Δευτέρα 7 Σεπτεμβρίου 2020

Η λεκάνη

 Η λεκάνη

Η θεία Μιμία δεν ήθελε τη μεγάλη λεκάνη. Της έπιανε χώρο κι αυτή δε ζυμώνει πια. Την πήρα χωρίς να τη χρειάζομαι, κρίμα να πεταχτεί. Ωστόσο ούτε κι εγώ είχα χώρο. Βλέπεις μαζεύουμε αντικείμενα που όταν φεύγουμε ξεμένουνε σε άλλους, όμως σ' αυτούς δεν λένε τίποτα. Ακούμπησα πρόχειρα τη λεκάνη στο παγκάκι της βεράντας ώσπου να δω τι θα κάνω με το αντικείμενο που ήρθε στα χέρια μου -ας πούμε- κληρονομικά. Κι εκεί που καθόμουν στο ωραίο απόγευμα και την κοιτούσα, η λεκάνη ζωντάνεψε. Γέμισε αλεύρι και λάδι, γέμισε πορτοκάλι και ζάχαρη, μύρισε η κανέλα, έσπασε τη μύτη μου το τριμμένο γαρύφαλλο, μυρωδιά κομμένου μούστου απλώθηκε παντού, μοσχοβόλησε το φρέσκο βούτυρο για τους πάντα αποτυχημένους μας κουραμπιέδες, πότε σκληροί και πότε να τρίβονται και να σκορπάνε στην άχνη... Και τα χέρια... Τα χέρια της μάνας πώς βρέθηκαν μέσα στη λεκάνη κι αυτά. Να ζυμώνουν τα χέρια, να ανακατεύουν τα υλικά άλλοτε με δύναμη κι άλλοτε με χάδια και ξαφνικά μύρισε η βεράντα μου μουστοκούλουρο και πασχαλινά στριφτά και κουραμπιέδες και μελομακάρονα κι η μάνα μου εκεί, με την ίδια αγωνία για την πρώτη φουρνιά:

"Δοκίμασες; Είναι καλά;"

Κι ακόμα να κρέμονται στα χέρια τής μάνας τα ζυμάρια...

Σάββατο 29 Αυγούστου 2020

ΑΥΤΟ (που κάποιοι ονομάζουν Μούσα)

 Λένε ότι ο ευτυχισμένος άνθρωπος δεν δημιουργεί. Βυθισμένος στην ευτυχία του μένει να το απολαμβάνει, μένει ακίνητος επειδή φοβάται να μην αλλάξει τίποτα από όσα βιώνει.  Λένε πως καθηλώνεται. Μπορεί. 

Επίσης λένε πως η πίκρα, ο φόβος ή ο πόνος, γεννούν όμορφα πράγματα. Όταν ο άνθρωπος βιώνει πίκρα, όταν πνίγεται μέσα σε πόνο, τότε ενεργοποιείται το ένστικτο της επιβίωσης.  Ο άνθρωπος παλεύει να βγει από αυτό, ή παλεύει να απαλύνει αυτό που αισθάνεται. Με ποιον τρόπο; Μοιράζοντάς το. Με ποιον τρόπο το μοιράζει; Δημιουργώντας. Απασχολώντας σώμα και μυαλό. Να γιατί λένε πως οι μεγάλες δημιουργίες έχουν βγει μέσα από αντίξοες συνθήκες, κακουχίες και βάσανα.


Να καθαιρέσω τις φωτογραφίες σου από τον τοίχο

να σαπουνίσω σχολαστικά τα χέρια που σε άγγιξαν

να σβήσω από τα αυτιά μου τους ήχους των οργασμών σου

από τα μάτια μου τις τούφες των μαλλιών σου που άγγιζαν πάνω μου

δυο κομμάτια κορμιά ζυμωμένα σε ένα 

τόσες μα τόσες φορές ζυμωμένα μαλακά  

εικόνες από μάτια βέλη που τρυπούσαν βαθιά, αλύπητα 

ένα κομμάτι ουρανός κάποιες μέρες

πάνω μας ένα ταβάνι ηδονοβλεπτικό 

κρεβάτι ξέστρωτο η γη που μας άκουγε 

να πληγώνουμε ο ένας το φύλο του άλλου

Μείνε όσο σε θέλω. 

Αφήνω τις φωτογραφίες σου εκεί. 


(Υ.Γ. Εγώ "ΑΥΤΌ" πόσο το αγαπάω!)






Δευτέρα 17 Αυγούστου 2020

Ο βυθός

 Και ναι. Θα διαβάσει, θα βυθιστεί σε άλλους κόσμους, ξένους. Θα βυθιστεί σε μια ασχετη ιστορία που τη διηγείται κάποιος με τον οποίο δεν θα συναντηθεί ποτέ. Θα προσπαθήσει τουλάχιστον. Ενδιάμεσα θα θυμηθεί ένα τηλέφωνο που ξέχασε να κάνει, λίγο τα δόντια που τον ενοχλούν, την όμορφη Κατερίνα που έκοψε κάθε επικοινωνία μαζί του γιατί την πρόσβαλλε. Θα βυθίζεται πάλι και πάλι στις καλοφτιαγμένες παραγράφους κι ύστερα θα τον επαναφέρει η μυρωδιά των ούρων που μπάζει το αεράκι από το δρόμο ή το λαχανιασμα του σκύλου που ξαπλώνει στα πόδια του. Ύστερα τον αποσπούν τα τζιτζικια. Τα τηλέφωνα με τις προτάσεις φίλων για βόλτες και εκδρομές. Η πανδημία. Οι μπριζόλες στην κατάψυξη. Ο ανεμιστήρας που γέρνει. Η σημερινή φωτιά στο εργοστάσιο. Ο μαύρος καπνός που σκέπαζε το ελικόπτερο. Τον ήλιο. Τον ουρανό. Τη σκέψη του. Κατάρα. Κατάρα η φωτιά. Οι δρόμοι. Τα ονόματα γυναικών που δε θέλει να ξεστομίσει. Η ζέστη. Βυθίσου. Βυθίσου, λέει στον εαυτό του. Βυθίσου σ' αυτο που διαβάζεις, μπες σε μια ιστορία ξένη. Να ξεχαστεί μέσα σε όμορφες λέξεις, να τον πάρουν τα παραμύθια μαζί τους. Να φύγει. Για πού? Βυθίσου. Βυθίσου. Έτσι κι αλλιώς να φύγει στ' αλήθεια, είναι αδύνατο. Το εισιτήριο στοιχίζει τόσο που δεν μπορει να το αγοράσει.

Γιατί και πώς δημιουργείς

 




Άραγε πρέπει να έρχονται τέτοιες στιγμές; Στιγμές αμφιβολίας και ζήλειας, στιγμές που κάνουν το έδαφος να τρέμει κάτω από τα πόδια σου, στιγμές φόβου; Ποιος είναι αυτός που τις αποζητά; Και γιατί αυτές οι στιγμές να γεννούν δημιουργία; Γιατί σε ήρεμες κι ευτυχισμένες ώρες "αυτό"  δεν έρχεται; Άλλο ερώτημα: συμβαίνει κάτι παρόμοιο με όλους τους δημιουργούς ή μόνο σε κάποιους που έχουν εθιστεί στο ταρακούνημα των συναισθήματων; 

http://www.nostimonimar.gr/about-writing/

"Άλλωστε φαίνεται ότι συχνά οι ίδιες οι δυσκολίες, τα πάθη, το μίσος, ο πόλεμος κι εκείνο το περιβόητο γκρέμισμα στο κενό, δημιουργούν τις συνθήκες για να γραφτεί-ζωγραφιστεί-παιχτεί κάτι καινούριο.

Στα χαρακώματα του Μεγάλου Πολέμου (που τελικά δεν ήταν τόσο μεγάλος όσο ο δεύτερος), μέσα στη φρίκη, στις λάσπες, στις οβίδες και στα αέρια μουστάρδας, γράφτηκαν αριστουργήματα της λογοτεχνίας, της μουσικής, της φιλοσοφίας.

Εκεί έγραφε ο ποιητής Απολλιναίρ που γύρισε με τρυπανισμένο κρανίο, εκεί κι ο Βίτγκενσταϊν εμπνεύστηκε το Tractatus. Κι η μικρή Άννα Φρανκ έγραψε το ημερολόγιο της στη σοφίτα, λίγο πριν τη στείλουν στο στρατόπεδο, εκεί όπου κι ο Λεβί δημιούργησε το “Εάν είναι αυτός ο άνθρωπος”.

Οι σκλάβοι τραγουδούσαν στις φυτείες της Αμερικής κι όταν γυρνούσαν στα παραπήγματα το βράδυ ξεκινούσαν να χορεύουν, παρά την κούραση και την ανελευθερία, ή μπορεί εξαιτίας αυτών.

Η τέχνη είναι φάρμακο και το χρειάζονται οι άνθρωποι που τυραννιούνται.

Μπορεί η τυραννία να είναι μόνο ο έρωτας, αυτός που ενέπνευσε τα περισσότερα βιβλία, τραγούδια, φιλμ. Μπορεί να είναι η φτώχεια, η αδικία κι η δυστυχία, η ανάγκη να ονειρευτούμε κάτι πιο όμορφο, πιο ωραίο, απ’ αυτό που ζούμε. Σ’ έναν τέλειο κόσμο, όπως ποτέ δεν θα υπάρξει, τι θα έγραφαν οι άνθρωποι; Οι Ελόι, στην κοινωνία που φαντάστηκε ο Ουέλς, ήταν χαμένοι μέσα στην αποχαύνωση της ευτυχίας τους. Μπορεί να είναι το υπαρξιακό κενό, εκείνη η αίσθηση της ελαφρότητας, που σε κάνει να γυρεύεις νοήματα.

Λόγοι πολλοί υπάρχουν, αφορμές κι αιτίες. Κάποιες φορές μοιάζει αναίτιο, παράλογο, άσκοπο. Αν η ερώτηση είναι γιατί γράφουμε, γιατί κάνουμε τέχνη, η απάντηση μπορεί να είναι: Γιατί είμαστε άνθρωποι, ζώα παράλογα, άλλοτε χαμερπή άλλοτε υψιπετή."

Αυτά. 

Κυριακή 16 Αυγούστου 2020

Σωρός από νερά

 Χμ. Καινούργιο (πειραματικό) μυθιστόρημα. Πείραμα που από καιρό ήθελα να κάνω. 

"Σωρός από νερά". 

Γίνεται τα νερά να σωρεύονται; Μάλλον όχι. Αν όμως  το νερό θεωρείται (και είναι) ως κάτι ρευστό, χαλαρό, κάτι που προσαρμόζεται σε οποιδήποτε καλούπι, κάτι που εύκολα μετασχηματίζεται, ναι, μπορεί. Σωρός από νερά μορεί να είναι σωρός από μπουκάλια νερού, ένα βουνό από ντεπόζιτα, νερό ανελεύθερο να κυλήσει, νερό σχηματοποιημένο, επομένως νερό ακίνητο. 


 










 

Πέμπτη 13 Αυγούστου 2020

Δεύτερη μάνα

 

Να την ντύσω με τα καλά της, να τη βάψω λίγο, να νιώσει πως την περιποιούνται. Να της διαλέξω κολιέ, να της κουμπώσω τα καλά σκουλαρίκια της και να την κρατήσω να ανέβει τα σκαλιά του δημαρχείου. Να δει το κορίτσι μας να παντρεύεται, να γελάσει με τον κόσμο, να χαρεί που θα στέκεται πλάι στη νύφη, να χαρεί που θα της λένε να σας ζήσει λες κι ειναι η αληθινή γιαγιά και μάνα. Γιατί όλα τα χρόνια η δεύτερη μάνα μας ήτανε και στα παιδιά η δεύτερη γιαγιά τους. Όπως πηγαινόφερνε εμένα στο σχολείο έτσι πηγαινόφερνε αργότερα το κορίτσι και τα αγόρια μου. Να νιώσει μάνα, να πάρει τη χαρά. 

Η Μιμία είναι η κρυφή ηρωίδα της οικογένειας. 



Παρασκευή 7 Αυγούστου 2020

Καφέ!

 

Καφέ!


Νεύρα, νεύρα, νεύρα...

7:34 αφύπνιση. Ακούω τη Μιμία που έχει ξυπνήσει. Σηκώνομαι, φοράω μπλούζα. Νιώθω το σώμα μου ακόμα κουρασμένο. Ο ύπνος δεν το ξεκούρασε. Για κλάσματα δευτερολέπτου αναρωτιέμαι γιατί.  Θυμάμαι πως κλάδεψα χτες όλο τον κήπο. Και γιατί να σηκωθώ από τώρα; Ξαναβγάζω τη μπλούζα, ξαπλώνω πάλι. Δεν αντέχω περισσότερο από δύο λεπτά. Πετάγομαι, ντύνομαι. Βγαίνω κι ανοίγω μπαλκονόπορτες και παράθυρα. Τα σκυλιά εισέρχονται στην κουζίνα πεινασμένα. Προσπαθώ να τους βάλω φαγητό. Το νεαρό γατάκι (το καινούργιο αναγκαστικό μέλος της ζωο-οικογένειας  μιας και πριν κάτι μήνες άρχισαν να μας επισκέπτονται κάτι τεράστιοι ποντίκαροι του αγρού μαζί με την οικογενειακή ολομέλειά τους, και επειδή δεν μου πάει η καρδιά να δηλητηριάζω ποντίκια, έφερα τον γάτο εδώ, μπας και τα διώξει με τη μυρωδιά του, τουλάχιστον ως εικάζεται). 

Προσπαθώ να τους ταΐσω, λοιπόν, και  ο μικρός Μίκο νιαουρίζει, και μετά από τα σκυλιά θέλω να ταΐσω και τούτον, και η Μιμία τριγυρίζει κι αυτή γύρω με το μπουκάλι το νερό της στο χέρι, και έχει μια συγκεκριμένη θέση που κάθεται στον καναπέ και εγώ αμίλητη ακόμα και χωρίς καφέ, έχω ανταλλάξει μόνο μια καλημέρα μαζί της  και δεν της απαντάω στα υπόλοιπα που μουρμουρίζει (γιατί μετά το καλημέρα άρχισε να περιγράφει τι πράττουν τα ζώα την τρέχουσα στιγμή, "ο Μίδας πεινάει, η Λου έρχεται πίσω σου, σταματείστε βρε", και τέτοια, στα οποία πρωί πρωί δεν είμαι συνηθισμένη.  (Το πρώτο άνοιγμα που κάνει το στόμα μου όταν ξυπνάω είναι για να πιεί την πρώτη γουλιά καφέ). 

Κρατιέμαι λοιπόν και δεν απαντώ, δίνω τόπο στην οργή και συνεχίζω νυσταγμένη να καλύπτω τις υποχρεώσεις μου απέναντι στα ζώα, μέχρι που ακούω τη Μιμία να φωνάζει ότι το γατάκι έχει κάνει κακά του στον καναπέ, ακριβώς στη θέση που κάθεται εκείνη. Παρατάω τα ταΐσματα και τρέχω να μαζέψω. Η Μιμία όρθια, σα να μην ξέρει πού να καθίσει τώρα που λερώθηκε η θέση του καναπέ, τα σκυλιά να περιμένουν φαγητό ενώ ο γάτος να νιαουρίζει ανάμεσα στα πόδια μας, κι αυτός  πεινασμένος. 

Εξερράγην, βρε! Ήταν πάνω από τις δυνάμεις μου! Beyond my control, πώς το λένε! 

Έβαλα κάτι φωνές, μα κάτι φωνές! 

Λουφάξανε όλοι. 

Πρώτα μάζεψα τα κακά. Mετά καθάρισα. Mετά έβαλα σε όλους φαγητό. Mετά έπλυνα το σημείο στον καναπέ (πριν τρεις μέρες είχα στρώσει καθαρό ριχτάρι). Μετά έριξα πάνω στο επίμαχο σημείο ένα άσχετο τριπλοδιπλωμένο ύφασμα στη θέση που κάθεται η Μιμία. 

Ύστερα έφτιαξα καφέ. Για μένα και τη Μιμία που είχε μαζευτεί αμίλητη στη βεράντα. Κάθισα δίπλα της με τον καφέ μου. Αφήστε με να ξυπνήσω.

Οχτώ το πρωί. Ο καιρός δροσερός και συννεφιασμένος.  Η γη μυρίζει όμορφα. Μυρίζει εξοχή, δέντρα, χώμα, ίσως κάπου μακριά βροχή. Αγαπώ αυτή τη μυρωδιά. Μου θυμίζει πρωινά διακοπών. Πρωινά που έχουν χαρούμενα ξυπνήματα. Στην καθημερινότητα μου, οχτώ το πρωί δεν βγαίνω έξω. Κάθομαι στον υπολογιστή και παιδεύω τα πλήκτρα (τη μούσα μου ή τον μούσο μου, δεν ξέρω φάτσα, δεν ξέρω τι είναι. (Ελπίζω κάποια στιγμή να φωτίσει εκείνος το πρόσωπό του επίτηδες και να τον δω, να δω πώς είναι εκείνος που κουβαλάει την έμπνευση).

Σε λίγο όλα είχαν ησυχάσει. Άνοιξα στα σκυλιά να βγουν για την πρωινή τους βόλτα. (Εδώ στην εξοχή μπορούν να πηγαίνουν μόνα τους). Πήρα μερικές βαθιές ανάσες και έπειτα μπήκα στο γραφείο και άνοιξα υπολογιστή. Το γατάκι ήρθε ζητώντας αγκαλιά. Το ανέβασα στα πόδια μου και συνέχισα να γράφω. Η Μιμία στη βεράντα, εξακολουθεί να μιλάει. Τουλάχιστον χαμηλόφωνα.