Τετάρτη 11 Μαρτίου 2020

Το λούτρινο



Ε, κοίτα.
Πας να γυρίσεις πλευρό στον ύπνο σου και μια φράση που μέσα στη νύχτα τη θεωρείς δυνατή κι ωραία έρχεται να σε ξυπνήσει. Οι φράσεις αυτές, τις περισσότερες φορές μοιάζουν ωραίες όταν σε πιάνουν στον στον ύπνο, ωστόσο πολλές από αυτές δεν βγάζουν νόημα. Τι τις φέρνει; Άλλη ιστορία. Η φράση έλεγε: ΤΟ ΣΩΜΑ ΜΟΥ ΘΕΛΕΙ (εννοεί ΧΡΕΙΑΖΕΤΑΙ, εννοεί ΕΧΕΙ ΑΝΑΓΚΗ ΑΠΟ) ΑΓΚΑΛΙΑ. ΚΙ ΕΣΥ, ΕΙΣΑΙ ΕΝΑΣ ΞΕΝΟΣ.
Ε, κοίτα. Η φράση ήρθε και είσαι ανίκανος πια να την αποφύγεις. Σε βασανίζει για λίγα λεπτά, ξέρεις ότι δεν θα γλύτώσεις από εκείνη, αποφασίζεις να την κρατήσεις. Κάπου. Ως συνήθως σου περνά  η ιδέα ότι θα τη θυμηθείς όταν ξυπνήσεις. Την επαναλαμβάνεις λοιπόν πολλές φορές για να τη θυμηθείς το πρωί. Αυτό όλο με κλειστά μάτια, μη χάσεις τον πολύτιμο ύπνο. Τότε κάποιος στο μυαλό σου ψιθυρίζει ότι μάλλον αστειεύεσαι κι ότι το πρωί (η  εμπειρία το έχει διδάξει κι έχει συμβεί κατ' επανάληψιν) δεν θα θυμάσαι τίποτα. Δυστυχώς  δίνεις δίκιο. Αποφασίζεις να την καταγράψεις. Κρίμα λες είναι να χαθεί. Στο κάτω κάτω κάποιος που έχει συνεχή επικοινωνία με το μυαλό σου, από μέσα σου, από το υπερπέραν, από δεν ξέρω πού, κάποιος κόπιασε να επικοινωνήσει μια φράση του μαζί σου και είναι κρίμα κι άδικο να τον παραβλέπεις κάθε φορά.
Μισανοίγεις λοιπόν τα μάτια, και σκέφτεσαι. Χαρτί; Μολύβι; Ιδέα! Με κλειστά μάτια πιάνεις το κινητό από δίπλα, με μυωπικά μάτια βρίσκεις την εφαρμογή, το έχεις κολλήσει εντωμεταξύ στη μούρη σου, πατάς το κόκκινο κουμπάκι και τη μαγνητοφωνείς. Τη φράση. Ρολόι; 5:39 π.μ.
Τότε λες θα ξυπνήσω. Θα σηκωθώ. Μέχρι να ξεκινήσω για τις δουλειές μου, αν σηκωθω τώρα, θα έχω ζήσει 5-6 ώρες περισσότερες μέσα στη μέρα. Ωστόσο πριν προλάβες να σηκωθείς, σε προλαβαίνει η φράση που επανέρχεται. ΤΟ ΣΩΜΑ ΜΟΥ ΘΕΛΕΙ ΑΓΚΑΛΙΑ ΚΙ ΕΣΥ ΕΙΣΑΙ ΕΝΑΣ ΞΕΝΟΣ. Αυτό προκαλεί αυτόματη ανάφλεξη. Αρχίζει να προβάλλεται στο μυαλό σου ένας κατάλογος από ανδρικά ονόματα. Η φράση που ήρθε, ήρθε για κάποιο λόγο.
Αφού εσύ είσαι ξένος και το σώμα μου έχει ανάγκη από αγκαλιά, ανακαλώ την ανάμνηση. Ποιοι από τον κατάλογο πρόσφεραν αγκαλιά απλόχερα; Διαβάζεις και σε δύο ονόματα βάζεις +.  Οι άλλοι; Τσιγγουνιά. Εγώ,  από μικρή, αγκαλίτσας.

Δε θυμάμαι καθόλου την αγκαλιά του πατέρα μου. Έτσι κι αλλιώς πέντε χρόνια πρόλαβα να ζήσω μαζί του. Δεν θυμάμαι την αγκαλιά της μάνας μου, υποθέτω δούλευε για να μας ταΐσει. Καθόλου μάνας αγκαλιά, για δες... Καθόλου μνήμες. Θυμάμαι όπως πολύ καλά την αγκαλιά της γιαγιάς. Εκείνη θυμάμαι. Που τη χόρταινα. Όπου καθόταν ορμούσα και χωνόμουν στην αγκαλιά της. Παρατσούκλι: η Ποδίτσα μου. Εγώ ήμου αυτή. Πάντα φορούσε ποδιά, για να μη λερώνει τη ρόμπα.  Κι εγώ, σαν το σκύλο που ζητάει, που απαιτεί, που παρακαλάει για χάδι, κούρνιαζα στην ποδιά της. Ακομα η αίσθηση υπάρχει μέσα μου.

Σκέφτεσαι ότι με όλα αυτά ο ύπνος θα φύγει, κι ας σηκωθείς. Γυρίζεις πλευρό. Απλώνεις χερια στο διπλό κρεβάτι και αγγίζεις τον αρκούδο. Όπου αρκούδος ένας κούκλος που τον έχω δίπλα μου. (Ωραίες οι διπλές σημασίες, έτσι;) Τον οποίο είδα μέσα σε ένα κατάστημα και τρελάθηκα μαζί του με την πρώτη ματιά. Τον αγκάλιασα και είπα πληρώνω όσο όσο για να τον πάρω. Στο κατάστημα με κοιτούσαν παράξενα οι υπόλοιποι πελάτες. Τον είχα αγκαλιάσει και είχα τυλίξει τα μαλακά του χέρια στο λαιμό μου. (Αχ, που λέει κι ο φίλος μου ο Περικλής). Τον έφερα σπίτι και του είπα: από δω και μπρος θα κοιμόμαστε μαζί.
Παιδικά κατάλοιπα τα λένε, ξέρεις.
Μέχρι τα πέντε μου είχα έναν ίδιο. Μαζί κοιμόμασταν, μαζί ξυπνούσαμε, καλή ώρα. Ήταν ο φίλος μου, κι ο καλός μου, και η παρηγόρια μου όταν έτρωγα ξύλο. Τούτος δω, έχει λίγο μεγαλύτερο μέγεθος αλλά είναι το ίδιο απαλός, με μαλακά χέρια όπως προείπα, τον έχω στη θέση του διπλανού μαξιλαριού, δεν του έχω δώσει όνομα, δεν θέλω, ξέρω ότι είναι αγόρι, είναι το αγόρι μου, τον φιλάω στο στόμα. Τον άλλο τον έλεγαν Μπόμπορα σε περίπτωση που κάποιος έχει μανία με τις ονοματοδοσίες.

Όταν έρχεται κόσμος στο σπίτι τον κατεβάζω στο πάτωμα. Ντρέπομαι που του το κάνω και συνήθως του ζητάω συγγνώμη.
Γυρίζω πλευρό λοιπόν, για να συνεχίσω τον ύπνο και το χέρι μου τον αγγίζει. Αυτόματα του κάνω ένα χάδι όπως συνηθίζω, αλλά μαζεύομαι. Ξαφνικά κάπως με ενοχλεί. Αν ήταν άνθρωπος, εντάξει. Αλλά δεν είναι. Και μου πιάνει τον χώρο στο διπλό μου κρεβάτι. Με ενοχλεί. Με αναγκάζει να μαζεύομαι στη θέση μου. Τέρμα τα διαγώνια από τότε που τον πήρα σπίτι, τέρμα οι αγκαλιές στο διπλανό μαξιλάρι, έχασα την ελευθερία μου, σκέφτομαι. Περνάει από το μυαλό μου να τον κατεβάσω στο πάτωμα και πάλι, τα βράδια θα μπορώ να απλώνομαι. Και ενώ ξέρω ότι είναι ένα άψυχο λούτρινο, ότι μπορώ να το πετάξω στο πάτωμα, και μπορώ να το πετάξω στα σκουπίδια, και να το δώσω στα σκυλιά να παίζουν, και να τον βάλω στο πατάρι ή στο άλλο δωμάτιο, μπορώ. Αλλά. Δεν μου πάει η καρδιά και δεν το κάνω. Τον λούτρινο, τον αντιμετωπίζω ως αληθινά ζωντανό. Επειδή όποτε θέλω με αγκαλιάζει.
Ε, κοίτα.
Εγώ εξακολουθώ να θεωρώ τον εαυτό μου φυσιολογικό.

Τι, όχι;
Υ.Γ. Παραθέτω φωτογραφία.
Υ.Γ. 2Βασανισμένη αυτή η "πότε θαρθεί η άνοιξη, ραγιάδες, ραγιάδες..."







Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου