Δευτέρα 2 Νοεμβρίου 2020

Η παράγραφος

 Τι παράξενες μέρες... Πόσο παράξενα έρχονται και τι είναι αυτό που επηρεάζει τη ροή τους; Νάναι τα όνειρα που βλέπεις και δε θυμάσαι; Νάναι μια κουβέντα που ειπώθηκε την χτεσινή, και την επεξεργάστηκε στη διάρκεια της νύχτας το υποσυνείδητο; Νάναι οι πλανήτες και η επιρροή τους; Τι νάναι; Και τι χρειάζεται ο άνθρωπος για να λειτουργήσει τη ρουτίνα του; Ή για να βγει από αυτή; Τι χρειάζεται ή τι ΔΕΝ χρειάζεται για να καταφέρει να συγκεντρώσει το μυαλό του σε κάτι που ΠΡΕΠΕΙ αλλά δεν καταφέρνει να κάνει;




Τρεις μέρες διορθώνω μία παράγραφο σε κάποιο διήγημα. Μία παράγραφο δέκα σειρών. Ανεβάζω προτάσεις, κατεβάζω προτάσεις, ανανεώνω λέξεις, προσθέτω λέξεις, αφαιρώ, της αλλάζω σελίδα (της παραγράφου), δεν μπορώ να την αφαιρέσω μια και καλή γιατί την χρειάζομαι για το νόημα, ενώ τη σελίδα στην οποία βρίσκεται την έχω μάθει απέξω, την έχω διαβάσει και ξαναδιαβάσει ένα εκατομμύριο φορές για να ταιριάξω την σκοτεινή ατίθαση και ακατάλειπτη παράγραφό μου. Ξανά και ξανά. Με το μεγάλο φλυτζάνι του καφέ στο πλάι, με τα μαλλιά αχτένιστα όπως της ηρωίδας που περιγράφεται στο διήγημα, με παράθυρα κλειστά, τους σκύλους να γαυγίζουν απέξω, με μαξιλάρια στην καρέκλα για να μην πονάει ο δεξής ώμος μου από την κακή στάση στο γραφείο, με το βάρος των υπερμετρωπικών γυαλιών στη μύτη μου, με το φως της οθόνης να τρυπάει τα μάτια. 

Αν δεν περάσω τον ύφαλο, ούτε λόγος να  προχωρήσω στο επόμενο διήγημα. Σήμερα πάλι. Την πήρα από εδώ την έβαλα εκεί. Έσβησα λέξεις και έβαλα καινούργιες. Ξανάβαλα τις παλιές. Κάτι της λείπει; Κάτι της περισσεύει; Με έκανε να τα παρατήσω. 

Μία παράγραφος (από τις διακόσιες πενήντα σελίδες) έχει καταφέρει να με διαλύσει. 




Τετάρτη 21 Οκτωβρίου 2020

Ο καφές


 Στα είκοσί μου το έσκαγα από τη μάνα μου. Η μάνα ήξερε πως το πρωί θα φύγω για τη Σχολή κι εγώ αντί να πάρω το λεωφορείο για το Πολυτεχνείο, πήγαινα στα λεωφορεία για τα ΚΤΕΛ. Κούμπωνα μια ντραμαμίνη, -από μικρή ζαλίζομαι στις μεγάλες διαδρομές- και πήγαινα Κοζάνη, όπου σπούδαζε ο καλός μου (και μετέπειτα σύζυγός μου). 

Η μάνα ανησυχούσε; Δεν ανησυχούσε; Δεν το έχω ξεκαθαρισμένο στο μυαλό μου. Την έπαιρνα λοιπόν τηλέφωνο μόλις έφτανα, (εφτά; οχτώ ώρες ταξίδι) και της έλεγα είμαι Κοζάνη και δεν θα έρθω το βράδυ.  Ίσως θύμωνε, ίσως φώναζε. Εγώ ήμουν σε ήλικία που δεν άκουγα. Αγριοκάτσικο με φωνάζει ακόμα ο αδελφός μου. Στο τέλος η μάνα σήκωνε τα χέρια ψηλά. 

Εκεί στην Κοζάνη, λοιπόν, ο καλός μου είχε ένα συμφοιτητή το Βασίλη Μπιλίρη. Ο Βασίλης 21 ετών κάπου από την Πελοπόννησο. Κάναμε πολλή παρέα στην Κοζάνη. Όταν πήγαινα μαγειρεύαμε και οι τρεις, μαλώναμε, βγάζαμε αστείες φωτογραφίες. Ακόμα τις έχω. Φοιτηταριό. Ο καφές που πίναμε, από πάντα, ελληνικός. Ο Μπιλίρης ερχότανε από το πρωί, αράζαμε, φτιάχναμε μεγάλες κούπες καφέ και λέγαμε βλακείες. 

Τον καφέ τον έφτιαχνα εγώ. Μια μέρα ο καφές δεν του φάνηκε του Μπιλίρη τόσο καλός όσο έπρεπε. Ρουφάει λοιπόν μια γουλιά, πλαταγίζει τη γλώσσα, σηκώνει τα μάτια και με κοιτάει με καχύποπτο βλέμμα. 

"Γύρισε μωρή ο καφές;" 

Εννούσε αν έβρασε όσο έπρεπε, αν γύρισε το καϊμάκι. 

"Γύρισε", απάντησα εγώ. 

Εξακολούθησε να με κοιτάζει για λίγα δευτερόλεπτα  εξεταστικά, προσπαθώντας να καταλάβει αν του έλεγα  αλήθεια. Ύστερα άναψε τσιγάρο και συνέχισε να πίνει.

Ένα Σαββατοκύριακο που πήγα (πάλι σκαστή) Κοζάνη, ο Μπιλίρης δεν ήταν εκεί. Γκρεμίστηκε λέει με το αυτοκίνητο κάπου στο χωριό του. Στα 21. 

Έχουν περάσει άπειρα χρόνια από τότε. Όμως ΚΑΘΕ ΦΟΡΑ μα ΚΑΘΕ ΦΟΡΑ που φτιάχνω τον καφέ μου και περιμένω να φουσκώσει, ακούω τον Μπιλίρη από πάνω μου:

"Γύρισε, μωρή ο καφές;" 



Παρασκευή 16 Οκτωβρίου 2020

Αγαπίτσες

 



Αγαπίτσες...

Έλα να κάνουμε αγαπίτσες... Η καινούργια μου λέξη στο λεξικό μου. 

Χμ...

Κάποτε , μικρή, είχα διαβάσει ότι η ζωή του ανθρώπου σε αυτή τη γη αποτελείται από 50% ευτυχία και 50% δυστυχία. Ισορροπία παντού. Όταν αυτό το 50% της δυστυχίας ή της ευτυχίας μοιράζεται, δεν το καταλαβαίνεις. Όταν το 50% σου της δυστυχίας το ζήσεις μαζεμένο, ε, τότε,  φυσικά και θα το έχεις νιώσει στο τσουρουφλισμένο πετσί σου.   

Βέβαια, μπορεί και να μην είναι έτσι τα πράγματα. Βέβαια, υπάρχει πιθανότητα ένας άνθρωπος -πολλοί άνθρωποι - να ζουν ευτυχισμένοι μια ζωή και μακάρι να συνεχίζουν έτσι μέχρι την τελευταία τους ανάσα. Και το αντίθετο:  υπάρχει πιθανότητα η ευτυχία να μην πατήσει ποτέ το ευγενικό, χαριτωμένο, ανάλαφρο, καλογραμμένο της ποδι στη ζωή κάποιων ανθρώπων. Το γιατί είναι δικό της θέμα, σχεδόν ανεξήγητο. Σχεδόν. Γιατί οι ψυχολόγοι δίνουν την εξήγησή τους. Είναι θέμα -λένε- των επιλογών που κάνει  ο καθένας μας. Οι δε πνευματιστές είναι θέμα - λένε-  το προηγούμενο επιβεβαρυμένο κάρμα. Ελεύθεροι να δώσουν κάθε εξήγηση. Εμείς μένουμε στο γεγονός ότι, είτε το ένα είτε το άλλο,  απλά συμβαίνει.  

Κάποιος φίλος, μου εκμυστηρεύτηκε κάποτε ότι ήταν δυστυχισμένος από τη ρουτίνα που ζούσε μέσα στο σπίτι του και με ρώτησε με ποιον τρόπο την αντιμετωπίζω εγώ. Μου πήρε λίγο χρόνο να καταλάβω τι εννοούσε. Ρουτίνα; Χμ... Τι είναι η ρουτίνα; Είχα στη ζωή μου ρουτίνα; Πραγματικά αναρωτιόμουν για μερικά δευτερόλεπτα. Συμπέρανα πως δεν είχα ιδέα τι είναι η ρουτίνα, δεν είχα ποτέ. Ακόμα και τα χρόνια που ζούσα, ας πούμε, την εργασιακή ρουτίνα μου, βαρεμάρα δεν είχα νιώσει. 

Ένα καινούργιο μάθημα, ένα διαφορετικό project, η ανάληψη καινούργιων ευθυνών (αυτό ποτέ δεν το φοβήθηκα), κάτι να γράψω, κάτι να προτείνω σε άλλους, κάτι να δημιουργήσω. Δεν κάθησα ποτέ στα αυγά μου για να με πνίξει η ρουτίνα. Κάθε μέρα οι ώρες μου ήταν γεμάτες με δραστηριότητες, ίσως όχι όλες ευχάριστες, ωστόσο το βράδυ έπεφτα στο κρεβάτι με κάτι καινούργιο στο μυαλό, είχα φροντίσει μέσα στη μέρα να έχω να περιμένω κάτι για την αυριανή μου. Είναι σκηνοθετικό κόλπο αυτό. Εμείς σκηνοθετούμε τη ζωή μας. Όπως στα σήριαλ στην τηλεόραση που σταματούν στο πιο ενδιαφέρον σημείο ώστε να περιμέμεις με αγωνία το επόμενο επεισόδιο.

Για να επανέλθω. Στα χρόνια που πέρασα, υπήρξαν μέρες δυστυχισμένες. Μπορώ να τις μετρήσω για πολλές. Μέρες άτυχες, μέρες ίδιες, μέρες δύσκολες. Δεν ξέρω αν κατέλαβαν το 50% δυστυχίας μου ή λιγότερο ή περισσότερο και δεν είναι δικό μου θέμα να μετρήσω, είναι κάποιου από πάνω. Ωστόσο εκ του τέλους κρίνονται τα αποτελέσματα. 

Προς το παρόν ζω το 50% των ήσυχων, χαρούμενων και θα τολμήσω να πω ευτυχισμένων ημερών μου και δεν αφήνω να μου το χαλάσει κανένας αυτό. 

Και λέω "τολμώ" γιατί πολλές φορές - με το μικρότατο μυαλό μας-  δεν εκφράζουμε την ευτυχία μας, φοβούμενοι μην τη ματιάσουν.  Ωστόσο το Σύμπαν έχει αυτιά και ακούει. Και όταν μας δίνει κάτι καλό οφείλουμε να του απευθύνουμε τις ευχαριστίες μας. Είναι σημαντικό αυτό. Ενώ είμαστε συνηθισμένοι να ζητάμε πράγματα από το Σύμπαν (που ονομάζουμε Θεό), ξεχνάμε να ευχαριστήσουμε όταν αυτό που ζητήσαμε, μας δόθηκε. 

Εγώ σήμερα Ευχαριστώ που με βοήθησε να προσθέσω μια καινούργια λέξη στις λέξεις που ήξερα: "Αγαπίτσες".

Καλημέρα Σύμπαν και καλημέρα άνθρωποι.




  

 

Δευτέρα 7 Σεπτεμβρίου 2020

Η λεκάνη

 Η λεκάνη

Η θεία Μιμία δεν ήθελε τη μεγάλη λεκάνη. Της έπιανε χώρο κι αυτή δε ζυμώνει πια. Την πήρα χωρίς να τη χρειάζομαι, κρίμα να πεταχτεί. Ωστόσο ούτε κι εγώ είχα χώρο. Βλέπεις μαζεύουμε αντικείμενα που όταν φεύγουμε ξεμένουνε σε άλλους, όμως σ' αυτούς δεν λένε τίποτα. Ακούμπησα πρόχειρα τη λεκάνη στο παγκάκι της βεράντας ώσπου να δω τι θα κάνω με το αντικείμενο που ήρθε στα χέρια μου -ας πούμε- κληρονομικά. Κι εκεί που καθόμουν στο ωραίο απόγευμα και την κοιτούσα, η λεκάνη ζωντάνεψε. Γέμισε αλεύρι και λάδι, γέμισε πορτοκάλι και ζάχαρη, μύρισε η κανέλα, έσπασε τη μύτη μου το τριμμένο γαρύφαλλο, μυρωδιά κομμένου μούστου απλώθηκε παντού, μοσχοβόλησε το φρέσκο βούτυρο για τους πάντα αποτυχημένους μας κουραμπιέδες, πότε σκληροί και πότε να τρίβονται και να σκορπάνε στην άχνη... Και τα χέρια... Τα χέρια της μάνας πώς βρέθηκαν μέσα στη λεκάνη κι αυτά. Να ζυμώνουν τα χέρια, να ανακατεύουν τα υλικά άλλοτε με δύναμη κι άλλοτε με χάδια και ξαφνικά μύρισε η βεράντα μου μουστοκούλουρο και πασχαλινά στριφτά και κουραμπιέδες και μελομακάρονα κι η μάνα μου εκεί, με την ίδια αγωνία για την πρώτη φουρνιά:

"Δοκίμασες; Είναι καλά;"

Κι ακόμα να κρέμονται στα χέρια τής μάνας τα ζυμάρια...

Σάββατο 29 Αυγούστου 2020

ΑΥΤΟ (που κάποιοι ονομάζουν Μούσα)

 Λένε ότι ο ευτυχισμένος άνθρωπος δεν δημιουργεί. Βυθισμένος στην ευτυχία του μένει να το απολαμβάνει, μένει ακίνητος επειδή φοβάται να μην αλλάξει τίποτα από όσα βιώνει.  Λένε πως καθηλώνεται. Μπορεί. 

Επίσης λένε πως η πίκρα, ο φόβος ή ο πόνος, γεννούν όμορφα πράγματα. Όταν ο άνθρωπος βιώνει πίκρα, όταν πνίγεται μέσα σε πόνο, τότε ενεργοποιείται το ένστικτο της επιβίωσης.  Ο άνθρωπος παλεύει να βγει από αυτό, ή παλεύει να απαλύνει αυτό που αισθάνεται. Με ποιον τρόπο; Μοιράζοντάς το. Με ποιον τρόπο το μοιράζει; Δημιουργώντας. Απασχολώντας σώμα και μυαλό. Να γιατί λένε πως οι μεγάλες δημιουργίες έχουν βγει μέσα από αντίξοες συνθήκες, κακουχίες και βάσανα.


Να καθαιρέσω τις φωτογραφίες σου από τον τοίχο

να σαπουνίσω σχολαστικά τα χέρια που σε άγγιξαν

να σβήσω από τα αυτιά μου τους ήχους των οργασμών σου

από τα μάτια μου τις τούφες των μαλλιών σου που άγγιζαν πάνω μου

δυο κομμάτια κορμιά ζυμωμένα σε ένα 

τόσες μα τόσες φορές ζυμωμένα μαλακά  

εικόνες από μάτια βέλη που τρυπούσαν βαθιά, αλύπητα 

ένα κομμάτι ουρανός κάποιες μέρες

πάνω μας ένα ταβάνι ηδονοβλεπτικό 

κρεβάτι ξέστρωτο η γη που μας άκουγε 

να πληγώνουμε ο ένας το φύλο του άλλου

Μείνε όσο σε θέλω. 

Αφήνω τις φωτογραφίες σου εκεί. 


(Υ.Γ. Εγώ "ΑΥΤΌ" πόσο το αγαπάω!)






Δευτέρα 17 Αυγούστου 2020

Ο βυθός

 Και ναι. Θα διαβάσει, θα βυθιστεί σε άλλους κόσμους, ξένους. Θα βυθιστεί σε μια ασχετη ιστορία που τη διηγείται κάποιος με τον οποίο δεν θα συναντηθεί ποτέ. Θα προσπαθήσει τουλάχιστον. Ενδιάμεσα θα θυμηθεί ένα τηλέφωνο που ξέχασε να κάνει, λίγο τα δόντια που τον ενοχλούν, την όμορφη Κατερίνα που έκοψε κάθε επικοινωνία μαζί του γιατί την πρόσβαλλε. Θα βυθίζεται πάλι και πάλι στις καλοφτιαγμένες παραγράφους κι ύστερα θα τον επαναφέρει η μυρωδιά των ούρων που μπάζει το αεράκι από το δρόμο ή το λαχανιασμα του σκύλου που ξαπλώνει στα πόδια του. Ύστερα τον αποσπούν τα τζιτζικια. Τα τηλέφωνα με τις προτάσεις φίλων για βόλτες και εκδρομές. Η πανδημία. Οι μπριζόλες στην κατάψυξη. Ο ανεμιστήρας που γέρνει. Η σημερινή φωτιά στο εργοστάσιο. Ο μαύρος καπνός που σκέπαζε το ελικόπτερο. Τον ήλιο. Τον ουρανό. Τη σκέψη του. Κατάρα. Κατάρα η φωτιά. Οι δρόμοι. Τα ονόματα γυναικών που δε θέλει να ξεστομίσει. Η ζέστη. Βυθίσου. Βυθίσου, λέει στον εαυτό του. Βυθίσου σ' αυτο που διαβάζεις, μπες σε μια ιστορία ξένη. Να ξεχαστεί μέσα σε όμορφες λέξεις, να τον πάρουν τα παραμύθια μαζί τους. Να φύγει. Για πού? Βυθίσου. Βυθίσου. Έτσι κι αλλιώς να φύγει στ' αλήθεια, είναι αδύνατο. Το εισιτήριο στοιχίζει τόσο που δεν μπορει να το αγοράσει.