε συγγενικό γάμο έπειτα από δέκα χρόνια που έχεις να τον δεις κι έπειτα από είκοσι που τον έχεις χωρίσει. Απλώνεις το χέρι. Να μας ζήσουνε. Να μας ζήσουνε λέει κι εκείνος. 

Τον κοιτάς κατάματα. Προσπαθείς να αναγνωρίσεις μέσα στα μάτια του κάτι από τον έρωτα που σας ένωνε κάποτε. Κάτι από τους τρομαχτικούς καυγάδες που σας χώρισαν κάποτε. Δεν βρίσκεις τίποτα. Μιλάς, κοιτάς έναν ξένο. Είναι λες και σας σύστησαν εκείνη την ώρα που του άπλωσες το χέρι. Φταίει που κάποτε εκείνος φορούσε γυαλιά κι εσύ όχι, ενώ τώρα συμβαίνει το αντίθετο; Φταίει που εσύ προχώρησες και δεν είσαι πια το υποτακτικό πλάσμα που του είχε παραδοθεί; Φταίει που εκείνος σου μοιάζει τώρα τόσο φτωχός και μικρός; Τον συγχώρησες; Ψιθυρίζει κάτι μέσα σου. Εκείνον τον τότε, όχι. Απλά έχει περάσει τόσος καιρός και έχουν αλλάξει τόσο τα πράγματα, έχεις αλλάξει τόσο κι εσύ  που βλέπεις μπροστά σου  έναν ξένο με τον οποίο δεν θα ξαναμιλούσες ποτέ, κι ούτε θα ήθελες να τον γνωρίσεις παραπάνω για να τον έχεις στη ζωή σου.