Το γράψιμο: ελαφρύ ναρκωτικό.
Ι
Ι
Ι
V
Κάτι θέλει να γεννηθεί. Κάτι πιέζει να γεννηθεί σήμερα. Τι νάναι; Καλώστο μου, θα πω μόλις έρθει. Καλώστο μου! Καιρό είχαμε, νάτο μου που ήρθε! Νάτο μου που δε με ξεχνά ποτέ! Το αγαπημένο μου, το δοξασμένο μου, το ολόδικό μου, το πανάκριβό μου!
Ο άνεμος σκοντάφτει στο παράθυρό μου
με το ένα χέρι το ανοίγω
μπαίνει φως από την επικείμενη άνοιξη
μπαίνουν ήχοι πτηνών
και ανεπαίσθητες οσμές οπωροφόρων
η άνοιξη έχει μπουμπούκια ίδια με δέντρο λεμονιάς
αυτή την άνοιξη δεν πρέπει να την προδώσεις
η λιτανεία της ομορφιάς θα περάσει ακέραιη
μπροστά στο δρόμο με τις πικροδάφνες
κι εγώ η βαφτισμένη βασίλισσα του πύργου της ερημιάς
μέσα στα άνθη
κροτώ
ενώ αναμένω τους προσεχείς ορίζοντες.
Υ.Γ. Εμείς οι δυο είμαστε παντρεμένοι. Κι εγώ πρέπει απλά να το πάρω απόφαση πως μόνοι-μαζί θα ζήσουμε για πάντα. Ας λατρεύει τουλάχιστον ο ένας τον άλλο. Κι ας δινόμαστε ολόγιομοι.
Και να ακούς στον ύπνο σου τον ήχο του μηνύματός του και να μην κάνεις τον κόπο να το κοιτάξεις. Να δει αδιάβαστο το "καληνύχτα μάτια μου" που στέλνει. Θα σου δείξω εγώ! Και κοιμάσαι. Στον πιο βαθύ ύπνο σου ακούς γι' άλλη μια φορά τον ήχο "γκλιν"! Αγκαλιάζεις το μαξιλάρι σου και γελάς. Είδες; Δεν του απάντησα καληνύχτα στο πρώτο μήνυμα, και έστειλε δεύτερο. Τι σου είναι αυτοί οι άντρες! Κρατάς σθεναρά. Δεν κάνεις τον κόπο να κοιτάξεις το τηλέφωνο. Αδιάβαστο κι αυτό. Τον τιμώρησες! Μια μέρα δική σου αδιαφορία, αδιάβαστο το κινητό. Να που μπορω να αδιαφορώ κι εγώ στα μηνύματά σου, στα καλέσματά σου. Είμαι δυνατή κι εγώ, δεν με κάνεις ό, τι θέλεις, μπορώ να ζήσω και χωρίς το "καληνύχτα μάτια μου". Κοιμάσαι ήσυχη πια. Ξημερώνει. Γελάς μέχρι τα αυτιά που κατάφερες να του δείξεις ότι άμα θες του ανταποδίδεις τα ίσα.
Τεντώνεσαι στο κρεβάτι, ανοίγεις τα μάτια. Πρώτη κίνηση, κινητό. να δεις τι σου έστειλε. "Καληνύχτα μάτια μου;" "Καληνύχτα καρδιά μου;" Ή "καληνύχτα μωρό μου;"
Στα σκοτεινά ψάχνεις τα γυαλιά. Το φως του κινητού τρυπάει το σκοτάδι. Ανοίγεις. Μηνύματα. Γρήγορα, γρήγορα. Μessenger. Μessenger.
Κανένα μήνυμα.
Υ.Γ. Γίνομαι ρόμπα; Σκασίλα μου! Πάει καιρός που δεν κρύβομαι πχια πίσω από το δάχτυλό μου! Πολύ ξεκούραστο το να μην προσποιείσαι και να μη φοράς συμπεριφορές. Στο προτείνω.
Σε μια ζωή-πόλεμο έρχεται η ώρα που λέω δεν την παλεύω άλλο τη συγκεκριμένη κατάσταση. Αρχίζω να γίνομαι σαν το καράβι της φωτογραφίας. Να σβήνω από την εικόνα.
Τότε σταματώ για να ανασυντάξω δυνάμεις, σταματώ να παλεύω γιατί στέγνωσα, γιατί θέλω να φανερωθούν οι προθέσεις του άλλου. Σε μια ζωή-πόλεμο λες: κλείνομαι στο καβούκι μου για λίγο. Μου επιτρέπω να βαριέμαι. Μου επιτρέπω να μην κάνω τίποτα. Μου επιτρέπω να οπισθοχωρήσω.
Κουράζομαι όταν εσύ γίνεσαι αντίπαλος από σύμμαχος. Δεν θέλω να σε χάσω, όχι από αδυναμία αλλά από αγάπη.
Ωστόσο οι νόμοι είναι αυστηροί: αφού δεν θέλεις να πολεμάς μαζί μου, αυτόματα τίθεσαι σε αντιπαλότητα.
Το θέμα είναι να μη με αφήσεις να αντιπαλέψω μαζί σου. Έχω παλέψει με χειρότερους, μεγαλύτερους, δυνατότερους δράκους από σένα.
Θα σε νικήσω και το ξέρεις.
Υ.Γ. Χιόνισε χτες πολύ. Βγήκαν όλοι και φωτογράφιζαν το χιόνι. Χάρηκαν. Καμιά χαρά δεν πήρα. Το χιόνι φέρνει κρύο, νερά, λερωμένα πατώματα, κόπο, δυσκολίες. Η κυβέρνηση είχε διακόψει τα τρένα, τα λεωφορεία, τις νταλίκες στην Εθνική οδό, η μισή Ελλάδα δεν είχε ρεύμα. Γ@@@@κε το σύμπαν. Χαρά;
Κρύο
Έκανε ένα κρύο τ' Άγιου Αντώνη...
Κι έκανε ένα θάνατο του Άη Θανάση...
https://youtu.be/zznlf3ZKQi0
Ο καφές. Μοσχοβολάει στο φαρδύ διπλό φλυτζάνι. Τον έχω φωτογραφίσει εκατό φορές. Μου λέει τα μελλούμενα από το καϊμάκι του αν και ποτέ δεν πετυχαίνει. Σήμερα βλέπω: δύο άνθρωποι. Ακουμπάει ο ένας με απάγκιο στον ώμο του άλλου. Πίνω γουλιά. Ο Μίκυ Μάους. Το καιμάκι κινείται και σχηματίζει. Μια αρκούδα. Μικρό αρκουδάκι. Γουλιά. Ένα αντρικό πρόσωπο. Κάποιος άνθρωπος με πολλά συννεφάκια πάνω από το κεφάλι. Ο ίδιος άνθρωπος βγάζει ομιλία σε συννεφάκι όπως στα κόμικς.
Ένα δέντρο. Ένας αητός καθότανε. Χείλη. Δύο που φιλιούνται.
Σκέφτομαι να γράψω μια διαθήκη γιατί ποτέ δεν ξέρεις τι θα σε βρει. {κοίτα πόσο αστεία η σύνταξη της πρότασης: ΣΚΕΦΤΟΜΑΙ ΝΑ ΓΡΑΨΩ (εγώ) μια διαθήκη, γιατί ποτέ δεν ξέρεις ΤΙ ΘΑ ΣΕ ΒΡΕΙ (εσένα)! Είναι αυτό που λέει: ξόρκι κι απήγανος! Ενώ το λες, φτύνεις τον κόρφο σου.}
Μη με παίρνετε στα σοβαρά. Δείχνει έναν εγωισμό το να γράφω εδώ πέρα. Το κάνω μόνο και μόνο για δική μου εκτόνωση. Αυτιστικά που λέει κι ο φίλος μου ο Δημήτρης ο Λ.
Γράφω εδώ πέρα. Πέρα.
Πέρα στους πέρα κάμπους έχω βρεθεί. Νιώθω (είμαι) μακριά από όλους. Όσα κι αν κάνω, ο καλός μου εαυτός που με συντροφεύει (μέρα και νύχτα επί τόσο μεγάλη σειρά ετών), που με δυναμώνει όταν γίνομαι κουρέλι, που διευθετεί από το τηλέφωνο τις καλές ή κακές υποχρεώσεις που ξεπηδάνε κάθε τόσο, που κάνει δρομολόγια με το αυτοκίνητο, που γράφει τις βιογραφίες φίλων, που παρηγορεί όποιον αναγκεύεται, ο καλός μου σύντροφος, έχει γίνει ο εαυτός μου.
Είδα προχτές μια νύφη μπροστά σε έναν καθρέφτη που παντρεύτηκε λέει τον εαυτό της. Ο κόσμος τη λυπήθηκε, είπαν οι δημοσιογράφοι.
Εγώ από την άλλη, λέω να με ζητήσω σε γάμο.
Το λοιπόν, αγαπημένε!
Επειδή η ώρα είναι 5:38 και εγώ έχω ήδη φτιάξει καφέ.
Και επειδή τα έχω πάρει μαζί σου και επειδή δεν είμαι από αυτούς που τα κρατάω μέσα μου γιατί ποιος ο λόγος να πικραίνομαι εγώ που δεν φταίω, για τα δικά σου κόμπλεξ;
Γιατί με πίκρανες και θέλω πολύ να σε βρίσω. Και επειδή δεν θέλω ακόμα να σε κλωτσήσω από τη ζωή μου, θα εκτονωθώ εδώ.
Λοιπόν, φιλαράκο αγαπημένε.
"Τι κάνεις;" Με ρώτησες.
(Πραγματικό ενδιαφέρον ή φιλοσοφική ερώτηση;)
"Διόρθωσα κάνα δυο φωτογραφίες, έγραψα λίγο", σου απάντησα
"Κοίτα, ρε, κάτι έγνοιες που έχει ο άνθρωπος!" (Διακρίνω ειρωνικό τόνο;) "Διορθώνει φωτογραφίες και γράφει σαχλαμάρες!"
Σου απάντησα ήρεμα ότι "αυτές οι "σαχλαμάρες" που γράφω, είναι η δουλειά μου τώρα". Δεν το συνέχισα. Αλλά θα το συνεχίσω εδώ και μάλιστα με ήπιο τρόπο, αν και μπορώ να γίνω πολύ δεικτική.
Όταν εγώ λοιπόν, αγαπημένε, πήρα τρία παιδιά και έφυγα από έναν τρελό που μας απειλούσε ότι θα μας σκοτώσει και θα αυτοκτονήσει και τα πρωινά πήγαινα από τις εφτάμιση και δούλευα στο σχολείο και τέλειωνα μιάμιση και πήγαινα κατευθείαν σε μια ταβέρνα που έκανα τη μαγείρισσα και ψώνιζα και κουβάλαγα και μετά μαγείρευα 4 κιλά μοσχάρι και 4 κιλά χοιρινό και ζύμωνα 85 κεφτέδες την ημέρα και καθάριζα με τα κιλά τα κρεμμύδια, και φούρνιζα 4 κιλά κοτόπουλο και 50 σουτζουκάκια, εσύ έψαχνες το πουλί σου μέσα στις μπιτζάμες! Και τέλειωνα κάθε μέρα αργά το απόγεμα και την άλλη μέρα εφτάμιση στο σχολείο. Και τα Σαββατοκύριακα που δεν είχα σχολείο πήγαινα στην ταβέρνα από τις δέκα το πρωί και πάλι ψώνιζα και πάλι έφτιαχνα τους καταραμένους κεφτέδες (που από τότε δεν έχω ξαναφτιάξει ποτέ) και μαγείρευα μέσα στην κουζίνα της ταβέρνας και έφτανε η ώρα μία το βράδυ και μιάμιση μέχρι να σχολάσω και ήταν τόση η κούρασή μου που σήκωνα το ένα πόδι σαν τον πελαργό για να το ξεκουράσω κι έπειτα σήκωνα το άλλο. Κι έρχεσαι εσύ να υπονοήσεις ότι δεν κάνω τίποτα μέσα στη μέρα μου και να μου πεις ότι γράφω "σαχλαμάρες". Που εσύ ζεις μονάχα τον εαυτό σου κι αυτός σου πέφτει βαρύς! Ε, άι σιχτίρ, ρε βλάκα! Ό, τι θέλω θα γράφω και ό, τι θέλω θα κάνω!
Ένα να ξέρεις: Η δουλειά εμένα με φοβήθηκε, εγώ δεν τη φοβήθηκα!
Ε, και αμάν! Επειδή το έχω ξανακούσει αυτό και πάντα μου δίνει στα νεύρα! Μια φίλη μου είχε πει κάποτε (και μάλιστα όχι μία φορά, αλλά πολλές, και εγώ την άκουγα ευγενικά και καρτερικά και δεν μιλούσα).
Έλεγε λοιπόν η φιλενάδα: Εμ βέβαια! Εσύ πηγαίνεις στο σχολείο και δουλεύεις 4 ώρες την ημέρα! Τι να πουμε κι εμείς που δουλεύουμε όλη μέρα, ακόμα και τα Σάββατα!
Το άκουσα, μία, το άκουσα δύο, το άκουσα τρεις. Ε, και άι σιχτίρι κι εσύ! Μια μέρα έσκασα.
" Για να δουλεύω 4 ώρες την ημέρα, φιλενάδα, έφαγα τον κώλο μου στο θρανία και το μυαλό μου στα βιβλία και στις εξετάσεις. Ας έκανες το ίδιο κι εσύ, για να δουλεύεις λιγότερο".
Ε, και άι σιχτίρι όλοι σας!
Και τωρα εσύ, αγαπημένε. Η ώρα σου.
Και γιατί με τσαντίζει τόσο να το ακούω αυτό; Γιατί η μάνα μου μου είχε βάλει ταμπέλα όταν ήμουνα μικρή: τεμπέλα με ανέβαζε, τεμπέλα με κατέβαζε. Κι όταν το άκουγα δεν την χώνευα. Γιατί ήξερα ότι δεν ήμουν τεμπέλα απλά δεν μου άρεσε να κάνω αυτά που νόμιζε ότι όφειλα: να στρώνω τα κρεβάτια και να σκουπίζω το σπίτι. Μιλάμε για ηλικία εννιά χρονών, και δέκα και δώδεκα και δεκατρία. Κι ύστερα η μάνα μου κρεμάστηκε πάνω μου. Όπως και πολλοί άλλοι. Όπως θα κρεμιόσουν κι εσύ, καλέ μου, αν έδειχνες τη διάθεση να με γνωρίσεις λίγο καλύτερα. Το θέμα είναι πως έχω κουραστεί με τη βλακεία του κόσμου. Κι αν δε νοιαστείς να με ρωτήσεις απαξιώ να σου μιλήσω για όσα δεν ξέρεις.
Αυτό.