Ζουγραφιά
Έναν χρόνο
έκλωθε τον άγγελο
στο κεφάλι της
έναν ολόκληρο χρόνο
σκουντρούσε το πινέλο στα χρώματά του
σαν 'σπερινή καμπάνα.
Διαγούμιζε το κόκκινο
έστερφε το δαμασκηνί
σύσμιγε αχνά το λαδωμένο γαλάζο.
Στα στερνά
φινίρισε το μηλομάγουλο
μ' αργοψημένη σιένα,
και κόρδωσε τα φτερά με πάλευκο.
Σαν έφταξε τα ακροδάχτυλα
και του καμπάνισε την τελευταία πινελιά
αποκόρωσε
κι αποκοιμήθη.
Και τότες (όνειρο νάταν, για αλήθεια;)
σπαρτάρησε το σκοτερό το δώμα.
Ούτε που πρόφταξε να καταλάβει ότι τέλεψε.
Είδε τη ζουγραφιά ν' αστράφτει
σαν τάχα ο άγγελος
εξετινάχτη απ' το πανί
και αξυπόλητος καθώς ήταν,
έδωσε μια,
κι αναφτεράκισε στον ουρανό.
Ε.Κ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου