Δυο φορές στα αεροδρόμια μου ζήτησαν να βγάλω τα παπούτσια. Τη μία μου έδωσαν σοσονάκια. Τη δεύτερη με άφησαν να περπατάω με τις κάλτσες. Σωματικός έλεγχος. Μου επιτρέπετε να σας ψάξω; Σας επιτρέπω. Μπορώ να ψάξω και κάτω από τις πατούσες σας; Μπορείτε. Περνάει το χέρι της με τα γάντια κάτω από τις πατούσες μου. Εντάξει, ευχαριστώ, λέει ενώ είναι ακόμα γονατιστή μπροστά μου. Μπορείτε να πάτε να παραλάβετε τα παπούτσια σας τώρα. Περπατώ με τις κάλτσες και σκέφτομαι πως οι κάλτσες μου σέρνονται πάνω σε χιλιάδες ακαθαρσίες από παπούτσια άλλων. Το αεροδρόμιο λες και γίνεται διαδήλωση. Μιλάμε κι εμείς για τουρισμό; Πλάκα κάνεις.
Μπορώ τώρα να πάρω τις βαλίτσες μου; Βέβαια. Η τσάντα μου χάσκει ορθάνοιχτη. Πετάγονται από μέσα σακούλες τις οποίες έχουν ψάξει- και καλά κάνουν-. Η μία σακούλα έχει μέσα μισή φραντζόλα ψωμί. Το κουβαλάω μέρες μαζί μου, από τη Γαλλία. Ένα ψωμί ταξιδεύει. Ένα ψωμί κάνει διακοπές. Έφυγα με τη φραντζόλα από τη Γαλλία και την ταξίδεψα Ολλανδία. Έπειτα την έφερα Ελλάδα. Πού να ήξερε η φραντζόλα μου ότι θα κάνει τόσο δρόμο; Ωστόσο έμεινε λίγη να φάω κι εδώ.
Όπως έλεγε ο Κέρουακ "Στο δρόμο".
Λυπάμαι που η ζωή μου νυχτώνει. Υπάρχουν δρόμοι τόσοι πολλοί που δεν διάβηκα και όμως θα μπορούσα να τους διαβώ. Με μια φραντζόλα μόνο. Για πρωινό, μεσημεριανό και βραδινό, μπουκιά μπουκιά μια φραντζόλα. Εκεί. Να ανοίγω τα μάτια μου από το θόρυβο των αγριοκέρασων στην ξύλινη στέγη. Εκεί. Τις νύχτες να γυρίζω πλευρό και να έρχεται μυρωδιά μούχλας. Εκεί. Το πρωί να παίρνω πρωινό με τους μικρούς λαγούς. Αμέριμνοι μασουλάνε αγριοκέρασα. Κι οι πάπιες κρώζουν. Και κάποιοι τις ταίζουν μικρά ψωμιά. Και οι κύκνοι βγάζουν στον ήλιο τα μικρά τους. Και τα παιδιά κάνουν κούνια. Και τα κοτσύφια λαλάνε. Και η βροχή ποτίζει. Κι ύστερα αλλού. Κι αλλού. Στο δρόμο. Πάντα στο δρόμο.
ΥΓ. Η φωτό είναι από την Αρτέμιδα, βέβαια. Οι τοπικές (της περιγραφής) σε άλλη μέρα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου