Το λοιπόν, αγαπημένε!
Επειδή η ώρα είναι 5:38 και εγώ έχω ήδη φτιάξει καφέ.
Και επειδή τα έχω πάρει μαζί σου και επειδή δεν είμαι από αυτούς που τα κρατάω μέσα μου γιατί ποιος ο λόγος να πικραίνομαι εγώ που δεν φταίω, για τα δικά σου κόμπλεξ;
Γιατί με πίκρανες και θέλω πολύ να σε βρίσω. Και επειδή δεν θέλω ακόμα να σε κλωτσήσω από τη ζωή μου, θα εκτονωθώ εδώ.
Λοιπόν, φιλαράκο αγαπημένε.
"Τι κάνεις;" Με ρώτησες.
(Πραγματικό ενδιαφέρον ή φιλοσοφική ερώτηση;)
"Διόρθωσα κάνα δυο φωτογραφίες, έγραψα λίγο", σου απάντησα
"Κοίτα, ρε, κάτι έγνοιες που έχει ο άνθρωπος!" (Διακρίνω ειρωνικό τόνο;) "Διορθώνει φωτογραφίες και γράφει σαχλαμάρες!"
Σου απάντησα ήρεμα ότι "αυτές οι "σαχλαμάρες" που γράφω, είναι η δουλειά μου τώρα". Δεν το συνέχισα. Αλλά θα το συνεχίσω εδώ και μάλιστα με ήπιο τρόπο, αν και μπορώ να γίνω πολύ δεικτική.
Όταν εγώ λοιπόν, αγαπημένε, πήρα τρία παιδιά και έφυγα από έναν τρελό που μας απειλούσε ότι θα μας σκοτώσει και θα αυτοκτονήσει και τα πρωινά πήγαινα από τις εφτάμιση και δούλευα στο σχολείο και τέλειωνα μιάμιση και πήγαινα κατευθείαν σε μια ταβέρνα που έκανα τη μαγείρισσα και ψώνιζα και κουβάλαγα και μετά μαγείρευα 4 κιλά μοσχάρι και 4 κιλά χοιρινό και ζύμωνα 85 κεφτέδες την ημέρα και καθάριζα με τα κιλά τα κρεμμύδια, και φούρνιζα 4 κιλά κοτόπουλο και 50 σουτζουκάκια, εσύ έψαχνες το πουλί σου μέσα στις μπιτζάμες! Και τέλειωνα κάθε μέρα αργά το απόγεμα και την άλλη μέρα εφτάμιση στο σχολείο. Και τα Σαββατοκύριακα που δεν είχα σχολείο πήγαινα στην ταβέρνα από τις δέκα το πρωί και πάλι ψώνιζα και πάλι έφτιαχνα τους καταραμένους κεφτέδες (που από τότε δεν έχω ξαναφτιάξει ποτέ) και μαγείρευα μέσα στην κουζίνα της ταβέρνας και έφτανε η ώρα μία το βράδυ και μιάμιση μέχρι να σχολάσω και ήταν τόση η κούρασή μου που σήκωνα το ένα πόδι σαν τον πελαργό για να το ξεκουράσω κι έπειτα σήκωνα το άλλο. Κι έρχεσαι εσύ να υπονοήσεις ότι δεν κάνω τίποτα μέσα στη μέρα μου και να μου πεις ότι γράφω "σαχλαμάρες". Που εσύ ζεις μονάχα τον εαυτό σου κι αυτός σου πέφτει βαρύς! Ε, άι σιχτίρ, ρε βλάκα! Ό, τι θέλω θα γράφω και ό, τι θέλω θα κάνω!
Ένα να ξέρεις: Η δουλειά εμένα με φοβήθηκε, εγώ δεν τη φοβήθηκα!
Ε, και αμάν! Επειδή το έχω ξανακούσει αυτό και πάντα μου δίνει στα νεύρα! Μια φίλη μου είχε πει κάποτε (και μάλιστα όχι μία φορά, αλλά πολλές, και εγώ την άκουγα ευγενικά και καρτερικά και δεν μιλούσα).
Έλεγε λοιπόν η φιλενάδα: Εμ βέβαια! Εσύ πηγαίνεις στο σχολείο και δουλεύεις 4 ώρες την ημέρα! Τι να πουμε κι εμείς που δουλεύουμε όλη μέρα, ακόμα και τα Σάββατα!
Το άκουσα, μία, το άκουσα δύο, το άκουσα τρεις. Ε, και άι σιχτίρι κι εσύ! Μια μέρα έσκασα.
" Για να δουλεύω 4 ώρες την ημέρα, φιλενάδα, έφαγα τον κώλο μου στο θρανία και το μυαλό μου στα βιβλία και στις εξετάσεις. Ας έκανες το ίδιο κι εσύ, για να δουλεύεις λιγότερο".
Ε, και άι σιχτίρι όλοι σας!
Και τωρα εσύ, αγαπημένε. Η ώρα σου.
Και γιατί με τσαντίζει τόσο να το ακούω αυτό; Γιατί η μάνα μου μου είχε βάλει ταμπέλα όταν ήμουνα μικρή: τεμπέλα με ανέβαζε, τεμπέλα με κατέβαζε. Κι όταν το άκουγα δεν την χώνευα. Γιατί ήξερα ότι δεν ήμουν τεμπέλα απλά δεν μου άρεσε να κάνω αυτά που νόμιζε ότι όφειλα: να στρώνω τα κρεβάτια και να σκουπίζω το σπίτι. Μιλάμε για ηλικία εννιά χρονών, και δέκα και δώδεκα και δεκατρία. Κι ύστερα η μάνα μου κρεμάστηκε πάνω μου. Όπως και πολλοί άλλοι. Όπως θα κρεμιόσουν κι εσύ, καλέ μου, αν έδειχνες τη διάθεση να με γνωρίσεις λίγο καλύτερα. Το θέμα είναι πως έχω κουραστεί με τη βλακεία του κόσμου. Κι αν δε νοιαστείς να με ρωτήσεις απαξιώ να σου μιλήσω για όσα δεν ξέρεις.
Αυτό.