Πέμπτη 19 Μαρτίου 2020

Ο κεραμίστας









Θυμάμαι την πρώτη φορά που είδα έναν κεραμίστα στον τροχό να φτιάχνει αντικείμενα. Μου φάνηκε τόσο εύκολο αυτό που έκανε! Έριχνε μια μπάλα πηλό πάνω στον τροχό, ο τροχός γύριζε κι εκείνος απλά βουτούσε τα χέρια μέσα σε ένα κουβά με νερό για να γλιστράνε. Αγκάλιαζε με τις παλάμες τη μπάλα, ανέβαζε και κατέβαζε τα δάχτυλα ενώ ο τροχός γυρνούσε με ταχύτητα και, σε λίγο, ανάμεσα από τα χέρια του αναδυοταν ένα βάζο, ένα ποτήρι, κάτι που είχε σχήμα τέλος πάντων. Εύκολο, είπα και δοκίμασα να το κάνω. Πήρα τη μπάλα τον πηλό, την πέταξα με δύναμη στο κέντρο του τροχού για να κολλήσει, έτσι είχα δει να το κάνει ο μάστορας. Μέχρι εκεί σωστά. Καλά πάω, λέω. Πατάω τον τροχό να αρχίσει να γυρίζει κι αγκαλιάζω την μπάλα τον πηλό με τα χέρια αφού τα έβρεξα κι εγώ - όπως είχα δει τον μάστορα να το κάνει- στον κουβά. Και ο τροχός αρχίζει να γυρίζει και η μπάλα από πηλό να γυρίζει παρακεντρα κι εγώ αρχίζω να παλεύω με ένα κομμάτι πηλό που στα βρεγμένα χέρια μου γινόταν λάσπη που πιτσιλούσε παντού, και δος του να βάζω δύναμη να το κεντράρω κι αυτό να αντιστέκεται σα ζωντανό και στο τέλος πετάχτηκε όλο αυτό από τη φυγοκεντρο και κόλλησε κάπου, και αντί για αντικείμενο στα χέρια είχα μόνο λάσπες, όπως είχα στα μάγουλα, στα ρούχα, στα βλέφαρα, γενικά και παντού. Και τελικά έμαθα να σέβομαι την τέχνη του άλλου, όποια κι αν είναι αυτή. Όταν βλέπεις έναν τροχατζη να βρέχει τα χέρια του - πόσο και πώς-, ένα ζωγράφο να βάζει μια πινελιά κάθετη η οριζόντια, έναν ξυλουργό να βάζει φάλτσα το καρφί του, έναν γραφίστα, ένα κομμωτή, έναν γλύπτη, ένα συγγραφέα, έναν ηλεκτρολόγο, υδραυλικό, ένα χτίστη, έναν τεχνίτη οποιονδήποτε, που ξέρει γιατί και πώς κάνει το κάθε τι, μη νομίσεις ποτέ ότι είναι εύκολο και μπορείς κι εσύ χαλαρά να το κάνεις. Γιατί ο τεχνίτης είναι αυτός που το κάνει να φαίνεται εύκολο επειδή έχει φάει χρόνια πάνω σ' αυτό. Εύκολο σου φαίνεται μόνο και μόνο επειδή αυτός ξέρει κι επειδή εσύ είσαι απλά αφελής.



Τετάρτη 18 Μαρτίου 2020

Χαραμάδα



 


 Κλειδωμένη εποχή 
τρομαγμένη
εσύ άνοιξε τη χαραμάδα της αγάπης σου, 
μονάχα αυτό
μπορώ να πετάξω
περίμενε με
θα μπω
από το ανοιχτό σου παράθυρο
κατευθείαν στο κρεβάτι σου θα πέσω
θα σε γεμίσω μικρές δαγκωνιές
κι έπειτα θα πούμε βλακείες
με τα πόδια μπλεγμένα, χείλια κολλημένα
κι έτσι καθώς θα γελάς
κι οι άλλοι στο σπίτι σου θα κοιμούνται
θα αγκαλιαστούμε όπως αγκαλιαζόμαστε

και τότε
ο φόβος 
δεν θάχει τόπο να χωρέσει
ανάμεσά μας.




Εποχή καραντίνας


Σάββατο 14 Μαρτίου 2020

Να κάνουμε ανώφελα πράγματα


Να κάνουμε ωραία πράγματα...


























Να κάνουμε ανώφελα πράγματα...


Να κάνουμε αστεία πράγματα...



Να χορεύουμε όποτε βρούμε ευκαιρία...



Να κάνουμε απαγορευμένα πράγματα...



Καραντίνα ένεκα κορωνοϊού...

Τετάρτη 11 Μαρτίου 2020

Το λούτρινο



Ε, κοίτα.
Πας να γυρίσεις πλευρό στον ύπνο σου και μια φράση που μέσα στη νύχτα τη θεωρείς δυνατή κι ωραία έρχεται να σε ξυπνήσει. Οι φράσεις αυτές, τις περισσότερες φορές μοιάζουν ωραίες όταν σε πιάνουν στον στον ύπνο, ωστόσο πολλές από αυτές δεν βγάζουν νόημα. Τι τις φέρνει; Άλλη ιστορία. Η φράση έλεγε: ΤΟ ΣΩΜΑ ΜΟΥ ΘΕΛΕΙ (εννοεί ΧΡΕΙΑΖΕΤΑΙ, εννοεί ΕΧΕΙ ΑΝΑΓΚΗ ΑΠΟ) ΑΓΚΑΛΙΑ. ΚΙ ΕΣΥ, ΕΙΣΑΙ ΕΝΑΣ ΞΕΝΟΣ.
Ε, κοίτα. Η φράση ήρθε και είσαι ανίκανος πια να την αποφύγεις. Σε βασανίζει για λίγα λεπτά, ξέρεις ότι δεν θα γλύτώσεις από εκείνη, αποφασίζεις να την κρατήσεις. Κάπου. Ως συνήθως σου περνά  η ιδέα ότι θα τη θυμηθείς όταν ξυπνήσεις. Την επαναλαμβάνεις λοιπόν πολλές φορές για να τη θυμηθείς το πρωί. Αυτό όλο με κλειστά μάτια, μη χάσεις τον πολύτιμο ύπνο. Τότε κάποιος στο μυαλό σου ψιθυρίζει ότι μάλλον αστειεύεσαι κι ότι το πρωί (η  εμπειρία το έχει διδάξει κι έχει συμβεί κατ' επανάληψιν) δεν θα θυμάσαι τίποτα. Δυστυχώς  δίνεις δίκιο. Αποφασίζεις να την καταγράψεις. Κρίμα λες είναι να χαθεί. Στο κάτω κάτω κάποιος που έχει συνεχή επικοινωνία με το μυαλό σου, από μέσα σου, από το υπερπέραν, από δεν ξέρω πού, κάποιος κόπιασε να επικοινωνήσει μια φράση του μαζί σου και είναι κρίμα κι άδικο να τον παραβλέπεις κάθε φορά.
Μισανοίγεις λοιπόν τα μάτια, και σκέφτεσαι. Χαρτί; Μολύβι; Ιδέα! Με κλειστά μάτια πιάνεις το κινητό από δίπλα, με μυωπικά μάτια βρίσκεις την εφαρμογή, το έχεις κολλήσει εντωμεταξύ στη μούρη σου, πατάς το κόκκινο κουμπάκι και τη μαγνητοφωνείς. Τη φράση. Ρολόι; 5:39 π.μ.
Τότε λες θα ξυπνήσω. Θα σηκωθώ. Μέχρι να ξεκινήσω για τις δουλειές μου, αν σηκωθω τώρα, θα έχω ζήσει 5-6 ώρες περισσότερες μέσα στη μέρα. Ωστόσο πριν προλάβες να σηκωθείς, σε προλαβαίνει η φράση που επανέρχεται. ΤΟ ΣΩΜΑ ΜΟΥ ΘΕΛΕΙ ΑΓΚΑΛΙΑ ΚΙ ΕΣΥ ΕΙΣΑΙ ΕΝΑΣ ΞΕΝΟΣ. Αυτό προκαλεί αυτόματη ανάφλεξη. Αρχίζει να προβάλλεται στο μυαλό σου ένας κατάλογος από ανδρικά ονόματα. Η φράση που ήρθε, ήρθε για κάποιο λόγο.
Αφού εσύ είσαι ξένος και το σώμα μου έχει ανάγκη από αγκαλιά, ανακαλώ την ανάμνηση. Ποιοι από τον κατάλογο πρόσφεραν αγκαλιά απλόχερα; Διαβάζεις και σε δύο ονόματα βάζεις +.  Οι άλλοι; Τσιγγουνιά. Εγώ,  από μικρή, αγκαλίτσας.

Δε θυμάμαι καθόλου την αγκαλιά του πατέρα μου. Έτσι κι αλλιώς πέντε χρόνια πρόλαβα να ζήσω μαζί του. Δεν θυμάμαι την αγκαλιά της μάνας μου, υποθέτω δούλευε για να μας ταΐσει. Καθόλου μάνας αγκαλιά, για δες... Καθόλου μνήμες. Θυμάμαι όπως πολύ καλά την αγκαλιά της γιαγιάς. Εκείνη θυμάμαι. Που τη χόρταινα. Όπου καθόταν ορμούσα και χωνόμουν στην αγκαλιά της. Παρατσούκλι: η Ποδίτσα μου. Εγώ ήμου αυτή. Πάντα φορούσε ποδιά, για να μη λερώνει τη ρόμπα.  Κι εγώ, σαν το σκύλο που ζητάει, που απαιτεί, που παρακαλάει για χάδι, κούρνιαζα στην ποδιά της. Ακομα η αίσθηση υπάρχει μέσα μου.

Σκέφτεσαι ότι με όλα αυτά ο ύπνος θα φύγει, κι ας σηκωθείς. Γυρίζεις πλευρό. Απλώνεις χερια στο διπλό κρεβάτι και αγγίζεις τον αρκούδο. Όπου αρκούδος ένας κούκλος που τον έχω δίπλα μου. (Ωραίες οι διπλές σημασίες, έτσι;) Τον οποίο είδα μέσα σε ένα κατάστημα και τρελάθηκα μαζί του με την πρώτη ματιά. Τον αγκάλιασα και είπα πληρώνω όσο όσο για να τον πάρω. Στο κατάστημα με κοιτούσαν παράξενα οι υπόλοιποι πελάτες. Τον είχα αγκαλιάσει και είχα τυλίξει τα μαλακά του χέρια στο λαιμό μου. (Αχ, που λέει κι ο φίλος μου ο Περικλής). Τον έφερα σπίτι και του είπα: από δω και μπρος θα κοιμόμαστε μαζί.
Παιδικά κατάλοιπα τα λένε, ξέρεις.
Μέχρι τα πέντε μου είχα έναν ίδιο. Μαζί κοιμόμασταν, μαζί ξυπνούσαμε, καλή ώρα. Ήταν ο φίλος μου, κι ο καλός μου, και η παρηγόρια μου όταν έτρωγα ξύλο. Τούτος δω, έχει λίγο μεγαλύτερο μέγεθος αλλά είναι το ίδιο απαλός, με μαλακά χέρια όπως προείπα, τον έχω στη θέση του διπλανού μαξιλαριού, δεν του έχω δώσει όνομα, δεν θέλω, ξέρω ότι είναι αγόρι, είναι το αγόρι μου, τον φιλάω στο στόμα. Τον άλλο τον έλεγαν Μπόμπορα σε περίπτωση που κάποιος έχει μανία με τις ονοματοδοσίες.

Όταν έρχεται κόσμος στο σπίτι τον κατεβάζω στο πάτωμα. Ντρέπομαι που του το κάνω και συνήθως του ζητάω συγγνώμη.
Γυρίζω πλευρό λοιπόν, για να συνεχίσω τον ύπνο και το χέρι μου τον αγγίζει. Αυτόματα του κάνω ένα χάδι όπως συνηθίζω, αλλά μαζεύομαι. Ξαφνικά κάπως με ενοχλεί. Αν ήταν άνθρωπος, εντάξει. Αλλά δεν είναι. Και μου πιάνει τον χώρο στο διπλό μου κρεβάτι. Με ενοχλεί. Με αναγκάζει να μαζεύομαι στη θέση μου. Τέρμα τα διαγώνια από τότε που τον πήρα σπίτι, τέρμα οι αγκαλιές στο διπλανό μαξιλάρι, έχασα την ελευθερία μου, σκέφτομαι. Περνάει από το μυαλό μου να τον κατεβάσω στο πάτωμα και πάλι, τα βράδια θα μπορώ να απλώνομαι. Και ενώ ξέρω ότι είναι ένα άψυχο λούτρινο, ότι μπορώ να το πετάξω στο πάτωμα, και μπορώ να το πετάξω στα σκουπίδια, και να το δώσω στα σκυλιά να παίζουν, και να τον βάλω στο πατάρι ή στο άλλο δωμάτιο, μπορώ. Αλλά. Δεν μου πάει η καρδιά και δεν το κάνω. Τον λούτρινο, τον αντιμετωπίζω ως αληθινά ζωντανό. Επειδή όποτε θέλω με αγκαλιάζει.
Ε, κοίτα.
Εγώ εξακολουθώ να θεωρώ τον εαυτό μου φυσιολογικό.

Τι, όχι;
Υ.Γ. Παραθέτω φωτογραφία.
Υ.Γ. 2Βασανισμένη αυτή η "πότε θαρθεί η άνοιξη, ραγιάδες, ραγιάδες..."







Παρασκευή 6 Μαρτίου 2020

Χορταίνεις ποτέ;










Καταστάλαξα, μάνα... Ακόμα κι αν ξωπίσω μου τρέχει αυτό που μοιάζει ζωή... 
"Πότε θα χορτάσεις, πια;" Σε ακούω ακόμα. Δεν με πιστεύεις,ετσι; 
"Φταίει που δε χορταίνεται η ζωή, μάνα, φταίει που δεν μου φτάνει το λίγο, μη με μαλώνεις", ομολογώ κλαίγοντας. Θέλω μέρες γεμάτες, μάνα, καρδιά που φουσκώνει με τον αγέρα κι ανεβαίνει σαν τους χαρταετούς, θέλω κεφάλι συνεπαρμένο, μάτια χαρούμενα, θέλω φλεγόμενο δέρμα. Δε με πιστεύεις γιατί με ξέρεις: δεν είμαι εγώ για το λίγο, μάνα... "Γιατί τόσο δράμα, απόψε;" ρώτησε το παιδί. Τι καταλαβαίνει κι αυτό, ε, μάνα; Νιούτσικο είναι, παραξενεύεται." Έτσι γεννήθηκα," πρόλαβα να του απαντήσω πριν δει ολοκάθαρα το αληθινό πρόσωπό μου. Μην το τρομάξω, μάνα... Τρομάζω τους ανθρώπους μάνα με το πολύ... Κι εσένα σε τρόμαζα, πες αλήθεια. 
Καταστάλαξα, μα μη με βάλεις να ορκιστώ... 
Καταστάλαξα. Θα πούμε πως χόρτασα. Να, το λέω. Χόρτασα. Χόρτασα.
Κι ας πονάει κάπως αυτή η λέξη.



Δευτέρα 24 Φεβρουαρίου 2020

Μπούσουλας






Φιλαράκι, ξέρεις τι γίνεται; Εδώ είναι ένας γνώριμος τόπος...
Όταν τα πράγματα πάνε καλά, όταν τα πράγματα δεν πάνε καλά, εδώ βρίσκεται η φωλιά, το σημείο ξεκούρασης.
Σκέψου έναν οδοιπόρο. Έχει περπατήσει χιλιόμετρα με τα ίδια παπούσια. Τα νύχια στα πόδια έχουν μεγαλώσει, στριμώχνουν το κρέας, τα δάχτυλα πρήζονται. Κρατάει ραβδί. Περπατάει μέσα σε ένα στεγνό ποτάμι, μήνας καλοκαίρι. Ο μόνος δρόμος που θα τον οδηγήσει στο σημείο που θέλει, είναι ο δρόμος του ποταμιού. Ωστόσο το ποτάμι είναι γεμάτο κροκάλες. Τα πονεμένα πόδια  στραβοπατούν. Βαδίζει και σκέφτεται. Να τα παρατήσει. Να μείνει εκεί. Να ξαπλώσει στα χοντρά άσπρα βότσαλα και να αφεθεί. Να αφεθεί; Να περιμένει μήπως τον ψάξει κάποιος; Σε ποιον λείπει τόσο που θα προλάβει να τον ψάξει και να τον βρει πριν παραδώσει πνεύμα; Να πεθάνει;  Να τον φάνε τα πετεινά του ουρανού; Άραγε η περιοχή έχει λύκους; Μυρμήγκια; Σφήκες; Βαδίζει. Κάπου συναντάει μια στάλα ευλογημένο νερό. Βγάζει υποδήματα, τρύπιες στα νύχια κάλτσες, βυθίζει τα πόδια. Ανακουφίζεται. Μένει εκεί. Κεφάλι στο λιοπύρι, στα πόδια νερό. Μυαλό άδειο, συγκεντρωμένο στη δροσιά του. Ξέρει καλά ότι ο πόνος θα επανέλθει μόλις κινήσει πάλι. Ο δρόμος δεν τέλειωσε. Αλλά κάπου σε λίγο βρίσκεται η φωλιά. Ο γνώριμος τόπος.
Κουράγιο. Εκεί. Εκεί. Εκεί θα ξαποστάσει.



Αυτά γίνονται όταν χάνεται ο μπούσουλας... (Μπούσουλας... τι λέξη!)

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μπούσουλας < μεσαιωνική ελληνική μπούσουλας < ιταλική bussola < υστερολατινική buxida < αρχαία ελληνική πυξίς (αντιδάνειο)

Open book 01.svg Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μπούσουλας αρσενικό
  1. (ναυτικός όρος) η πυξίδα
  2. (μεταφορικά) αυτό που καθοδηγεί, που προσφέρει προσανατολισμό

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • έχασα τον μπούσουλα: έχασα τον προσανατολισμό μου, δεν ήξερα τι να κάνω

Τρίτη 4 Φεβρουαρίου 2020

Συνταγή για το κρύωμα


Συνταγή για κρύωμα


Η γιαγιά μου και αργότερα η μαμά μου, λέγανε ότι για να περάσει το κρύωμα όταν την είχες αρπάξει, έπρεπε να χωθείς κάτω από τα σκεπάσματα και να κουκουλωθείς τόσο πολύ, που να ιδρώσεις. Με τον ιδρώτα λέει, το κρύωμα έπαιρνε δρόμο γιατί οι πόροι γίνόντουσαν χιλιάδες μικρές πόρτες, όπου ο ιδρώτας βγαίνοντας παρέσυρε τα μικρόβια. Έφευγε το κρύωμα και ησύχαζες. Για να πετύχει ένα καλό ίδρωμα,  προκαλούσαν ζέστη στο σώμα. Τριψίματα με πράσινο οινόπνευμα ή αν είχαμε λευκό,  χαμομήλι ζεσταμένο με τσίπουρο ή λάδι, πετρέλαιο, βεντούζες και ένα σωρό άλλα που δεν θυμάμαι. Το τρίψιμο ήταν δυνατό και γρήγορο, άναβαν φωτιές τα χέρια, η πλάτες, τα παιδικά στήθη. Πρώτα μπρος. Η πλάτη ήθελε περισσότερη δουλειά και περισσότερη δύναμη. Ύστερα τα σκεπάσματα. Φόρτωναν πάνω μας τόσα, που δεν μπορούσαμε να κουνηθούμε. "Κάτσε τώρα να ιδρώσεις", λέγανε και πηγαίνανε να πλύνουν τα χέρια. Το έργο ίασης είχε τελειώσει. "Αύριο θα είσαι περδίκι!"
Θυμάμαι μια φορά που προσποιήθηκα την άρρωστη στην πρώτη δημοτικού για να μην πάω σχολείο.  Αφού υπέστην όλα τα παραπάνω μαρτυρικά, η γιαγιά μού έδωσε να πιω ασπιρίνη. Μιά το πρωί , μία το μεσημέρι. Ωστόσο είχα υποστεί τα τριψίματα και τα ιδρώματα και τα κουκουλώματα ενώ ήξερα πως ήμουν καλά. Να πιω και ασπιρίνη;
Όταν την άλλη μέρα γύρισα από το σχολείο η γιαγιά με περίμενε με τη βίτσα. Η βίτσα ένα λεπτό κλαδί που έτσουζε και άφηνε σημάδια, όταν μας χτυπούσαν για τιμωρία. Αφού τις έφαγα για τα καλά, κλαίγοντας ακόμα,  άρχισα να αναρωτιέμαι πώς είχε καταλάβει η γιαγιά ότι την προηγούμενη μέρα την είχα κοροϊδέψει. Το έμαθα όταν άκουσα να το λέει στους υπόλοιπους της οικογένειας όταν ρώτησαν γιατί με είχε δείρει. Είχε βρει λέει, τις ασπιρίνες κάτω από το ιδρωμένο μου μαξιλάρι.