Τρίτη 15 Δεκεμβρίου 2020

ὥσπερ τὸ διαλελυμένον σχῆμα δεινότητα ποιεῖ

 

"ὥσπερ τὸ διαλελυμένον σχῆμα δεινότητα ποιεῖ"

                                                                                    Δημητρίου ρήτορος

Ξυπνώ. Ντύνομαι. Βγαίνω στην κουζίνα. (Βγαίνω ή μπαίνω; Ίσως το σωστό ρήμα να είναι "μπαίνω", ωστόσο μπορώ το ίδιο λογικά να χρησιμοποιήσω τον όρο  "βγαίνω" επειδή "βγαίνω" από την κρεβατοκάμαρα). (Συλλογισμός φιλοσοφικός, παρόμοιος με του Ρολάν Μπαρτ. Αγαπώ Ρολάν, pardonnez moi).
Ετοιμάζω καφέ. (Μπορώ να ξεφύγω αν θέλεις. Μπορώ να ξεφύγω και να με κοιτάς από κάτω. Όταν με πληγώνεις, σου φεύγω. Λίγο λίγο. Επειδή το να χρησιμοποιείς τα φτερά σου μετά από χρόνια ακινησίας είναι κοπιαστικό και η απόφαση ακόμα πιο κοπιαστικό να την πάρεις. Αλλά μπορώ).
Ο Δημήτρης χτες μελέτησε τους πλανήτες μου. Είδε λέει πως οι πλανήτες, μου έχουν χαρίσει πολλά δωράκια. Χάρηκα. (Αγαπώ δωράκια πλανητών. Εδώ μπαίνει ο καυγάς μου με το χρόνο. Δεν δουλεύω πια, ωστόσο, η μέρα ολόκληρη, νομίζω ότι δεν μου φτάνει).
Πέφτει η ματιά μου στο ρολόι του τοίχου. Πέντε. Τι κάνω εγώ ξύπνια, στις πέντε το πρωί; (Πραγματικά νομίζω ότι η μέρα δεν φτάνει). 
Έχω project. Σήμερα θέλω να επεξεργαστώ μια ιδέα για μια φωτογραφία και έπειτα έχω να παρακολουθήσω το σεμινάριο για τις σχέσεις (χτες επιτέλους πέρασα το δεύτερο τεστ αν και πήρα μόνο 80% (κι αυτό με μεγάλη δυσκολία, ενώ στο πρώτο τεστ είχα πάει σαφώς καλύτερα και το πήρα με την πρώτη), και μετά από το σεμινάριο να φτιάξω την καταραμένη τρύπα στον τοίχο και μετά να μαγειρέψω και μετά να διαβάσω και μετά να κάνω μια μικρή έρευνα για το επόμενο μεγαλεπήβολο σχέδιο που ετοιμάζω και thanks God που ο Δημήτρης με τους πλανήτες μου είπε ότι μπορεί και να πάει καλά). (Κοροϊδεύεις αλλά χτες απόκτησα προσωπικό αστρολόγο. Βήμα τώρα χωρίς αυτόν!)
Με τον καφέ μπαίνω στο γραφείο. Το σχέδιο για την επεξεργασία της φωτογραφίας πάει πίσω γιατί με το που με φωτίζει η οθόνη του υπολογιστή νιώθω την ακατανίκητη παρόρμηση να γράψω. (Σχεδόν ανεξέλεγκτη η παρόρμηση, σχεδόν ανεξέλεγκτα τα γραφόμενα, ωστόσο νιώθω ευτυχής). 
Μ' αυτά και μ' αυτά η ώρα έχει πάει 6:32. (Δεν μου φτάνει η μέρα, όχι). 

Είμαι ένα διαλελυμένο σχήμα, Δημήτρη με τους πλανήτες σου... Και ποιώ ό,τι μπορώ...
Συγχωράτε με.



Υ.Γ. 
"Τρέχει, τρέχει, τρέχει το νερό 
τρέχει το νερό, το νερό στ' αυλάκι
σ' άλλον έδωσες φιλάκι."




 


 



 

Κυριακή 13 Δεκεμβρίου 2020

Να μην υπεισέλθω σε λεπτομέρειες

 

Να σε βασανίζει πρώτα μια ανάρτηση που εκ των υστέρων τη βρήκες άκρως επιθετική και λες να προλάβω να την κατεβάσω κι ύστερα να σε βασανίζει ενα όνειρο και μετά να ξυπνάς για δουλειά και για να διορθώσεις όλα αυτά που θεωρείς κακώς κείμενα και με το που κατεβαίνεις από το κρεβάτι να πατάς σε νερά;;;;;

Τι καλύτερο!  Όχι πες μου!

Να μην υπεισέλθω σε λεπτομέρειες. Λίμνη η κρεβατοκάμαρα.

Πριν πιω καφέ σφουγγαρίζω...





 

 




























 




Σάββατο 12 Δεκεμβρίου 2020

Μα ω πεπρωμένο ανήκεστο




Ορθογώνια και φωτισμένη εμπρός σου. Καρτερεί. Καρτέρι. Καρτέρι. Λέω πολλές φορές τη λέξη. Επαναλαμβάνω. Καρτέρι. Την επαναλαμβάνω τόσες φορές, που χάνει το νόημά της. Την κομματιάζω. Τη σπάζω στα δύο στα τρία, τη συλλαβίζω. Της ξανα-επιτρέπω να αποκτήσει το νόημά της: Καρτέρι. Αυτοί που μας στήνουν καρτέρι. Εμείς που στήνουμε καρτέρι σε άλλους. Ποιοι στήνουν καρτέρι; Αυτοί που δεν έχουν καλό σκοπό.  Διαφορετικά θα έβγαιναν μπροστά. Ούτε καρτέρι ούτε τίποτα. Καρτέρι στήνει αυτός που περιμένει να δει κάτι που ο άλλος δεν θέλει να μαρτυρήσει. Άλλη λέξη γι' αυτόν που στήνει καρτέρι: παρακολουθεί. Καρτέρι στήνει το ζώο που περιμένει το θήραμα να περάσει για να το φάει. Καρτέρι στήνει ο δολοφόνος στο θύμα του. Καρτέρι είναι στην ουσία λέξη κακή, δεν προμηνύει κάτι καλό, αντίθετα έχει χρησιμοποιηθεί ως κακή έννοια, πλειστάκις: του είχε στήσει καρτέρι ο θάνατος. 

Μα ω πεπρωμένο ανήκεστο!


Ήρθε καιρός να κάνω μάθημα πάλι. Μάθημα. Μα ένα μάθημα που αξέχαστο πρέπει να μείνει. Θα επιμείνω στη σελίδα "μην κομματιάζεις την καρδιά του άλλου". Ρώτησέ τον από την αρχή: "Θέλεις να κομματιάσω την καρδιά σου;" Μπορεί να πει: "Ναι. Ελεύθερα. Κάνε ό, τι τραβάει η ψυχή σου". Να, που σου δίνει την άδεια. Εκεί, αλώνισε καταπώς νομίζεις σωστό. Τώρα, το να εισχωρήσεις μέσα στον άλλο και να τον καλοπιάνεις ίσαμε να αρχίσεις να κομματιάζεις την καρδιά του, αυτό θεωρείται ανόσιο. Ανόσιο. Μπούλινγκ; Άτιμο; Ύπουλο; Κακούργημα; Δολοφονία; Ανήκεστος βλάβη μετά δόλου; 

Ανήκεστος; 

ανήκεστος -ος / -η -ο [aníkestos] Ε17 : (λόγ.) μόνο στην έκφραση ~ / ανήκεστη βλάβη, που δεν μπορεί να θεραπευτεί, ανεπανόρθωτη.
[Λεξικό Γεωργακά]
ανήκεστος, -η, -ο [anícestos] (L) 
  • incurable, irreparable (synL ανίατος, αθεράπευτος, ant L θεραπεύσιμος): 
    • οι γιατροί γνωμάτευσαν ανήκεστη βλάβη | 
    • αποφυλακίστηκε λόγω ανηκέστου βλάβης της υγείας του | 
    • μας παρηγορεί και μας στηρίζει για να αντέχουμε ευκολότερα στις ανήκεστες θλίψεις της υλικής καιρικότητας (Tsatsos) | 
    • poem μα ω πεπρωμένο ανήκεστο (Athanas) 

Κανένα εμπόδιο δεν εστάθη στον έρωτά μας ως εδώ! 

Τριαντάφυλλο χωρίς αγκάθι, γλυκιά φωτιά χωρίς σποδό. 

Τόσο ατρικύμιστη ευτυχία! τόσο ασυννέφιαστη χαρά! 

Ξύπνα μια μέρα με αθυμία και πίκρανέ με μια φορά. 

Θέλω ένα νέφος να περάσει στον ουρανό μας το γλαυκό. 

Τρέμω η γαλήνη μην ξεσπάσει σε πιο χειρότερο κακό...

Γεώργιος Αθάνας

(Θυμάμαι ακόμα και ποίημά του από το Δημοτικό)


Σκόρπια όλα.

Σκόρπια όλα. 

Κι ούτε μια βροχή σήμερα. 

(Τι μου έστειλες, μάτια μου; Τώρα έχω ίντερνετ).

Ω ανήκεστο πεπρωμένο!

Παρασκευή 11 Δεκεμβρίου 2020

Οι δράκοι μέσα μας

 





Ευτυχώς που υπάρχει αυτή η γωνιά εδωνά για να αδειάζεις την καθημερινή σου φρίκη. Το ερώτημα των τελευταίων ημερών που παραμένει αναπάντητο είναι αν την  καθημερινή σου φρίκη στη μεταδίδουν οι άλλοι με τα λόγια και τις πράξεις τους ή αν τη δημιουργείς εσύ ο ίδιος στον εαυτό σου. 

Συνηθισμένος στη δραματουργία μοιάζει να μην έχει νόημα η ζωή χωρίς αυτήν. Χωρίς δηλαδή να τρέχουνε δράματα γύρω σου, η ζωή σού φαίνεται βαρετή. Έχεις ανάγκη το δράμα, τις δυνατές καταστάσεις που από παιδί γνωρίζεις καλά, είναι το σενάριό σου, μόνο μέσα σε αυτό νιώθεις οικεία. Τι σημασία έχει αν αφού το συνειδητοποίησες έπρεπε συγχρόνως να αρχίσεις να το ελέγχεις; Τι σημασία έχει που το βρίσκεις υπερβολικό ακόμα κι εσύ ο ίδιος; Τι σημασία έχει αν αναγνωρίζεις την ταλαιπώρια που τραβάς κάθε φορά που επιδιώκεις το δράμα; Το δράμα δεν γίνεται να μην είναι εκεί. 

Διότι ό, τι δεν περιέχει δράμα, δεν είναι ενδιαφέρον. 

Δυσλειτουργικά παιδικά χρόνια, λένε οι ψυχολόγοι. Δεν αποβάλλονται, λένε. Ζούμε με αυτά. Ώσπου να πεθάνουμε, λένε, ζούμε με το παιδάκι μέσα μας. Τρομαγμένο είναι; Χαμένο είναι; Μόνο του είναι; Μοναχικό; Έχει κάποτε φοβηθεί να είναι ο εαυτός του; Μ' αυτό ζούμε. Βρείτε το παιδί που τρέμει μέσα σας. Το παιδάκι που ακόμα ζει με άγχος εγκατάλειψης, το παιδάκι που τρομάζει τις φωνές του πατέρα προς τη μάνα, το παιδάκι που νιώθει αβοήθητο, το παιδάκι που νιώθει υπέυθυνο για όλους και όλα και το παιδάκι που κάνει τα πάντα για να σκοτώσει αυτούς τους δράκους. 

Εγώ είμαι. Εσύ είσαι. Όλοι είμαστε. Και ο καθένας πορεύεται μόνος του. Πολεμάει μόνος του. 

Οι δράκοι μας; Ανίκητοι. Τεράστιοι για να τους θάψουμε βαθιά μέσα μας, δεν μπορούμε να προσποιηθούμε πως δεν υπάρχουν, στο κάτω κάτω οι ίδιοι δεν μας αφήνουν να τους ξεχάσουμε.

Θα πεθάνουν μόνο μαζί μας. 

Το μόνο παρήγορο είναι ότι ξέρουμε πως είναι εκεί. Κι αυτό βοηθάει πού και πού να φυλαγόμαστε από την καυτερή τους ανάσα. 



Παρασκευή 4 Δεκεμβρίου 2020

Το όνειρο

 


Έτυχε να 'χω την εξώπορτα ανοιχτή. Ένα ξανθό αγόρι σταμάτησε απέξω. Οδηγεί μια μηχανή μεγάλου κυβισμού. Κοντά του είχε δυο αγόρια ακόμα, φίλους του, πεζούς. Είχα κι εγώ μια φίλη που στεκόταν δίπλα μου. Η Νίκη; 

Κοιταχτήκαμε. Ρώτησα με το βλέμμα τι θέλει. Νόμιζα πως κάτι έφερνε με courier. Εκείνος οδήγησε με τη μηχανή του μέσα στην αυλή. 

-Τι θέλεις; ρώτησα. 

Μου μιλάει στον πληθυντικό.

-Θέλω να σας αφήσω τη μηχανή μου, να μου τη φυλάξετε για λίγο καιρό. Ποιο είναι το καλύτερο μέρος για να την κρύψω; 

Κοιτάζει γύρω ψάχνοντας. Οι δύο φίλοι του κάνουν γύρο στον κήπο για να βρουν το σωστό μέρος. 

Του δείχνω ένα σημείο μπροστά, κάτω από τους θάμνους. 

-Εδώ είναι το καλύτερο. Εδώ έβαζα κι εγώ τη δική μου. Οι θάμνοι θα την κρύβουν από το δρόμο.  

Κοιτάζει εκεί που του δείχνω. Μοιάζει να με πιστεύει. Βάζει τη μηχανή εκεί. Οι φίλοι του κι η φίλη μου μας κοιτάζουν. Απλώνει το χέρι και μου δίνει μια αρμαθιά κλειδιά. 

-Αυτά είναι τα κλειδιά του σπιτιού μου και της μηχανής μου. Πάρτα. Σε εμπιστεύομαι. 

Μου μιλάει στον ενικό τώρα. Εγώ ακόμα δεν τον έχω εμπιστευτεί. Γιατί το κάνει; Γιατί εμένα; Κάτι κρύβεται από πίσω; Ωστόσο παίρνω τα κλειδιά. 

-Εγώ δεν θα σου δώσω κλειδιά, να ξέρεις, του λέω. Ούτε καν της εξώπορτας. Αν θελήσεις να την πάρεις, θα με πάρεις τηλέφωνο. Δείχνει να συμφωνεί. 

-Οι σοβάδες είναι γεροί, εδώ ε; ρωτάει. 

Απαντάω καχύποπτα. 

-Γιατί; Θα μου τρυπήσεις τον τοίχο; 

Φοβάμαι μη με κλέψει. Γελάει. Παρατηρώ ότι λάμπει. Ξανθά μαλλιά, ανοιχτόχρωμα μάτια. Μαρέσει. 

-Όχι, βέβαια! απαντάει. Έτσι ρώτησα. 

Από μέσα μου χαίρομαι που με εμπιστεύεται. Και χαίρομαι που θα φυλάξω τη μηχανή του. Και ήδη μέσα μου, με κάποιον τρόπο, ξέρω ότι με τον καιρό θα τον εμπιστευτώ κι εγώ. Και αυτό μαρέσει.




Δευτέρα 30 Νοεμβρίου 2020

Κατηραμένη








Η ποίηση πολύν καιρό έχει να μου χτυπήσει την πόρτα.
Δεν της κακιώνω όπως δεν μου κακιώνει κι αυτή. 
Η σχέση μας είναι ελεύθερη και ρομαντική. 
Όμως ό,τι πιστεύω για ρομαντικό, γκρεμίζεται.  

Ουτοπίστρια και αιθεροβάμων κατηραμένη
εκχύουσα ενίοτε σκέψεις υδατικάς, συγχρόνως  υδροφόρας τε υφαλμύρους
εν τόπω χλοερώ κινουμένη
θεωρητικώς Παραδείσιον 
μολοντούτο Κολασιακόν
ενεχομένη εντός σαρκίου θηλυκού τε αδυνάμου
ενέχουσα πνεύμα ένσπερμον τε διαυγές 
ηθολογικώς περιπεπλεγμένη
ηθικώς τε διαλελυμένη.  



Βραδινά ξενύχτια
άσχημος ύπνος
βασανιστικές ώρες μέσα στη μέρα
βασανιστικές σκέψεις
ερωτήματα και ερωτηματικά
γιατί ποιος εκτός από σένα νιώθει όπως νιώθεις 
και ποιος εκτός από σένα ξέρει πόσο αντέχεις το θέαμα
όταν ξαφνικά το πέπλο σηκώνεται
εξοβελίζοντας την πραγματικότητά σου 
ποιο σενάριο επαναλαμβάνεις
ποια κατάρα δεν μπορείς να ξορκίσεις 
ποια σημεία χρήζουν απόφασης 
πόσο αντέχεις τις  αποφάσεις αυτές 
Θέλεις; 
Ή έχεις πρόθεση να κοροϊδέψεις. 











Σάββατο 28 Νοεμβρίου 2020

Ο κύριος Παρασκευάς


 Κλάδευα μια μέρα στον κήπο μου. Ένα αυτοκίνητο πέρασε στο δρόμο με αργή ταχύτητα, μια αντρική φιγούρα κοιτούσε προς τα μένα που τραβοπαλιόμουν ανάμεσα στα φύλλα. Μου φάνηκε σαν τον μακρινό ξάδερφο Γιώργο που μένει δυο δρόμους παρακάτω. Μονάχα αυτός περνάει απέξω, κόβει ταχύτητα και φωνάζει: "Έφηηηη!" Κούνησα το χέρι για χαιρετισμό. Το αυτοκίνητο σταμάτησε. Με το που σταμάτησε, σίγουρη πως είναι ο Γιώργος, πλησίασα τα κάγκελα. 
Ο άντρας, ένας κύριος σχεδόν ηλικιωμένος, άγνωστος. Ζήτησα συγνώμη, εξήγησα. Είπε δεν πειράζει, συμβαίνουν αυτά. Γελάσαμε. Μου είπε ότι είναι γείτονας και τον λένε Παρασκευά. 

Την επόμενη μέρα, χτύπησε την πόρτα μου. Κρατούσε μια νάιλον τσάντα γεμάτη ρόδια. 

"Τα τρως τα ρόδια;"  με ρώτησε. 

"Τα τρώω" είπα, και ξεκλείδωσα την πόρτα. 

Έφτιαξα καφέ, καθίσαμε στη βεράντα. Ήταν πρώην μάγειρας στα καράβια, τώρα συνταξιούχος και έχει ένα μεγάλο γιο με τον οποίο δεν έχει πολλές σχέσεις. 

Ήταν γελαστός και ευχάριστος και από ό,τι κατάλαβα, πολύ δημοφιλής. Όχι μόνο ήξερε όλη τη γειτονιά, αλλά και όλο το χωριό. Εγώ τότε δεν είχα ηλεκτρικό ρεύμα στο σπίτι. Είχα κάποιες λάμπες από αυτές που παίρνουμε στις κατασκηνώσεις, δυο τρία ηλιακά πορτατίφ που αν δεν είχε ήλιο δεν μπορούσα να τα φορτίσω και μερικούς φακούς που έσερνα από δωμάτιο σε δωμάτιο για να βρω σχεδόν στα τυφλά το μπάνιο ή τα πράγματά μου. Μου είπε ότι το να με βοηθήσει να βάλω ηλεκτρικό είναι το πιο εύκολο. Έχει κάποιον φίλο που δουλεύει στην εταιρεία ηλεκτροδότησης και θα βρει τρόπο να τα καταφέρει, με κάποιο λάδωμα, φυσικά. Λάδωμα; Ε, ναι! Μπροστά στο μαρτύριο του σκοταδιού, ναι! Πήρα θάρρος.  Ήπιε τον καφέ του με την υπόσχεση ότι αύριο θα ξανάρθει γιατί έχει να μου φέρει κάτι. Ήρθε με μια μικρή σακούλα. Μου εξήγησε ότι πριν καιρό συζούσε με μια γυναίκα η οποία αποδείχτηκε αλήτισσα. Δήθεν για να ζήσουν σε καλύτερο σπίτι, τον έβαλε να χτίσει ένα διώροφο και τον έπεισε να της το γράψει για λόγους εφορίας. 

"Έτσι κι αλλιώς μέναμε χρόνια μαζί, δεν υπήρχε θέμα εμπιστοσύνης". 

Ωστόσο, θέμα εμπιστοσύνης  υπήρχε. Μόλις της το έγραψε, τον πέταξε έξω. 

Ο Παρασκευάς κατάπιε τον πόνο του κι έχτισε άλλο σπίτι, καινούργιο. 

"Να έρθεις μια μέρα, να σε κεράσω κι εγώ καφέ". 

Μου πρότεινε τη νάιλον σακούλα. 

"Πάρτα αυτά. Δες αν τα θέλεις. Μου τα άφησε στο σπίτι, πάνε δυο χρόνια τώρα που χωρίσαμε. Κράτησέ τα εσύ, εγώ τι να τα κάνω;" 

Κάτι σκουλαρίκια με πορτοκαλιές πέτρες, κάτι βραχιολια, χρωματιστά κολιέ, στρας, ψεύτικες αλυσίδες για το λαιμό. 

Σκέφτηκα ότι ποτέ δεν θα τα φορούσα. Αλλά τα μάτια του Παρασκευά λάμπανε τόσο από χαρά που βρήκε άνθρωπο να τα δώσει, που δεν μπορούσα να τον κακοκαρδίσω. Είπα ευχαριστώ και τα πήρα. 

Άρχισε να μου ανοίγεται. Είχε μια αδελφή που ζούσε με την οικογένειά της, είχε ανίψια. Μου είπε πως πλησιάζοντας η γιορτή του ήθελε να μαζέψει φίλους, να μαγειρέψει για όλους, να ανοίξει επιτέλους το σπίτι του. Με κάλεσε. 

"Ευχαρίστως".

"Πριν όμως, θέλω μια μεγάλη χάρη από σένα. Να πάμε μαζί στο ΙΚΕΑ για να αγοράσω έναν καναπέ. Θα ήθελα το γούστο σου". 

"Να πάμε, γιατί όχι;"

Ήδη μου είχε φερθεί πολύ ευγενικά. Ζήτησα να δω το σπίτι του για να δω τι ταιριάζει. Με πήγε. Καινούργιο, καλή κατασκευή, ακριβά ντουλάπια, πλακάκια, δεν είχε λυπηθεί χρήμα. 

Κάποια μέρα έρχεται και με παίρνει, πηγαίνουμε στο μαγαζί.  Του είπα το γούστο μου. Το μάτι του όμως είχε κολλήσει σε έναν λευκό, δερμάτινο καπιτονέ καναπέ που έκανε ενάμιση χιλιάρικο. Ο Παρασκευάς τον κοιτούσε και τον χάιδευε. 

"Αυτόν θέλω", μου είπε. 

"Δεν είναι κάπως ακριβός; Και... το λευκό ταιριάζει με τα υπόλοιπα έπιπλά σου;" είπα δειλά. 

"Αυτόν θέλω!" αποφάσισε ο Παρασκευάς και τον αγόρασε. 

Μαζί, μου έκανε δώρο  (για τον κόπο μου που τον συνόδεψα) ένα ταψί φούρνου, (σχεδόν με ανάγκασε να το πάρω, μα τι να το κάνω ένα ταψί ακόμα;) ένα γαλάζιο χαλί για το μπάνιο, (αυτό το πέταξε στο καλάθι με σιγουριά, χωρίς να με ρωτήσει αν ταιριάζει στο μπανιο μου, έτσι κι αλλιώς μέσα στο σπίτι μου δεν είχε μπει), και ενα μαξιλάρι ανατομικό που πάλι εκείνος αποφάσισε ότι πάνω του θα κοιμάμαι λέει, ωραία. (Όλα αυτά τα θυμήθηκα γιατί προχτές βρήκα το μαξιλάρι στην ντουλάπα και το έβαλα στο κρεβάτι μου. Έτσι θυμήθηκα τον Παρασκευά. Το μαξιλάρι βέβαια, πάλι θα ξαναμπεί στην ντουλάπα γιατί ούτε τώρα με βολεύει).

Μέχρι να πλησιάσει η γιορτή του με έφερνε σε επαφή με διάφορους ντόπιους. Εγώ ακολουθούσα, μη γνωρίζοντας ποιος από όλους είναι ο άνθρωπος της ηλεκτροδοτικής εταιρείας. Ένιωσα όμως ότι, με κάποιον τρόπο, με επιδείκνυε.

Στη γιορτή στο σπίτι του, πήγα. Είχε μαζέψει καμιά  25ρια άτομα. Είχε μαγειρέψει και του πουλιού το γάλα. Όλα υπέροχα. Να φάνε 100 άνθρωποι, όχι 25.  Μου τους σύστησε όλους. Μου σύστησε και την αδελφή του η οποία με κοίταξε από πάνω ίσαμε κάτω. Αρχίζω να καταλαβαίνω ότι ο Παρακευάς με προορίζει για μελλοντική νύφη. Μαγκώνομαι και μαζεύομαι. Βρίσκω μια δικαιολογία και φεύγω νωρίς.  Τον είδα που στενοχωρήθηκε. Την επόμενη ήρθε σπίτι μου και μου έφερε φαγητά που περίσσεψαν.

Λέω ευχαριστώ και του μιλάω στα ίσα. Του λέω ότι εγώ τον βλέπω σαν γείτονα και φίλο και ότι έχω κατάλαβει πως εκείνος έχει αρχίσει να με βλέπει αλλιώς. Ενώ του λέω αυτά, μου κάνει πρόταση γάμου. Επιτόπου, στη βεράντα μου. Μου υπόσχεται να μου γράψει το σπίτι του, ότι θα με έχει σαν βασίλισσα και ότι θα μου μαγειρεύει εκείνος μέσα στο σπίτι, αφού είναι μάγειρας. 

Πήγα να το προλάβω και δεν το πρόλαβα. 

Του εξηγώ πάλι και  μετά από ώρα, δείχνει ότι καταλαβαίνει. Φεύγει και την επόμενη έρχεται με μια τσάντα της Λαϊκής. Μέσα έχει 20 ζευγάρια κάλτσες. 

"Κάλτσες για σένα και για τα παιδιά σου, και μερικά μποξεράκια γαι τα αγόρια σου. Έχω ένα φίλο στη Λαϊκή και σκέφτηκα να σου φέρω μερικά ζευγάρια". 

Μετά τις κάλτσες, μου εξομολογείται ότι έχει καημό να ταξιδέψει και, έστω και σαν φίλοι, να πάμε μαζί διακοπές. 

"Έχω καημό να πάω στη Βιέννη για Χριστούγεννα. Έχω ένα φίλο που δουλεύει σε γραφείο ταξιδιωτικό. Θα μας κλείσει τα καλύτερα! Αναλαμβάνω όλα τα έξοδα", μου λέει. 

"Γιατί θα τα αναλάβεις όλα;" 

"Μου φτάνει η παρέα σου", μου λέει. 

"Και πώς σκέφτεσαι ότι θα κοιμόμαστε στις διακοπές;" το τραβάω παραπέρα για να τον κάνω να πάψει να ονειρεύεται. "Στο ίδιο δωμάτιο;"  

"Ε, ναι! Δύο κρεβάτια θα έχουμε, μη φοβάσαι! Για να μην πληρώνουμε δύο δωμάτια!" 

Του ξαναεξηγώ ότι αυτό είναι αδύνατο και ότι δεν υπάρχει περίπτωση να συμβεί. Αρνιέμαι ευγενικά, τον ευχαριστώ για την καλή του πρόθεση και παρατάω κάθε προσπάθεια να τον κάνω να καταλάβει. 

Τον έκοψα από φίλο. Δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς. δεν ξαναχτύπησε την πόρτα μου. Περνούσε απέξω, σταματούσε για λίγο, εγώ κρυμμένη. Κάποια στιγμή, βαρέθηκε. Το  κατάλαβε. Τέλος.

Τον συνάντησα πριν ένα μήνα, τον καλό μου, δοτικό μου, Παρασκευά. Στεκόμασταν και οι δύο στο ταμείο του σούπερ μάρκετ. Χάρηκα. 

"Τι κάνετε;" ρώτησα χαμογελώντας, γεμάτη ευγνωμοσύνη για την καλωσύνη που μου έδειξε τότε.  

Με κοίταξε. 

"Καλά, ευχαριστώ!" απάντησε. "Ο σύζυγος; Καλά;"