Πέμπτη 7 Μαΐου 2020

Πείνα





Είναι κάτι σαν να υπάρχει ανάγκη να βγει προς τα έξω. Πεινάς να γεννήσεις. Γεννάς και θέλεις κι άλλο. Γεννάς . Πεινάς. Τι λέξεις! Κι άλλο. Δεν έφτασε. Θέλω. Είναι σαν ναρκωτικό. Το συνήθισε ο οργανισμός σου και δεν μπορεί χωρίς αυτό. Δεν υπάρχει μέρα, ούτε πρωί, ούτε ζωή αν δεν πάρεις αυτό πρώτα. Αν δεν ησυχάσει το ένστικτο. Πείνα για γέννα. Γέννα. Ζωή; 

Μεσημέρια




Λατρεύω τα μεσημέρια της ησυχίας. Κάποια απομακρισμένα γαυγίσματα, ένα αυτοκίνητο κάπου κάπου, το πλατάγισμα της γλώσσας των σκυλιών δίπλα μου που γλύφουν τη γούνα τους, ένα σπουργίτι που βρίσκει το θάρρος να εισβάλλει πετώντας μέσα στα δωμάτια, να κάνει κύκλο στην κουζίνα και στο σαλόνι κι ύστερα να βγαίνει από τη μπαλκονόπορτα και να χάνεται στα δέντρα του κήπου. 
Το να ακούς την ησυχία τα μεσημέρια έχει ήχο. Και έχει φως. Εκείνο το δυνατό φως, το σκληρό και κάθετο. Που σε κάνει να θες να προστατευτείς. Τότε μισοκλείνω τα παράθυρα και  αφήνω το φως απέξω. Όχι όλο. Τόσο μόνο όσο να γλυκαίνουν τα μάτια. 
Τα μεσημεριανά μισόκλειστα παράθυρα λατρεύω. Όπου ο ήλιος μπαίνει λίγος, φωτίζει κομματιασμένος το πάτωμα, την πολυθρόνα, τα χέρια μου, τις ελαφριές κουρτίνες. Εκεί στην ησυχία και στο μισόφωτο είναι ωραίο να σκέφτεσαι, να ακούς, να ενώνεις τα ψιθυρίσματά σου με τους έξω ήχους, είναι σα να ερωτεύεσαι. 
Τα μεσημέρια του καλοκαιριού και της ησυχίας μπορώ να ερωτεύομαι κάθε μέρα. 





Κάπου που να συνεχίζω το μονόλογο χωρίς αντιρρήσεις! 

Δευτέρα 4 Μαΐου 2020

Τρέχουμε





Τρέχουμε. Σαν τους τρελούς ή τους εμμονικούς, τρέχουμε. 
Γράφω, φωτογραφίζω, επεξεργάζομαι τι φωτογραφίες μου, απαντώ σε τηλεφωνήματα ή δεν απαντώ, χαριεντίζομαι, μαγειρεύω, κάνω έρωτα, διαβάζω, πετάω άχρηστα αντικείμενα, (αυτά που έχουν εκπληρώσει το σκοπό τους), συγχρόνως σκέφτομαι πως πρέπει να βρω μια μπαντάνα να φοράω σαν μάσκα όποτε βγαίνω έξω. 
Συγχρόνως. Σκέφτομαι. 
(Μην αγγίξεις άλλο δέρμα. Πάντα με πλήγωνε να σκέφτομαι πως τα χέρια που αγαπώ αγγίζουν κι άλλο δέρμα. Μην αγγίξεις. Γίνομαι κτητική, δεν έχω, αλλά και δεν έχεις εναλλακτική. Θέλω να είμαι. Κτητική. Όσο τα χέρια σου αγγίζουν εμένα μην αγγίξεις άλλο δέρμα).
Και γράφω. Τι γράφω; 
Σήμερα θελω τα γράμματα να είναι μεγάλα. Να καρφώνονται στα μάτια, να πιάνουν ολόκληρο το χώρο, να καδράρουν στα άκρα της οθόνης, να "φαίνονται". 
Όταν ανοίγεις διάπλατα την καρδιά σου αυτό είναι από μόνο του μεγαλειώδες και σημαντικό. Να "φαίνονται" τα μαύρα σημάδια στο άσπρο χαρτί. Τα κόμματα,  οι παράγραφοι,οι τελείες, τα κεφαλαία. Να μένουν στο μάτι λίγο ακόμα, λίγο περισσότερο, λίγη ζωή πριν σβήσουν.
Τρέχουμε. Κανονίζουμε ωράρια, συναντήσεις μεταχρονολογημένες, υποσχόμαστε συνευρέσεις, προγραμματίζουμε, κι ύστερα παρακαλάμε να έρθει η ώρα της συνάντησης και δε ζούμε στο τώρα αλλά θέλουμε να σπρώχνεται ο καιρός στο αύριο, στο μεθαύριο, στο μετά από μια βδομάδα. Και έρχεται η ώρα η προγραμματισμένη αλλά εμείς ούτε τότε βρισκόμαστε εκεί, έχουμε τραβήξει παραπέρα. έχουμε κάτι μεταγενέστερο προγραμματίσει και πάλι δε ζούμε αυτό που συμβαίνει, ο νους μας είναι στην επόμενη κίνηση, μελλοντική κίνηση, στην ουσία, ανύπαρκτη κίνηση. 

(Κατά καιρούς αγοράζω πακέτο τσιγάρα. Το καπνίζω όλο, ύστερα βήχω. Το αφορίζω για μήνες βρίζοντας. Ύστερα έρχεται πάλι ο καιρός που αγοράζω πακέτο τσιγάρα). 

(Κι αν δε σε νοιάζουν αυτά που γράφω, νοιάζουν εμένα κι αυτό φτάνει προς το παρόν, είπε και με κοίταζε κατάματα καθώς το έλεγε. Τόσο κατάματα που ήθελα να χαμηλώσω τα δικά μου μάτια, και δεν μπορούσα. (Ντροπιασμένη για όσα είχα ξεστομίσει πριν λίγο).

Πού θα μας πήγαινε άραγε ο καιρός εάν πειθήνια τον ακολουθούσαμε; 






Σάββατο 2 Μαΐου 2020

Της ευτυχίας το μέλι



Της ευτυχίας το μέλι
γλυκό όσο πρέπει
προσαρμοσμένο στα θέλω του καθενός
εθιστικό πολύ
ατίθασο μέλι
πολλάκις αόρατο
(πολλοί έχουν, πολλοί δεν ξέρουν)
ανεκτίμητο
πηγή αρωματική που ανακουφίζει
ψυχή τε
και σώματι
και καρδίαν
δυσεύρετο μέλι
απαραλλήλιστο
βιοσυνθετικό αναγκαίο
ενοχικό αναλγητικό

της ευτυχίας το μέλι
καμπάνα δονητική
των ουρανίων σωμάτων

της ευτυχίας το μέλι
αθέατος ρυθμιστής
των μυστηρίων
του σύμπαντος.


Καραντίνας τελευταίες μέρες
Φύλακες γρηγορείτε





Τετάρτη 29 Απριλίου 2020

Είναι νωρίς



Ακόμα για την εποχή μας 
είμαστε αρκετά τρελλοί
όμως είναι γραμμένο πια 
το λουλούδι αυτό εμείς οι δυο 
μια για πάντα το κόψαμε
ειναι γραμμένο 
στις μέρες στο μυαλό και στα χρόνια μας
μα είναι νωρίς αγάπη μου να μιλάς για μένα και για σένα
το αδοκίμαστο δεν το αντέχουν οι άνθρωποι
κι ούτε που ξέρουμε ακόμα για πόσο 
πρέπει να πάω το αυτοκίνητο στον ηλεκτρολόγο
τι θα μαγειρέψεις σήμερα;
ανέβασα ένα βαρύ κιβώτιο στο πατάρι και πονά η μέση
λέξεις και κάθε μέρα και νωρίς και 
σήμερα δεν έχω όρεξη να σε αγκαλιάσω 
όμως σαν πέφτω στο άδειο κρεβάτι μου ξέρω ότι τα χέρια σου θα με αποκοίμιζαν
θα έπαιρναν την κούραση της μέρας
την κούραση που σε γεμίζουν οι άνθρωποι
είναι νωρίς αγαπη μου 
κοίτα τα λουλούδια
στις κόκκινες φωτογραφίες μου
είναι νωρίς, μ' ακούς;
τούτο το νωρίς να ξέρεις πως θα μας φάει, αγάπη μου
λέξεις φοβερές όπως τα νωρίς και τα αργά, τα ποτέ, τα τώρα και τα πάντα
είναι επικίνδυνες
έχουνε φάει πολύ κόσμο, να ξέρεις.
 Δεν συγκατατίθεται ποτέ ο καιρός. 
Ακόμα κι αν αγαπιούνται οι άνθρωποι. 



Υ.Γ.
Ότι μοιάζει με το Μονόγραμμα του Ελύτη είναι από το Μονόγραμμα του Ελύτη. Ό,τι άλλο, δικό μου. 



Shuntaro Tanikawa

Shuntaro Tanikawa

Είναι πρωί
Πρώτα τεντώνομαι στο κρεβάτι.
Σηκώνομαι απότομα.
Πάω για κατούρημα.
Παίρνω την εφημερίδα.
Είμαι μια μικρή μονάδα παραγωγής ενέργειας.
Η δύναμη των νεκρών φύλλων να πέφτουν …
Η δύναμη των δακρύων ενός ανήσυχου παιδιού …
Η δύναμη του εξασθενισμένου ήχου μιας άρπας των Εβραίων
Η δύναμη της περιστασιακής στίξης …
Η δύναμη του «Καλού πρωινού» …
Μια αόρατη μήτρα
ενώνει μικροσκοπικές δυνάμεις.
Είμαι ένας από αυτούς τους κόμβους.
Η γη είναι πάνω στο τραπέζι.
Παίζω ένα επίμονο παιχνίδι με τη γη.
Πίνω χυμό καρότου.
Ενεργοποιώ τον επιτραπέζιο υπολογιστή.
Παραμένω ανυπόμονος για λίγο.
Αναπάντεχες λέξεις εμφανίζονται,
έτσι, σαν φυσαλίδες.

Τρίτη 28 Απριλίου 2020

Τάσος Λειβαδίτης

Τάσος Λειβαδίτης, 
«Καντάτα – αυτός με την Παλόμα» 


Πες μου, α, πες μου, λοιπόν, 
πού πήγε όλη εκείνη η άνοιξη, 
τα χωρατά των σπουργιτιών, 
τα σγουρά γέλια των θάμνων, 
οι παπαρούνες σα γλυκά κόκκινα στόματα, 
ρυάκια μου ασυλλόγιστα, πού πάτε; 
Σαν ένας γρύλλος που ξεχάστηκε στη μέρα 
το ξύλινο μαγγανοπήγαδο μακριά, 
πλάι στο πηγάδι 
ο παπούς παίζοντας την κιθάρα του, 
«μακριά, σα θα φύγω, μάνα, στην ξενιτιά», 
ένα κλωνί βασιλικός μες στα χοντρά ρουθούνια του 
να ευωδιάζουν τα πλεμόνια του 
απ’ τις στερνές ομορφιές της γης, 
πουλιά πετούσαν στα κλαδιά, 
σα να πηγαίνανε χαρούμενα μηνύματα 
από κόσμο σε κόσμο. 
Απρόοπτα, 
ξαφνιασμένα πρωινά και μεγάλα, 
μακρόσυρτα σούρουπα 
με τ’ άστρα 
να τρέμουν μακριά 
σαν ανοιξιάτικα μουσκεμένα βλέφαρα, 
έκθαμβες ώρες, 
βαρειές απ’ όλο το γιγάντιο Αόριστο 
που έφτανε ως τον πόνο. 
Αίσθηση αβέβαιη όλων των μυστικών της ζωής 
που διαπερνούσαν σα ρίγη, 
πέρα, κει κάτου, 
κει κάτου, μακριά, 
τους βραδυνούς ορίζοντες. 

(Απόσπασμα από τη συλλογή «Καντάτα», 1960)


https://youtu.be/FItvuYc9VRw 
(Chopin, Spring Waltz)






Επειδή ήρθε.