Κυριακή 7 Αυγούστου 2022

Μαθήματα κλοπής χωρίς τύψεις



 Στεγαστικό με επιτόκιο σταθερό, ανέβηκε 6,5 μονάδες. Πού να είχαμε υπογράψει και κυμαινόμενο! 

Η κυβέρνηση κάνει υποκλοπές στον Ανδρουλάκη. 

Η εφορία σε σπίτι που έχεις χτίσει και χρυσοπληρώσει για να μην έχεις μελλοντικά να πληρώνεις ενοίκιο, σου βάζει ένφια. Στα καμμένα μετά από επταετία αγοράζουν φιλέτα υπουργοί και καλλιτέχνες και χτίζουν τα εξοχικα τους.

Η κυβέρνηση κλέβει. Οι τράπεζες κλέβουν. Το κράτος κλέβει. Κλέψτε κι εσείς όπου μπορείτε! Με όποιον δάσκαλο καθίσεις, τέτοια γράμματα θα μάθεις. Χρόνια μας το μαθαίνουν αυτό! Η τιμιότητα είναι ηλιθιότητα στην Ελλάδα. Να το λέμε κι αυτό. 

Πέμπτη 28 Ιουλίου 2022

Καθαρίζω δεν σημαίνει ξεσκονίζω

 


Πάει ο καιρός. Και να, λοιπόν που βρεθήκαμε εδώ. Πιο σοφοί και πιο κουρασμένοι, ωστόσο πιο ουσιαστικοί. Όταν μπαίνεις στη διαδικασία να πετάξεις πράγματα, τότε καταλαβαίνεις  ότι αυτά που αγαπάς πραγματικά, είναι λίγα. Τι είναι όλα τα άλλα που γεμίζουν το σπίτι, την καρδιά και κρατούν απασχολημένη τη ζωή σου; Τι αξία δίνεις σε αντικείμενα και ανθρώπους που μασουλάνε το χρόνο σου; Στον άνθρωπο όσο χώρο δίνεις, τόσο χώρο θα καταλάβει. Επειδή ο άνθρωπος αντί να πετάξει τις παλιές αποδείξεις αγοράζει συρτάρι για να τις βάλει. Επειδή αντί να πετάξει άχρηστους ανθρώπους από τη ζωή του, τους κρατά αφήνοντας τη μνήμη του και υποφέρει. Πετάω τα άχρηστα σημαίνει ελαφραίνω. Σημαίνει αδειάζω την πλάτη μου από βάρη, σημαίνει ξεσκονίζω λιγότερο, σημαίνει μού χαρίζω πολύτιμο χρόνο. Αυτός ειναι ο πολύτιμος. Γιατί περνάει απροειδοποίητα, γιατί κυλάει και φεύγει και ξυπνάς ένα πρωινό με τη διαπίστωση ότι τα άχρηστα πια αντικείμενα και οι άχρηστοι πια άνθρωποι σε σπατάλησαν και τίποτα δεν μπορείς να γυρίσεις πίσω. 

(Καθαρίζω δεν σημαίνει ξεσκονίζω). :)


Κυριακή 10 Ιουλίου 2022

Λάο Τσε



 Στον ύπνο μου ο Λάο Τσε καθάριζε το σπίτι. Η μάνα μου είχε καλεσμένους για κάποια γιορτή. Πριν τη γιορτή περπατούσα με μια φίλη που δεν θυμάμαι το πρόσωπό της και μου μιλούσε για μια μαγειρική συνταγή στην οποία -για να τη φτιάξουμε- έπρεπε να βάλουμε τρία είδη λουλουδιών. Εγώ κρατούσα τα δείγματα των λουλουδιών στα χέρια μου ενώ τα ψάχναμε στον αγρό. Τα βρήκα ένα-ένα και της είπα με σιγουριά -ενώ αυτή αμφισβητούσε- ότι αυτά ακριβώς είναι τα λουλούδια που ψάχνουμε για τη συνταγή μας. 

 Όταν οι καλεσμένοι μετά τη γιορτή έφυγαν, το σπίτι ήταν μπάχαλο και οι αυλές γεμάτες απομεινάρια από το πάρτι. Ο Λάο Τσε ήρθε κοντά μου με χαμόγελο. Μου ζήτησε αν θέλω να βγούμε να φάμε, να πάμε ίσως μερικές μέρες διακοπές. 

-Ναι αλλά πόσα χρήματα θα χρειαστούμε για διακοπές; του είπα. 

-Μη στεναχωριέσαι, όλα θα τα βάλω εγώ. Έχω. 

Τον κοίταξα, τον αναμέτρησα. Στην ηίκία μου περίπου, ίσως ελάχιστα μεγαλύτερος, εξάλλου στο πάρτι είχε έρθει εξαιτίας του γιού του που ήταν καλεσμένος. Τα σχιστά του μάτια με κοίταζαν με γλύκα και αναμονή για την απάντηση. 

"Γλυκός φαίνεται. Επιτέλους θα ξεκουραστώ από ευθύνες", σκέφτηκα. "Θα είναι κοντά μου ο Λάο Τσε και θα νιώθω ασφαλής". 

"Εντάξει" του είπα κι εκείνος χάρηκε. Χωρίς να πει κάτι άλλο, άρπαξε μια σκούπα και άρχισε να σκουπίζει όλη την αυλή. Τον μιμήθηκα κι εγώ. Πήρα ένα κοντό σκουπάκι κι άρχισα να καθαρίζω. Παρατήρησα ότι η αυλή ήταν βρώμικη και άσχημα σκουπισμένη από πάντα. Στο τέλος είδα πως μέσα σε ένα δοχείο είχε περισσέψει γιαούρτι. Άρχισα να το μεταγγίζω στο μεγαλύτερο δοχείο εκεί όπου η μάνα το φυλούσε.Είπα θα το φάω αργότερα το γιαούρτι, γιατί να πάει χαμένο. Ωστόσο το δοχείο είδα πως είχε μέσα υπολείμματα από παλιο τουρσί, φύλλα σέλινου μαυρισμένα και ίσως μούχλα. Πέταξα όλο το περιεχόμενο μαζί και το γιαούρτι. Έπλυνα καλά το βάζο. Η μάνα ήρθε και ρώτησε γιατί καθαρίζουμε. Ούτε ευχαριστημενη ούτε δυσαρεστημένη. 

Ο Λάο Τσε ακόμα σκούπιζε. 

Παρασκευή 8 Ιουλίου 2022

Farewell

 




Εντάξει. Διχάζομαι. Δεν είναι εύκολο να χτίσεις από την αρχή ένα σπίτι, να βάψεις τους τοίχους με τα χρώματα που σου αρέσουν, να το γεμίσεις με αντικείμενα που αγαπάς να βλέπεις καθημερινά και να νιώθεις ευτυχισμένη κάθε φορά που πατάς στο κατώφλι. Ωστόσο αυτό, στη ζωή, κατά κόρον συμβαίνει Και αυτή η σκέψη με συνεφέρνει όποτε με πιάνουν οι συναισθηματισμοί. Πάρε παράδειγμα τα παιδιά σου. Τι κόπο κάνεις να τα μεγαλώσεις, να τους δώσεις καλούς τρόπους, να τα κρατάς υγιή. Πόσο τα αγαπάς; Πιο πολύ κι από τον εαυτό σου κι άλλο δεν θέλεις από το να είναι καλά. Κι όμως έρχεται η στιγμή που τα αφήνεις να φύγουν από σένα. Τα αποχωρίζεσαι και μάλιστα με χαρά πολλές φορές. Κρατάς το δεσμό, κρατάς την αγάπη, ωστόσο εκείνα πηγαίνουν μακρύτερα για να φτιάξουν δικό τους σπίτι και δικά τους παιδιά. Οπότε, η σκέψη ότι το αγαπημένο σπίτι θα πάει σε άλλα χέρια ακούγεται νόρμαλ, όπως έλεγε και μια ψυχή. Διχασμός, τέλος. 



Τετάρτη 29 Ιουνίου 2022

Ένα ψωμί ταξιδεύει

 


Δυο φορές στα αεροδρόμια μου ζήτησαν να βγάλω τα παπούτσια. Τη μία μου έδωσαν σοσονάκια. Τη δεύτερη με άφησαν να περπατάω με τις κάλτσες. Σωματικός έλεγχος. Μου επιτρέπετε να σας ψάξω; Σας επιτρέπω. Μπορώ να ψάξω και κάτω από τις πατούσες σας; Μπορείτε. Περνάει το χέρι της με τα γάντια κάτω από τις πατούσες μου. Εντάξει, ευχαριστώ, λέει ενώ είναι ακόμα γονατιστή μπροστά μου. Μπορείτε να πάτε να παραλάβετε τα παπούτσια σας τώρα. Περπατώ με τις κάλτσες και σκέφτομαι πως οι κάλτσες μου σέρνονται πάνω σε χιλιάδες ακαθαρσίες από παπούτσια άλλων. Το αεροδρόμιο λες και γίνεται διαδήλωση. Μιλάμε κι εμείς για τουρισμό; Πλάκα κάνεις. 

Μπορώ τώρα να πάρω τις βαλίτσες μου; Βέβαια. Η τσάντα μου χάσκει ορθάνοιχτη. Πετάγονται από μέσα σακούλες τις οποίες έχουν ψάξει- και καλά κάνουν-. Η μία σακούλα έχει μέσα μισή φραντζόλα ψωμί. Το κουβαλάω μέρες μαζί μου, από τη Γαλλία. Ένα ψωμί ταξιδεύει. Ένα ψωμί κάνει διακοπές. Έφυγα με τη φραντζόλα από τη Γαλλία και την ταξίδεψα Ολλανδία. Έπειτα την έφερα Ελλάδα. Πού να ήξερε η φραντζόλα μου ότι θα κάνει τόσο δρόμο; Ωστόσο έμεινε λίγη να φάω κι εδώ. 

Όπως έλεγε ο Κέρουακ "Στο δρόμο". 

Λυπάμαι που η ζωή μου νυχτώνει. Υπάρχουν δρόμοι τόσοι πολλοί που δεν διάβηκα και όμως θα μπορούσα να τους διαβώ. Με μια φραντζόλα μόνο. Για πρωινό, μεσημεριανό και βραδινό, μπουκιά μπουκιά μια φραντζόλα. Εκεί. Να ανοίγω τα μάτια μου από το θόρυβο των αγριοκέρασων στην ξύλινη στέγη. Εκεί. Τις νύχτες να γυρίζω πλευρό και να έρχεται μυρωδιά μούχλας. Εκεί. Το πρωί να  παίρνω πρωινό με τους μικρούς λαγούς. Αμέριμνοι μασουλάνε αγριοκέρασα. Κι οι πάπιες κρώζουν. Και κάποιοι τις ταίζουν μικρά ψωμιά. Και οι κύκνοι βγάζουν στον ήλιο τα μικρά τους. Και τα παιδιά κάνουν κούνια. Και τα κοτσύφια λαλάνε. Και η βροχή ποτίζει. Κι ύστερα αλλού. Κι αλλού. Στο δρόμο. Πάντα στο δρόμο. 



ΥΓ. Η φωτό είναι από την Αρτέμιδα, βέβαια. Οι τοπικές (της περιγραφής) σε άλλη μέρα. 

Τρίτη 14 Ιουνίου 2022

Τα πουλιά πρέπει να έχουν ελαφριά τα φτερά

 


Επειδή έχεις 5 κουβέρτες, μία για τον καθένα. Έχεις 4 παπλώματα τρία μονά και ένα διπλό. Έχεις σεντόνια μονά και διπλά, μαξιλαροθήκες μονόχρωμες και με σπάιντερμαν ή κουνελάκια. Έχεις πολλά πιρούνια, πολλά κουτάλια, οι δωδεκάδες από το καθένα δεν σου φτάνουν, γιατί όλο και κάποιο χάνεται κάτω από τον καναπέ, κουταλάκια μικρά, πιρουνάκια μικρά, κουτάλες, σπάτουλες σερβιρίσματος για τις τούρτες γενεθλίων, φόρμες για κέικ (ένα τη βδομάδα), τα μικρά τρώνε, ζητάνε όλη την ώρα κάτι ανάμεσα στα γεύματα, έχεις ψωμιέρες, ταψιά, τηγάνια, έχεις φριτέζα γιατί πού να φτάσει το τηγάνι να τηγανίζει πατάτες για 5 άτομα, χώρια οι επισκέπτες, έχεις βάζα και βαζάκια για μαρμελάδες και μέλια, έχεις κόσκινο για το αλεύρι, πλάστη για τις πίτες, έχεις ραπτομηχανή για επιδιορθώσεις, ξηλωμένοι καβάλοι των αγοριών, πιασίματα σε μυτερές γωνίες, στριφώματα σε φουστίτσες, κουρτίνες για κόντημα. Έχεις ρούχα πολλά γιατί αλλάζεις για τη δουλειά κάθε μέρα, έχεις ρούχα του άντρα, των παιδιών. Έχεις πολλές κάλτσες, σώβρακα, κιλοτάκια, φανέλες. Έχεις χαλιά στο κάθε δωμάτιο. Καρέκλες, γραφεία, μικρές βιβλιοθήκες, φωτιστικά όσο τα παιδιά μελετούν για τα σχολεία. Έχεις πλυντήριο και στεγνωτήριο γιατί δεν προλαβαίνεις να πλένεις ιδρωμένες μπλούζες. Έχεις, έχεις, έχεις.

 Ύστερα χωρίζεις. Ένα άτομο λιγότερο στο καθημερινό αλισβερίσι. Στην κάθε μέρα δεν σου φαίνεται, οι δουλειές είναι ακόμα πολλές. Ύστερα τα παιδιά μεγαλώνουν. Και φεύγουν. Και πάνε ευτυχισμένα να ζήσουν αλλού. Και συ μένεις με όλα τα σεντόνια, τα κρεβάτια στα παιδικά και εφηβικά δωμάτια, μια φορά τα στρώνεις πια, κανείς δεν κοιμάται, μένει το ίδιο σεντόνι για μήνες, όπως μένουν απείραχτα τα άχρηστα πια συμπράγκαλα της κουζίνας. Τι να κάνεις τόσα κουταλοπιρουνα? Τόσα ποτήρια εσύ που χρησιμοποιείς ένα τη μέρα? Τι να κάνεις το μίξερ για τα κέικ, τα ταψιά, τις δωδεκάδες πιάτα, τις κάλτσες, τις μαξιλαροθήκες, τις καρέκλες γραφείου, τα λούτρινα παιχνίδια τους, τα βιβλία των αγγλικών, 

τα ρούχα που άφησαν πίσω τους τα πουλιά για να είναι ελαφριά σαν πετάνε; 



Δευτέρα 6 Ιουνίου 2022

Παιδιά μου όλα



 Ναι. Είναι δύσκολο να μεγαλώνει τρία παιδιά μια γυναίκα μόνη. Με μόνο εισόδημα ένα μισθό δημοσίου. Ούτε διατροφές, ούτε εύπορες μαμάδες, ούτε μισθοδοτούμενοι σύζυγοι που συμπράττουν στις δουλειές και συμμετέχουν στις υποχρεώσεις. Μόνο δεύτερες και τρίτες δουλειές και πλάτες κομμάτια. Δύσκολο και, αν δεν το ζήσεις, δεν καταλαβαίνεις τίποτα, αδερφάκι.

Τεσπά. Σε αποζημιώνει το ότι οι κόποι σου δεν πήγαν χαμένοι. 

Χτες είδα το είδωλό μου καθιστό σε μια καρέκλα, με μια βερμούδα, με τα μαλλιά μαζεμένα, με τα πόδια σταυρωτά. Προσπάθησα να με αναγνωρίσω και δεν μπορούσα. Αυτή η μεγάλη γυναίκα που καθόταν απέναντί μου δεν μπορούσε να είμαι εγώ. Εγώ με έχω στο μυαλό μου τριάντα, με την κούραση των τριάντα, έστω, αλλά αυτά τα χέρια με τα παχιά μπράτσα, τα πόδια που μοιάζουν με της μάνας μου, δεν είναι δικά μου, όχι. Τίνος, τότε; 

Αυτοί που μας βλέπουν, λέει μια έρευνα, μας βλέπουν διαφορετικά από ότι βλέπουμε εμείς τον εαυτό μας. Μας βλέπουν καλύτερους, νεότερους, ομορφότερους από ότι βλέπουμε εμείς τον εαυτό μας. Αυτοί που μας βλέπουν συνυπολογίζουν και το μέσα μας που είναι χαμογελαστό, τρυφερό και όμορφο με τον τρόπο του. Μακάρι.  

https://ontherecord.gr/2016/04/pos-vlepoume-ton-eafto-mas-ke-pos-mas-vlepoun-alli-kinoniko-pirama/

Και μιας που λέγαμε ότι οι κόποι δεν πήγαν χαμένοι. 

Έμπαινα στο δωμάτιο του Κυριάκου και κρατούσα την αναπνοή μου. Μέσα χασκογελούσαν 5-6 έφηβοι που βρωμούσαν ιδρώτα και ποδαρίλα. Έλεγα στα γρήγορα ό, τι είχα να πω και έκλεινα πίσω μου την πόρτα για να αναπνεύσω. Αυτοί, οι φίλοι του Κυριάκου. 14-15. Να μαζεύονται όλα στο δωμάτιο, να μιλάνε δυνατά, να λένε τα μυστικά τους, να γελάνε με τις φωνές τους που μόλις ειχαν αρχίσει να χοντραίνουν, να βρωμούν οι μασχάλες τους, τα ρούχα, τα αθλητικά τους παπούτσια και να αναρωτιέσαι πώς μπορούν και αναπνέοουν μέσα σε όλη αυτή τη μπόχα, να περνούν καλά και να μη λιποθυμούν. 

Χτες ήρθε ο Κυριάκος μου με ένα από αυτά τα τότε βρωμερά φιλαράκια του, το Γιάννη. Τριαντάρηδες τώρα, καθαροί, με τις δουλειές τους, με τις μηχανές τους, άντρες πια. Μιλήσαμε για τη ζωή τους, για τις σχέσεις τους, για τις κοπέλες τους, μιλήσαμε για την ελληνική γλώσσα και πού πάει, και πόσο την αγαπάμε και οι τρεις, ο Κυριάκος μαθαίνει κάθε μέρα μια καινούργια ελληνική λέξη και την ετυμολογία της, ο Γιάννης γράφει ένα είδος ημερολόγιου με λογοτεχνικό ύφος. 

Τα παιδιά μου. Οι φίλοι των παιδιών μου από το νηπιαγωγείο, παιδιά μου κι αυτά. Δεύτερη μάνα τους με λέγανε. Έτσι με νιώθουν. Παιδιά μου. 

Ήρθαν χτες και ανέβασαν ένα σωρό πράγματα επάνω, κατέβασαν μπάζα, παλιοέπιπλα, σαβούρες. Ύστερα καθάρισαν την αυλή, ο Γιάννης έκοψε με πριόνι ένα κλαδί δάφνης για τη σόμπα μου και μου τα στοίβαξε πλάι. Σκούπισαν την  αυλή, τη βεράντα, μάζεψαν και έδεσαν με σύρμα την ανακύκλωση. Τα παιδιά μου.

Είμαι περήφανη.

Τους πλήρωσα με μια παέγια που ξεχείλιζε στο wok και, φεύγοντας, τους έδωσα μαζί τους την ευχή μου, την αγάπη μου και τις δύο μισές μερίδες από παέγια που είχαν απομείνει.