Θέλω και πηγαίνω. Σπάζει η μονοτονία μου. Και περνάμε καλά. Τον τελευταίο καιρό ωστόσο πηγαίνω λίγο απρόθυμα. Όσο πάω ξεσυνηθίζω τις δυνατές τους φωνές, το ότι μιλάνε απλά για να μιλήσουν, το ότι μιλάνε χωρίς να σκεφτούν, το ότι λένε δυνατά τις σκέψεις τους, τα ερωτηματικά τους, κάθε σκέψη που κανονικά δεν χρειάζεται να μετατραπεί σε λέξεις διότι πολλά από αυτά που σκεφτόμαστε είναι περιττό να τα ξεστομίζουμε. Λέει η μία: "Αυτό ποιος το έβαλε εδώ πάνω;" Η άλλη, πριν τελειώσει την κουβέντα της η πρώτη: "Ποιος το έβαλε; Ποιο πράγμα; Εγώ δεν ξέρω. Μήπως το έβαλες εσύ; Εσύ θα το έβαλες και το ξέχασες. Εγώ δεν πέρασα καθόλου από αυτό το σημείο".
Όλο αυτό δεν είναι περιττό; Δεν θα ήταν αρκετό ένα "δεν ξέρω"; ή ένα "Όχι πάντως εγώ;"
Ρε, τις αγαπάω. Είναι πλάσματα γλυκά και δοτικά. Συμπάσχουν και χαίρονται. Ωστόσο...
Εγώ φταίω. Μου φαίνεται πως γεροντοκοριάζω. Εδώ στα ψηλά (παραμυθόσπιτο το λέει η αδελφή μου. και μαρέσει. Εμένα όμως (από ματαιοδοξία) μαρέσει να το λέω αετοφωλιά. (Ξέρω πως οι αετοφωλιές είναι φτιαγμένες άτσαλα, ενώ εγώ κάνω ό,τι μπορώ για να την ομορφύνω). Ο Α. έλεγε το σπίτι του "ποντικότρυπα". Ο Α. δεν είναι καθόλου ματαιόδοξος και είναι ταπεινός.
Υ.Γ. 1. Είναι ζωτική ανάγκη να καταλήξω σε κάποιο όνομα. Λέω να παραμείνω στο "παραμυθόσπιτο". 'Έτσι κι αλλιώς οι αετοί τρώνε σάρκες και αυτό δεν είναι το φόρτε μου. :) Lol, Lol
Υ.Γ. 2 Σε λίγο οι φίλοι θα παίρνουν τηλέφωνο να δουν αν ακόμα στέκω στα καλά μου με αυτά που γράφω. Μοιάζουν παραληρηματικά. Αλλά μαρέσει να παίζω.
Ξημέρωσε. Πάω να ανοίξω τις κουρτίνες του παραμυθόσπιτου, να το πλημμυρίσει ο ήλιος.