Ναι. Είναι δύσκολο να μεγαλώνει τρία παιδιά μια γυναίκα μόνη. Με μόνο εισόδημα ένα μισθό δημοσίου. Ούτε διατροφές, ούτε εύπορες μαμάδες, ούτε μισθοδοτούμενοι σύζυγοι που συμπράττουν στις δουλειές και συμμετέχουν στις υποχρεώσεις. Μόνο δεύτερες και τρίτες δουλειές και πλάτες κομμάτια. Δύσκολο και, αν δεν το ζήσεις, δεν καταλαβαίνεις τίποτα, αδερφάκι.
Τεσπά. Σε αποζημιώνει το ότι οι κόποι σου δεν πήγαν χαμένοι.
Χτες είδα το είδωλό μου καθιστό σε μια καρέκλα, με μια βερμούδα, με τα μαλλιά μαζεμένα, με τα πόδια σταυρωτά. Προσπάθησα να με αναγνωρίσω και δεν μπορούσα. Αυτή η μεγάλη γυναίκα που καθόταν απέναντί μου δεν μπορούσε να είμαι εγώ. Εγώ με έχω στο μυαλό μου τριάντα, με την κούραση των τριάντα, έστω, αλλά αυτά τα χέρια με τα παχιά μπράτσα, τα πόδια που μοιάζουν με της μάνας μου, δεν είναι δικά μου, όχι. Τίνος, τότε;
Αυτοί που μας βλέπουν, λέει μια έρευνα, μας βλέπουν διαφορετικά από ότι βλέπουμε εμείς τον εαυτό μας. Μας βλέπουν καλύτερους, νεότερους, ομορφότερους από ότι βλέπουμε εμείς τον εαυτό μας. Αυτοί που μας βλέπουν συνυπολογίζουν και το μέσα μας που είναι χαμογελαστό, τρυφερό και όμορφο με τον τρόπο του. Μακάρι.
https://ontherecord.gr/2016/04/pos-vlepoume-ton-eafto-mas-ke-pos-mas-vlepoun-alli-kinoniko-pirama/
Και μιας που λέγαμε ότι οι κόποι δεν πήγαν χαμένοι.
Έμπαινα στο δωμάτιο του Κυριάκου και κρατούσα την αναπνοή μου. Μέσα χασκογελούσαν 5-6 έφηβοι που βρωμούσαν ιδρώτα και ποδαρίλα. Έλεγα στα γρήγορα ό, τι είχα να πω και έκλεινα πίσω μου την πόρτα για να αναπνεύσω. Αυτοί, οι φίλοι του Κυριάκου. 14-15. Να μαζεύονται όλα στο δωμάτιο, να μιλάνε δυνατά, να λένε τα μυστικά τους, να γελάνε με τις φωνές τους που μόλις ειχαν αρχίσει να χοντραίνουν, να βρωμούν οι μασχάλες τους, τα ρούχα, τα αθλητικά τους παπούτσια και να αναρωτιέσαι πώς μπορούν και αναπνέοουν μέσα σε όλη αυτή τη μπόχα, να περνούν καλά και να μη λιποθυμούν.
Χτες ήρθε ο Κυριάκος μου με ένα από αυτά τα τότε βρωμερά φιλαράκια του, το Γιάννη. Τριαντάρηδες τώρα, καθαροί, με τις δουλειές τους, με τις μηχανές τους, άντρες πια. Μιλήσαμε για τη ζωή τους, για τις σχέσεις τους, για τις κοπέλες τους, μιλήσαμε για την ελληνική γλώσσα και πού πάει, και πόσο την αγαπάμε και οι τρεις, ο Κυριάκος μαθαίνει κάθε μέρα μια καινούργια ελληνική λέξη και την ετυμολογία της, ο Γιάννης γράφει ένα είδος ημερολόγιου με λογοτεχνικό ύφος.
Τα παιδιά μου. Οι φίλοι των παιδιών μου από το νηπιαγωγείο, παιδιά μου κι αυτά. Δεύτερη μάνα τους με λέγανε. Έτσι με νιώθουν. Παιδιά μου.
Ήρθαν χτες και ανέβασαν ένα σωρό πράγματα επάνω, κατέβασαν μπάζα, παλιοέπιπλα, σαβούρες. Ύστερα καθάρισαν την αυλή, ο Γιάννης έκοψε με πριόνι ένα κλαδί δάφνης για τη σόμπα μου και μου τα στοίβαξε πλάι. Σκούπισαν την αυλή, τη βεράντα, μάζεψαν και έδεσαν με σύρμα την ανακύκλωση. Τα παιδιά μου.
Είμαι περήφανη.
Τους πλήρωσα με μια παέγια που ξεχείλιζε στο wok και, φεύγοντας, τους έδωσα μαζί τους την ευχή μου, την αγάπη μου και τις δύο μισές μερίδες από παέγια που είχαν απομείνει.