Άραγε, περπατώντας στο χρόνο, για πόσες και για ποιες πράξεις θα μετανιώσουμε; Θα μετανιώσω που σου έφυγα; Θα μετανιώσω που μέσα μου υποφέρω αλλά όταν με ρωτάς αν σου λείπω απαντώ με σιωπή, δαγκώνοντας τη γλώσσα, καταπίνοντας το μαρτύριο τριών λέξεων: Μου λείπεις. Αφόρητα.
Ετυμολογία [επεξεργασία]
μετάνοια < μετανο(έω) + -ια. Μορφολογικά, μετά- + -νοια
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μετάνοια θηλυκό
- το συναίσθημα της ψυχικής συντριβής που αισθάνεται κάποιος όταν καταλάβει ότι έκανε κάποιο σφάλμα
- αλλαγή γνώμης για κάποιο σφάλμα
- αλλαγή γνώμης ή απόφασης, μετανιωμός
Μετάνιωσα για το "φόνο". Περί φόνου πρόκειται. Ωστόσο αναγκάστηκα. Με ελαφρυντκό το "εν βρασμώ". Ζητώ αθώωση με ελαφρυντικά. Ερινύες, γεννημένες από το αίμα του Ουρανού και κόρες της Νύχτας, λευτερώστε με.
Αληκτώ, εσύ ήρθες πρώτη να με επισκεφτείς και με πότισες με την οργή σου σαν κλειδώθηκε η απάτη. Να τον σκοτώσω ήθελα με μανία που ξεχείλιζε ανεξέλεγκτα από τα βάθη μου, τα ίδια βάθη όπου φόρους τιμής απέτυε για να με κάνει να τον λατρεύω. Ύστερα καθρεφτίστηκα στον καθρέφτη σου Μέγαιρα. Μίσος με πότισες για κείνον και φθόνο για την άλλη. Για μιαν άλλη που αθώα κοιμόταν τις νύχτες και που δεν έμαθε ποτέ για το σκοτεινό μου μίσος. Αλλά κι εσύ Τισιφόνη δεν είσαι αθώα γιατί μου ψιθύρισες να εκδικηθώ. Έτσι φόνευσα. Με θολωμένο μάτι από ζήλεια το μόνο που ήθελα να κάνω ήταν να εξαφανίσω αυτό που τόσο πόνο μου προκάλεσε. να μην υπάρχει αύριο στο δρόμο μου που ήθελα να είναι καθαρός κι εγώ ήσυχη.
Μα δεν.
Δεν.
Τώρα, με το πέρασμα του χρόνου, μεταμελούμαι. Ωστόσο κρατούμενος ακόμα κείτομαι στις -αιώνιες φοβάμαι- σκοτεινές φυλακές σας. Κόρες της Νύχτας και του Ουρανού γονατίζω και σέρνομαι στα ζοφερά πόδια σας, μετανιωμένη. Ό,τι έγινε, έγινε. Ο χρόνος είναι ένα κουτσό ζώο που δεν μπορεί να γυρίσει πίσω. Ανοίξτε μου τώρα τα σίδερα της φυλακής. Ορκίζομαι να μην το ξανακάνω.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου