Κυριακή 11 Ιουλίου 2021

Σύμφωνο συμβίωσης


 Θα υπάρχει πάντα στο ντουλάπι μας Ελληνικός καφές. Το πρωί που θα ξυπνάμε το πολύ πολύ να σου λέω μια "καλημέρα αγαπη μου" και να σου δίνω ένα γρήγορο φιλί πριν πάω στην κουζίνα να τον φτιάξω. Θα περιμένεις λίγο. Πρέπει να πιω μερικές γουλιές για να μπορώ να ανοίξω το στόμα και να συζητήσω. Ύστερα θα σου χαμογελάω και θα σε ρωτάω "τι θες", και θα σου στύβω πορτοκαλλάδα. Θα σε ταΐζω και θα σε περιποιούμαι. Θα μαγειρεύω για τα μεσημέρια γεμιστά και θα σου στέλνω φωτογραφίες από το φούρνο, να τις δεις όταν κάνεις διάλλειμμα από τη δουλειά.  Θα σε φαντάζομαι να τις βλέπεις και να χαμογελάς. 

Θα βαριέμαι να ξεσκονίζω, θα βαριέμαι να πλένω το μπάνιο. Θα βαριέμαι να ξαναβάζω τα ρούχα μου στη θέση τους όταν τα βγάζω από την ντουλάπα για να δω τι θα φορέσω όποτε πρόκειται να βγούμε βόλτα το βράδυ. 

Η πιο όμορφη ώρα μου θα είναι όταν θα σε περιμένω να γυρίσεις από τη δουλειά. Δεν θα κρατιέμαι και όλη την ώρα θα κοιτάζω το ρολόι από τη λαχτάρα μου, μέχρι  να σε δω να μπαίνεις στο σπίτι. Θα σου δίνω φιλί αποχωρισμού τα πρωινά που θα φεύγεις και φιλί καλωσορίσματος όταν έρχεσαι. Όρος απαράβατος, όπως ο πρωινός καφές. 

Μπορεί στο σπίτι να κάνεις την πιο σοβαρή δουλειά του κόσμου, κάποια που να θέλεις ησυχία και συγκέντρωση αλλά εγώ θα πλησιάζω αθόρυβα πίσω σου και θα σου φιλώ το σκυμμένο λαιμό. "Σαγαπάω" θα ψιθυρίζω και θα φεύγω για να μη σε ενοχλήσω.  

Τα βράδια κάτω από το κλιματιστικό. Το ξέρω πως ζεσταίνεσαι. Καναπές με πόδια ή χέρια ενωμένα, κάπου να με αγγίζεις, οπωσδήποτε.  Τις νύχτες θα ακουμπάω το πόδι μου στα δικά σου, να νιώθω ακόμα και στα βάθη του ύπνου μου πως είσαι εκεί. Μπορείς άφοβα να ροχαλίζεις, ξέρεις. Στην αρχή δεν θα μπορώ να κοιμηθώ και θα ξυπνάω με μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια. Μετά θα δεις,  θα συνηθίσω. Έτσι, όταν δεν θα ακουμπάω το πόδι μου στα δικά σου, θα μου φτάνει να σε ακούω.

Όταν θα πλένεις τα πιάτα θα έρχομαι πίσω σου να σε πειράζω και όταν θα τα πλένω εγώ θέλω να με πειράζεις κι εσύ. Κι όταν θα έχω παραπονάκια θα με αφήνεις να στα λέω. Έτσι, θα μου περνάει γρήγορα κια θα είμαστε πάλι καλά. Όταν σε βλέπω στενοχωρημένο θα σου κάνω τον κλόουν για να σου περάσει κάθε στενοχώρια. Και θα είμαι εκεί για ό, τι χρειάζεσαι.

Δεν θα σε φυλακίσω, να ξέρεις. Ούτε κι εσύ να με φυλακίσεις. Κράτα τους φίλους σου, κράτα τις βόλτες σου αφού μετά θα γυρίζεις σπίτι και θα με παίρνεις στην αγκαλιά σου. Θα σε δέχομαι όπως είσαι αφού θα ξέρω πως μ' αγαπάς. 


Υ.Γ.  Τι όμορφα τα φτιάχνει το μυαλό μας... 









Τρίτη 6 Ιουλίου 2021

Λυπάμαι που δεν θρώσκω άνω

 





Θέλω να γράψω κάτι που να σας εκπλήξει. Κάτι που να σας θορυβήσει κι εγώ να σας φαντάζομαι να γουρλώνετε τα μάτια και να χαίρομαι από μακριά. Θέλω να γράψω κάτι που ενώ θα το βλέπετε, δεν θα πιστεύετε ότι το βλέπετε. Ωστόσο στην τρέχουσα κατάσταση δεν έχω τίποτα ενδιαφέρον. Θα μπορούσα να επινοήσω κάτι αλλά τούτη την ώρα την πρωινή και πριν πιω καφέ, βαριέμαι τις επινοήσεις. 

Να κάτι που έχω πρόχειρο:   

Με πήρε χτες τηλέφωνο ένας άντρας που τον έχω φίλο κάμποσα χρόνια στο φβ. Με εξέπληξε. Κίνηση ματ, δεδομένου ότι δεν έχουμε ξαναμλήσει.  Η ματαιόδοξη γυναίκα μέσα μου το εξέλαβε ως καμάκι. Τι κάνεις τώρα; με ρωτάει. Γράφω. Του απαντώ με πλήρη συνείδηση για να τον κομπλάρω και πλήρης υπεροψίας για να τον εκπλήξω, συν μία ειδική ψυχρότητα στη φωνή που την προσαρμόζω με ευκολία σε καταστάσεις  καμακιών στις οποίες δεν έχω διάθεση να ενδώσω. Εσύ τι κάνεις;  τον ρωτάω και περιμένω να μου πει τίποτα, συνταξιούχος είμαι, διαβάζω, βάζω μαρούλια στον κήπο και περιμένω να μεγαλώσουν, μαλώνω με τη γυναίκα μου που δεν με καταλαβαίνει και τα λοιπά. 

Δημοσιογράφος ήμουν, μου απαντά, έγραφα. Τώρα, μη φανταστείς, ένα γεροντάκι είμαι.  Μου φάνηκε μεθυσμένος. Πώς έγινε και με πήρες τηλέφωνο; Ρωτάει η δικαστίνα μέσα μου. Δεν ξέρω, απαντάει. Είδα κάποιο κείμενό σου, δεν ξέρω.  Το πέτυχα να τον κομπλάρω, λέει ο δήμιος μέσα μου. Χτυπάει το σταθερό. Με συγχωρείς, θα σε κλείσω, του λέω, χτυπάει το σταθερό. Γεια. Γεια. Ούτε χάρηκα που πήρες, ούτε τι ακριβώς ήθελες, τίποτα. Γεια και στα μούτρα σου, είπε η αγενής μέσα μου. 

Σήμερα η περίεργη μέσα μου αναζήτησε το όνομά του στο διαδίκτυο. Ο άνθρωπος έλεγε αλήθεια. Έχει φωτογραφιές του από εκείνες τις παλιές τις χίππικες με τα μούσια και τα ατίθασα μαλλιά, από εκείνες που δείχνουν πως όταν ήταν νέος βρέθηκε στο Πολυτεχνείο και που όταν μεγάλωσε δεν θέλησε να παραδεχτεί πως μεγαλώνει.  Δηλαδή ένας άνθρωπος αιθεροβάμων, ένας ονειροπόλος. Αμέσως εξηγώ το λόγο του τηλεφωνήματος. Ας γίνουμε παρέα, ήθελε να πει. Ας μιλάμε για κάτι άλλο έξω από το εμβόλιο, γαμώτο. Ας μιλήσουμε ποητικά για την ποίηση, για κάτι πιο αιώνιο από τον άνθρωπο, ας κοιτάξουμε λίγο πιο πάνω από τα καθημερινά τετριμμένα, ας κοιτάξουμε ψηλά, γαμώτο. Άνω θρώσκω είναι ο άνθρωπος. Μέσα σε αυτόν τον πεζότατο κόσμο του τι θα φάμε, τι θα πιούμε, πόση βενζίνη θα βάλουμε, το εμβόλιο και τον κόβιντ, υπάρχουν άνθρωποι που ζητούν μιαν άλλου είδους επαφή, υπάρχουν κάποιοι που τα πόδια τους υψώνονται  λίγο παραπάνω από το εδαφος και ψάχνουν άλλους ίδιους. Κι εγώ που λαχταράω να υψώσω τα δικά μου πόδια λίγο παραπάνω από το έδαφος, βλέπω με λύπη ότι ποτέ δεν θα τα καταφέρω. Γιατί αν είχα την ικανότητα να πετάξω όπως ο ποιητής που με πήρε τηλέφωνο θα τον είχα αναγνωρίσει από την πρώτη στιγμή. Αλλά εμένα η σκέψη μου ήταν στο πόση βενζίνη θα βάλω στο αυτοκίνητο. Ζητάω συγγνώμη από το φίλο ποιητή. Να ένα από τα κείμενά του που ανακάλυψα.  

«.. Πανέμορφε έρωτά μου, ηδονικό ουρανομήκες αστέρι, υπέρτατε Θεέ των ζωών μου, άγιε κλεφτάκο του είναι μου, αγάπη, αγάπη, έρωτα, σ’ αγαπάω, αγάπη, σε χαϊδεύω με τη ζαχαρένια μου γλώσσα & τα μεγάλα κατακόκκινα χείλια μου, σου ρουφάω το υγρό που προέρχεται ακριβώς μεσ’ απ’ το σώμα σου & την ψυχούλα σου, σε δαγκώνω στο λαιμό, τράβα μου τα μαλλιά, σε γλύφω όπως τα παγωτά, γελάω, κλαίω, συνεπαίρνομαι, αγγίζω το θάνατο & πεθαίνω, έλα να με στείλεις έξω απ’ το σύμπαν, στους πιο ανέφικτους γαλαξίες, στους θεούς βασίλισσα, να με παίρνεις & να με ξαναγεννάς, κάθε φορά να γίνομαι & ένας νεογέννητος άνθρωπος, θα γίνω χίλιοι άνθρωποι, ένα εκατομμύριο, έλα, σε περιμένω, για να ζήσω & να πολλαπλασιαστώ…».

 Π.Β. , συγγνώμη. 

Σάββατο 3 Ιουλίου 2021

Η συνέντευξη

 Μέρες πάνω, μέρες κάτω. 

https://l.facebook.com/l.php?u=https%3A%2F%2Fwww.thematofylakes.gr%2Fsynentefksi-eftyxia-kosmadopoylou%2F%3Ffbclid%3DIwAR22KvEAfH3Nqvy71k6r2s91YMZL36f8OYxLPtjhd7_osUXtMjqGBjo692c&h=AT2dEQ8mS7tO8C4cMmFbT8KexUX_quFXZTEJH2jUs5TbF-K4qfLh6qulpgNgOQ-pm_4r-ehUQHorEOwcqVsD1-6M7inz18zl2SrlUE_eRttEwrfAIixCU0EC8xKObwes38eQg8EyzBa-9xz1NQ&__tn__=-UK-R&c[0]=AT2_w042GSCyaramDaC2lztQwZrnYkckICChExxdCYX54JZ_I1YE-s2_--4TNrJQPVWfW8LUxDNYyVZ_9Xfe7aFpzKWZujbcPFfFwXltMt002jXSQ7y84AYrbZXkSnpgneKxrAdBCtAuuizYJMILv8LZg9c


Τετάρτη 23 Ιουνίου 2021

Η ωραία μου μυρωδιά





Καθισμένη στον καναπέ. Ντοκυμαντέρ για τη βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας. Στενοχωριέμαι που πήγε όλος αυτός ο θησαυρός χαμένος. Σηκώνομαι. Πηγαίνω στο μπάνιο και φοράω κολώνια. Ύστερα μυρίζω. Μυρίζω γύρω, μυρίζω τα χέρια, τα μπράτσα μου, μυρίζω παντού. Μυρίζω νοσταλγώντας. Νοσταλγώ μυρίζοντας. Γίνεται μόνο του, γίνεται αυτόματα. 

Ύστερα στενοχωριέμαι που πάει όλος αυτός ο θησαυρός μου χαμένος.

Η ωραία μυρωδιά σκορπίζει στον άνεμο. 

Σάββατο 22 Μαΐου 2021

Η πατρίδα που λέγεται αγκαλιά

 




Δώσε μου πάλι χαρά...

Θέλω εκείνο το σώμα που ξέρω

Μη φεύγεις

Θέλω εκείνη τη φωνή που ξέρω

Εκείνο το αχ που βγαίνει από τα χείλη σου τη στιγμή που λιώνεις και με λιώνεις

Αχ λέξεις που δεν θα ειπωθούν ποτέ

Ώρες αγάπης που μας έχουν ξεφύγει για πάντα

Δε μιλώ πια

Δεν αντιστέκομαι

Αφήνομαι ολόκληρη στη θέλησή σου

Χρόνε

Άδικος που είσαι

Άδικοι οι ορίζοντες

Άδικα πάνε οι θάλασσες αγάπης που μας πνίγουν

Άδικα πρασινίζουν και μαραίνονται τα χωράφια 

Άδικοι οι τόποι που μας κατοικούν

Εκείνα τα στάχια

Εκείνα τα κύματα 

Εκείνα τα βότσαλα

Ο κοινός διαιρεμένος ήλιος

Τι απόσταση μεγάλη 

Που έχει το κεφάλι από την καρδιά μας

Χανόμαστε

Ένα τηλέφωνο, η σκέψη, τα λόγια

Δε φτάνουν

Δε φτάνουν χωρίς πατρίδα 

Υπάρχει μια πατρίδα για τον καθένα μας

Λέγεται αγκαλιά

Χανόμαστε. 




 




Πέμπτη 20 Μαΐου 2021

Στεγνός καιρός

 



Στεγνός καιρός.

Φωτογραφίες και καλημέρες.

Κάποιο τηλεφώνημα πού και πού

θυμίζει πως ζούμε

Λαλούσε ένα πουλί χτες έξω από την πόρτα μου 

Στάθηκα κάτω από το δέντρο. Δε με φοβήθηκε. Συνέχισε να τραγουδάει. 

Αναρωτήθηκα αν έχω γίνει αόρατη.

Ή Αγία. 

Ώσπου έφυγα.

Στεγνός καιρός.

Τα σιδερόχορτα φέτος δε μεγάλωσαν.

Μάης μήνας, μαράθηκαν κιόλας.

Κανένα σημείο αναφοράς 

Χάθηκε η άνοιξη και κανείς δεν το αναφέρει

Χάθηκε ο χρόνος

Στέγνωσε ο καιρός. 

Στεγνός.

Καιρός. 






Πέμπτη 13 Μαΐου 2021

Πιστεύω εις ένα Θεό





 Τι καλά! Τι καλά που σε έχω! Τι καλά που σε έχω στη διάθεσή μου όποτε σε χρειαστώ! 

Άκου. Άκου το τικ τακ του ρολογιού και τους χτύπους στα πλήκτρα. Άκου την ησυχία, άκου. 

Πιες μια γουλιά καφέ. Παράτα αυτή τη δουλειά και πιάσε άλλη. Ξύπνα όποτε θες. Κοιμήσου αργά ή νωρίς. Γράψε. Μίλα. Τηλεφώνα. Σκέψου. Πότισε τα λουλούδια. Φάε. Πιες. Διάβασε. Αυνανίσου. Μαγείρεψε. Βγες. Μπες. Βολτάρισε. Μάζεψε. Σκόρπισε. Θυμήσου. Ξέχνα. Γκρίνιαξε. Μύρισε. Μάλωσε. Μόνιασε. Κοίτα ή κλείσε τα μάτια. 

Άκου. Οι μόνοι ήχοι τα τικ τακ του ρολογιού και οι χτύποι στα πλήκτρα. 

Πιστεύω εις ένα Θεό

ποιητήν ουρανού και γης, 

ορατών τε πάντων, και αοράτων.