Κυριακή 22 Νοεμβρίου 2020

Γράφεις




 Γράφεις, σηκώνεσαι, πιάνεσαι, ένα κεφάλαιο ακόμα, μια σελίδα ακόμα, κάνεις μια βόλτα, βγαίνεις μέχρι την κουζίνα, τρίβεις λίγο το σβέρκο, τεντώνεις πλάτη, κοιτάς γύρω, έξω από τις χαραμάδες των παντζουριών, νύχτα ακόμα, ξανακάθεσαι, μια σελίδα ακόμα, ένα κεφάλαιο ακόμα, λίγος πόνος ακόμα, λίγο πιάσιμο ακόμα.  

Τα γράμματα σου φαίνονται μικρά. 

Γουλιά πρωινού καφέ που έχει κρυώσει. 

Το τίποτα του ημερολογίου σου. 22 Νοέμβρη. 

Η ισημερία πέρασε πριν μήνα. 



Σάββατο 21 Νοεμβρίου 2020

Αγρίμι

Μαζέματα 


*Βαριά κουβέντα η αγάπη, φιλαράκι...


*Έγινες αγρίμι, μου είπε, εκεί που βρέθηκες. Να βγαίνεις, μου είπε, να μιλάς με κόσμο. 





*Με τρέφει η οικειότητα. Χωρίς οικειότητα δεν μπορώ να λειτουργήσω.

*Η ρουτίνα δεν με φοβίζει γιατί ξέρω να βγαίνω εύκολα από αυτή. 

.........................................................................................................

  • Όταν σου φαίνεται βάρος το να αλλάξεις ακόμα και την μπαταρία του ρολογιού που δείχνει τέσσερις και είκοσι ξημέρωμα όταν κανονικά είναι εννιά το πρωί. 
  • Όταν σου φαίνεται βάρος να κλαδέψεις.
  • Να μαζέψεις τα κλαδιά. 
  • Να τα πετάξεις εκεί που πρέπει.
  • Να ψάξεις σιδερά -που δεν θα στην πέσει- για την σφηνωμένη πόρτα.
  • Να ψάξεις ηλεκτρολόγο -που δεν θα στην πέσει- για τα φώτα που δεν λειτουργούν.
  • Να βρεις σοβατζή να τελειώσει τις εκκρεμότητες και να μαζέψει τους σοβάδες που πέφτουν λόγω κακοτεχνίας του προηγούμενου που αντί να σοβατίζει στην έπεφτε. 
  • Όταν σου φαίνεται βάρος να φροντίζεις τέσσερα σπίτια και τους ανθρώπους τους. 
  • Να προγραμματίζεις τα οικονομικά, τα ψώνια, τις πληρωμές, τις εκκρεμότητες, τα κεραμίδια που ξεκολλούν, τις τρέλες ή ανοησίες των παιδιών σου, τις πρίζες όταν κρέμονται, τα ξεραμένα λουλούδια, τα σπασμένα πλακάκια, τον σκύλο που αρρωσταίνει. 
  • Όταν σε πιάνει τρόμος με την φιλενάδα στην οποία διαπιστώνεις συμπτώματα άνοιας  και δεν μπορείς να κάνεις τίποτα γι' αυτό. 
  • Όταν το κορμί ζητάει αγκαλιά και δεν μπορείς να κάνεις τίποτα γι' αυτό. 
  • Όταν σου φαίνεται βάρος να κρατάς τη γνώμη σου για σένα αντί να την πετάξεις στα μούτρα αυτού που φταίει. 

....................................................................................................


Ας μιλήσουμε...
Κάθε που καμπάνες γυαλίζουν
ας λέμε κουβέντες...
Ας πούμε διάφορα
ακόμα κι αδιάφορα αν είναι.
Οι λέξεις είναι αγγίγματα.
Όταν ρωτώ τι έφαγες
με άλλα λόγια σ΄αγαπάω.

.........................................................................................

Αναρωτιέσαι καμιά φορά γιατί δεν ζεις τον έρωτα, γιατί όλο κάτι σου λείπει, γιατί συμβαίνει στους άλλους και σε σένα ποτέ, όπως θα τον ήθελες και όπως τον ακούς αν περιγράφεται από άλλους. Σε καταβάλλει αυτό, σε αρρωσταίνει. Ωστόσο αν βάζεις το συμφέρον σου πάνω από τον έρωτα, λυπάμαι, αλλά ποτέ δεν. Ο έρωτας τα σνομπάρει αυτά και δεν πλησιάζει.
Καλύτερα αναρωτήσου αν μπαίνεις ολόκληρος στο πηγάδι. Αν το ένα πόδι σου είναι μέσα και το άλλο έξω, έτοιμος να φύγεις για να σωθείς, επίσης αν το ένα χέρι ακουμπάει κάποιο στήθος και το άλλο σου χέρι άλλο, λυπάμαι που στο λέω, αλλά απέξω θα σε αφήσει.
Γιατί παρεξήγησες. Η θυσία στον έρωτα δεν είναι να κάνεις χιλιόμετρα για να τη δεις. Η θυσία στον έρωτα είναι να την κρατήσεις στην καρδιά σου με τα μάτια κλειστά και να μπορείς να τη βρεις ακόμα κι όταν δε βλέπεις, όπως ακουμπάς τα πράγματά σου μέσα στο σπίτι, που ακόμα και αν κοπεί μέσα στη νύχτα το φως, εσύ μπορείς να τα βρεις.

 Είμαστε θυμωμένοι μαζί σου, αγάπη μου. 

Και δεν είμαστε καθόλου διατεθειμένοι να παίξουμε αυτή τη φορά. Έχουμε την πεποίθηση πως όπου χρειάζεται  να παίζονται παιχνίδια δύναμης, δεν αξίζει τον κόπο κάποιος να ασχολείται. Κάθε πράγμα οφείλει να κυλάει απρόσκοπτα. Εάν όχι, σημαίνει πως το Σύμπαν έχει αρχίσει να στέλνει προειδοποιητικό. Γιατί να κουραζόμαστε; Ο Παράδεισος είναι φτιαγμένος για μας και είναι χαζός όποιος προσπαθεί να τον αλλάξει. Εμείς δεν θα συμμετάσχουμε στην καταστροφή του, να το ξέρεις.  

Ταλαιπωρήσου αν νομίζεις πως βρίσκεσαι σε λάθος μέρος. Εμείς μένουμε εδώ.

.............................................................................

Ποιος είναι ο αναβάτης και ποιο είναι το άλογο και γιατί βρέθηκαν εδώ; 




Κουβέντα με το Θεό

 


Δεν είναι δίκαιο. Δεν είναι σωστό. Είμαι καλός άνθρωπος και θετικός. Και νιώθω πολύ εύκολα ευγνωμοσύνη γι' αυτά που μου χαρίζεις. Και ναι, είναι πολλά. Και υγεία έχω, και γερά παιδιά έχω, και σπίτι έχω, και ένα μισθό που τρέχει κάθε μήνα, και αγάπη έχω, και φίλους καλούς έχω, και γερό μυαλό έχω και φτου φτου, γιατί λίγοι τα έχουν όλα. Και μοιάζει να τα έχω όλα. Και ναι, Σου είμαι ευγνώμονας. και ναι, (κοίτα που θα συγκινηθώ τώρα) (αχ, δεν είναι η μέρα της ευφορίας σήμερα), και ναι, λέω, κάποιοι θα ζήλευαν τα καλά που μου δίνεις. Αλλά; Αλλά να, υπάρχει κάτι που λείπει. Θα μου πεις, hello;;;;; Κι άλλο; Τι άλλο; Εμ! Δικό Σου δημιούργημα είμαι. Αν φταίει κάποιος για το ανικανοποίητό μου, Αυτός είσαι Εσύ. Επίσης θα σου τονίσω ότι χωρίς αυτό το ανικανοποίητο θα ζούσαμε ακόμα σε σπηλιές. Όχι, να τα λέμε κι αυτά! Κάθε ικανότητα έχει και θετικό και αρνητικό πρόσημο. Για δες! 

Θα μου πεις, δίνεις τη λογική να επιλέγουμε. Σωστός Είσαι. Και δηλαδή εγώ θα έπρεπε να έχω επιλέξει να αγαπήσω κάποιον που θα μου πρόσφερε αυτά που ζητάω. Σωστός. Εγώ στον κόσμο μου, ε; Και να μη Σου ζητάω τώρα τα ρέστα; Ε; Ναι, αλλά κι Εσύ τι στέλενεις; Ε; Για πες; 

Από τότε που πέθανε ο πατέρας μου έχω ορίσει Εσένα για πατέρα. Άφοβα προχώρησα γιατί όποιος έχει λένε τη δύναμή Σου, ποια ανθρώπινη δύναμη μπορεί να νικήσει τη δύμαμη του Θεού; Αλλά κοίτα με τώρα. Γερνάω. Ένα μήνα πονούσε ο μηνίσκος. Σήμερα ξύπνησα με σβέρκο πιασμένο. Η αγάπη που έχω δεν μου δίνει καμιά σιγουριά. 13 ευρώ στο λογαριασμό μου στην τράπεζα και για να πληρωθώ, θα περάσει μια βδομάδα. Θα μου πεις τα ντουλάπια σου είναι γεμάτα. Δόξα Σοι, λέω. (Το βλέπεις ότι κι εγώ φέρομαι δίκαια απέναντί σου. Τα λέω τα καλά).  Θα μου πεις εχεις και κάμποση βενζίνη στο ρεζερβουάρ σου. Εντάξει. Και σάμπως είναι η πρώτη φορά; Πες το κι αυτό. Θα περάσει. (Και αφτό θα περάσει, που έλεγε ο Μποστ). 

Κουράζει η μοναξιά Πατέρα...

Καλύτερα από όλους το ξέρεις Εσύ. Γι' αυτό έφτιαξες Αδάμ και Εύα. Μόνος κι  Εσύ εκεί πάνω να προσπαθείς να τα βγάλεις πέρα με όλους εμάς τους τρελούς. Κουράζεσαι κι Εσύ, ε; Καταλαβαινόμαστε εμείς οι δύο, βλέπεις; 

Έχω λοιπόν τον πονεμένο σβέρκο και κινούμαι σαν τον μοναχικό λύκο εδώ μέσα. Μπάζα στην αυλή, ξύλα σκορπισμένα, σιδεριές που σκουριάζουν άβαφτες, νερά χωρίς υδρορροές, καζανάκια που τρέχουν, τα παιδιά στο Χαλάνδρι έχουν διάθεση να φτιάξουν το σπίτι και η πουτάνα η τράπεζα για τρεις δόσεις που χρωστούσα από το '12  με έχει βάλει στον Τειρεσία και δεν τολμάω να το πω στα παιδιά ότι δεν πρόκειται να δουν φράγκο δάνείου για να το φτιάξουν. Ο σκύλος του Κυριάκου είναι άρρωστος και ξέρεις πό τι; Άρρωστος εξαιτίας της άλλης πουτάνας, τη φτώχιας. Γιατί δεν είχε λεφτά το παιδί να του κάνει εξετάσεις. Κι εγώ στη μέση. Μόνη για όλα. Πελαγωμένη όπως Εσύ. Από πού να αρχίσω και πού να τελειώσω, είναι το μότο μας. Και των δυο μας. Το πιο απλό θα Σου πω και θα σταματήσω τη γκρίνια: Κόπηκε το σχοινάκι που κατεβάζει τη σίτα. 

Άντε, πες! Ποιος θα το αλλάξει; Πώς αλλάζει, το γαμημένο; 





Βαριά Σαββατιάτικη συννεφιά. 

Καλημέρα από την εξορία που επιλέξαμε. 






Κυριακή 8 Νοεμβρίου 2020

Καραντίνα



Καραντίνα και πάλι. Τούτη η φορά δυσκολότερη μου φαίνεται. Μάλλον μέσα μου γίνονται τα πράγματα λίγο πιο δύσκολα. Καταλαβαίνω τώρα την ψυχική κούραση των ανθρώπων. Καταλαβαίνω τώρα τον Σταμάτη που, με τα φτωχά ελληνικά του, προσπαθεί να μου εξηγήσει ότι όταν έχει κάποιον να νοιάζεται και (όχι κάποιον να νοιάζεται γι' αυτόν αλλά κάποιον να τον οποίο να νοιάζεται εκείνος, αυτό έχει σημασία στον άνθρωπο, όχι κάποιους να σε νοιάζονται αλλά εσύ να νοιάζεσαι για κάποιον) μόνο τότε νιώθει ευτυχής. Νιώθει ότι μπορεί να δουλέψει, νιώθει ότι κάποιος περιμένει από εκείνον, νιώθει απαραίτητος. Κι ας μην είναι απαραίτητος σε κανέναν. 

Στην ουσία κανένας δεν είναι απαραίτητος σε κανέναν -ψυχικά πάντα μιλώ-. Αλλά είναι.

Διότι, φιλαράκι, χίλιους να έχεις να σε νοιάζονται, αν η καρδιά και το μυαλό σου είναι άδειο από κάποιον που νοιάζεσαι εσύ, τότε φασκελοκουκούλωστα. Το πιο κακό είναι  το άδειο τού μέσα μας. Και αυτό μόνο με έναν τρόπο γεμίζει. Ή να έχεις κάποιον νταλκά μέσα στο κεφάλι ή να σου επιτρέπει κάποιος να τον έχεις για νταλκά. 

Αν δεν έχεις κάτι να περιμένεις, αν όλα είναι ταχτοποιημένα γύρω σου, αν νομίσεις ότι τέλειωσε ο προορισμός σου σ' αυτή τη ζωή, αν νομίσεις ότι όλα τα έχεις κάνει, τότε φιλαράκι, έχεις τελειώσει. Αν δεν έχεις προσδοκίες, έχεις πεθάνει. Γι' αυτό, φιλαράκι, φτιάχνε προσδοκίες. Φτιάχνε ελπίδες κι ας αποδεικνύονται φρούδες. Ας πέφτεις εξω κάθε φορά. Υποκρίσου πως για κάποιον είσαι απαραίτητος. Κι ας μην είσαι απαραίτητος σε κανέναν. 

Μην μπεις σε καραντίνα ζωής. Κάντο για σένα. Νιώσε  απαραίτητος. Διάλεξε κάποιον, στόχευσέ τον και πες για τον τάδε λόγο, είμαι απαραίτητος σ' αυτόν τον άνθρωπο. Και βάλτον στο μυαλό και την καρδιά σου. Και νταλκαδιάσου με την ησυχία σου. Προγραμμάτισε τον εαυτό σου φιλαράκι, αν αγαπάς τη ζωή. Ο εγκέφαλος -όλοι το ξέρουμε- προγραμματίζεται. Βρες λοιπόν στόχο και βουρ.  Ο Σταμάτης, με τα φτωχά του ελληνικά, έχει πιάσει όλη τη φιλοσοφία της ζωής: αφού βρέθηκες εδώ ανάμεσά μας, για όλα τα χρόνια που σου χαρίστηκαν, ζήσε. 

Μην πεθαίνεις πριν πεθάνεις, φιλαράκι. 



Τρίτη 3 Νοεμβρίου 2020

Η δική μου Τίνκερμπελ







 Κοίτα τώρα: όταν γράφω σε κάποιο βιβλίο μου, το εσωτερικό σαράκι αποδυναμώνεται. Όταν δεν έχω όρεξη, ιδέες, έμπνευση, όπως θέλεις πες το, το σαράκι εκτονώνεται εδώ. Ας το πούμε προσωπικό ημερολόγιο, ας πούμε αυτό το "εδώ" καθαρτήριο, ας το δούμε σαν ποτάμι που αν δεν εκβάλλει θα πλημμυρίσει τον τόπο και θα προκαλέσει ζημιές. Τι ζημιές, θα μου πεις. Τι θα ήταν ικανό το δικό σου ποταμάκι να κάνει. Ποιον να πνίξει, τι να παρασύρει στο διάβα του. Μάλιστα. Σωστό, θα απαντήσω.

  Ας διορθώσω: μικρές ζημιές. Προσωπικές μικρές ζημιές. Του στυλ καταθλιπτικές τάσεις, νεύρα, δεν ξέρω τι έχω, δεν πάω καλά, ασχολούμαι με μαλακίες, δεν θέλω να δω κανέναν. Απλά πραγματάκια που κάποιος άλλος μπορεί και να μην έδινε σημασία μα να άφηνε την κατάσταση απλά να περάσει. Ωστόσο εάν και εφόσον έχεις διαπιστωμένο το πρόβλημα, τι πιο απλό να μην το αφήνεις να εκδηλώνεται. Είναι σαν ένα πρόβλημα υγείας, ρε παιδί μου. Αφού ξέρεις ότι το έχεις, το ελέγχεις με την θεραπευτική αγωγή σου. Γίνεσαι ο γιατρός του εαυτού σου και του χορηγείς το φάρμακο, που είσαι πάλι εσύ.

Και τώρα θέλω να αφήσεις τη φαντασία σου ελεύθερη. Είχα κάποτε δει μια ταινία που ο συγγραφέας μπορούσε να "δει" τη Μούσα του, αυτή που τον βοηθούσε να γράψει. Η Μούσα του ήταν ένας άνδρας με ρούχα καουμπόυ αν θυμάμαι καλά, που σχεδόν του υπαγόρευε τα βιβλία που έγραφε ο συγγραφέας.  Η δικιά μου Μούσα υπάρχει κι αυτή. Είναι μια μικρή παρουσία, μια νεραϊδόφατσα σαν την Τίνκερμπελ που βρίσκεται θρονιασμένη στη δεξιά κώχη της οθόνης μου. 

Ή, έτσι μαρέσει να πιστεύω. 

Η δική μου δεν μου υπαγορεύει, απλά με αναγκάζει να δουλεύω κάθε πρωί και με κατηγορεί όταν δεν το κάνω. Λες και είναι φύλακας και επιστάτης. Να, και τώρα που μιλάω γι' αυτήν, με κοιτάζει φιλάρεσκα και χαμογελάει. 

Ή έτσι μαρέσει να πιστεύω. 



Δευτέρα 2 Νοεμβρίου 2020

Η παράγραφος

 Τι παράξενες μέρες... Πόσο παράξενα έρχονται και τι είναι αυτό που επηρεάζει τη ροή τους; Νάναι τα όνειρα που βλέπεις και δε θυμάσαι; Νάναι μια κουβέντα που ειπώθηκε την χτεσινή, και την επεξεργάστηκε στη διάρκεια της νύχτας το υποσυνείδητο; Νάναι οι πλανήτες και η επιρροή τους; Τι νάναι; Και τι χρειάζεται ο άνθρωπος για να λειτουργήσει τη ρουτίνα του; Ή για να βγει από αυτή; Τι χρειάζεται ή τι ΔΕΝ χρειάζεται για να καταφέρει να συγκεντρώσει το μυαλό του σε κάτι που ΠΡΕΠΕΙ αλλά δεν καταφέρνει να κάνει;




Τρεις μέρες διορθώνω μία παράγραφο σε κάποιο διήγημα. Μία παράγραφο δέκα σειρών. Ανεβάζω προτάσεις, κατεβάζω προτάσεις, ανανεώνω λέξεις, προσθέτω λέξεις, αφαιρώ, της αλλάζω σελίδα (της παραγράφου), δεν μπορώ να την αφαιρέσω μια και καλή γιατί την χρειάζομαι για το νόημα, ενώ τη σελίδα στην οποία βρίσκεται την έχω μάθει απέξω, την έχω διαβάσει και ξαναδιαβάσει ένα εκατομμύριο φορές για να ταιριάξω την σκοτεινή ατίθαση και ακατάλειπτη παράγραφό μου. Ξανά και ξανά. Με το μεγάλο φλυτζάνι του καφέ στο πλάι, με τα μαλλιά αχτένιστα όπως της ηρωίδας που περιγράφεται στο διήγημα, με παράθυρα κλειστά, τους σκύλους να γαυγίζουν απέξω, με μαξιλάρια στην καρέκλα για να μην πονάει ο δεξής ώμος μου από την κακή στάση στο γραφείο, με το βάρος των υπερμετρωπικών γυαλιών στη μύτη μου, με το φως της οθόνης να τρυπάει τα μάτια. 

Αν δεν περάσω τον ύφαλο, ούτε λόγος να  προχωρήσω στο επόμενο διήγημα. Σήμερα πάλι. Την πήρα από εδώ την έβαλα εκεί. Έσβησα λέξεις και έβαλα καινούργιες. Ξανάβαλα τις παλιές. Κάτι της λείπει; Κάτι της περισσεύει; Με έκανε να τα παρατήσω. 

Μία παράγραφος (από τις διακόσιες πενήντα σελίδες) έχει καταφέρει να με διαλύσει.