Οι βροχές του Ιούνη μάς βρήκαν απροετοίμαστους. Επεισόδεια της σειράς L'art de la crime. Η Ρούλα, ο Φώτης, η Αγγελική από το πρωί στη βεράντα μου χτες. Εγκαίνια. Αστεία. Σουβλάκια. Μπύρες. Μουσική στη διαπασών. Ψεύδομαι. Σχεδόν στη διαπασών. Το βράδυ πριν βγω, εξήγηση στο Μίδα. Εσύ σπίτι. Μην πηδήξεις έξω, το πόδι σου είναι χάλια. ΣΠΙΤΙ! Γυρίζω βράδυ 11:30, ο Μίδας πουθενά. 'Eχει πηδήξει πάλι από τη μάντρα. Λυπάμαι πολύ. Τον αφήνω έξω όλο το βράδυ. Βρέχει. Δεν μπορώ να το παλέψω άλλο. Ένα σωρό συρματοπλέγματα, ο πόδι του το έχει καταστρέψει από τα πηδήματα από δυο μέτρα ύψος κι αυτός το σκάει. Παραιτούμαι Μίδα. Pas de courage. Το πρωί που ανοίγω την πόρτα τον βλέπω στο πλάι του αυτοκινήτου να φυλάγεται από τη βροχή. Βρέχει του σκοτωμού. Έκτακτο δελτίο να μην κυκλοφορούμε πολύ λόγω κακών καιρικών συνθηκών. Ειδοποίηση alarm στο κινητό, προστασία του πολίτη. Φωνάζω στο Μίδα έλα σπίτι. Ο Μίδας με κοιτά ανέκφραστος. Δεν κάνει καμιά κίνηση να σηκωθεί. Λέω το πόδι του θα το έσπασε τελείως και πονάει. Βγαίνω στη βροχή. Πηγαίνω κοντά του. Σήκω, του λέω. Πάμε σπίτι. Ακίνητος απλώνει τα πόδια να του χαιδέψω την κοιλιά. Του δίνω ένα χαδι αλλά βρέχομαι. Ψηλαφίζω τα πόδια του. Το ένα έχει κύστη. Τον σηκώνω από την κοιλιά να μην πατάνε κάτω τα μπροστινά πόδια και πονέσει, και τον κουβαλάω στη βροχή. Τριάντα; Σαράντα κιλά; Κάνω δυο τρεις στάσεις μέχρι το σπίτι. Βρέχομαι, είμαι μούσκεμα. Τον οδηγώ στο σπιτάκι τους. Μπαίνει μέσα. Τους βάζω φαγητό. Τρώνε. Φεύγω. Πετάω τα μουσκεμένα ρούχα. Pas de courage. Pas plus.