Τετάρτη 17 Φεβρουαρίου 2021

Κούραση



Καμιά φορά με πιάνει μια κούραση...

Σε μια ζωή-πόλεμο έρχεται η ώρα που λέω δεν την παλεύω άλλο τη συγκεκριμένη κατάσταση. Αρχίζω να γίνομαι σαν το καράβι της φωτογραφίας. Να σβήνω από την εικόνα.  

Τότε σταματώ για να ανασυντάξω δυνάμεις, σταματώ να παλεύω γιατί στέγνωσα, γιατί θέλω να φανερωθούν οι προθέσεις του άλλου. Σε μια ζωή-πόλεμο λες:  κλείνομαι στο καβούκι μου για λίγο. Μου επιτρέπω να βαριέμαι. Μου επιτρέπω να μην κάνω τίποτα. Μου επιτρέπω να οπισθοχωρήσω. 

Κουράζομαι όταν εσύ γίνεσαι αντίπαλος από σύμμαχος. Δεν θέλω να σε χάσω, όχι από αδυναμία αλλά από αγάπη.

Ωστόσο οι νόμοι είναι αυστηροί: αφού δεν θέλεις να πολεμάς μαζί μου, αυτόματα τίθεσαι σε αντιπαλότητα. 

Το θέμα είναι να μη με αφήσεις να αντιπαλέψω μαζί σου. Έχω παλέψει με χειρότερους, μεγαλύτερους, δυνατότερους δράκους από σένα. 

Θα σε νικήσω και το ξέρεις. 

Υ.Γ. Χιόνισε χτες πολύ. Βγήκαν όλοι και φωτογράφιζαν το χιόνι. Χάρηκαν.  Καμιά χαρά δεν πήρα. Το χιόνι φέρνει κρύο, νερά, λερωμένα πατώματα, κόπο, δυσκολίες. Η κυβέρνηση είχε διακόψει τα τρένα, τα λεωφορεία, τις νταλίκες στην Εθνική οδό, η μισή Ελλάδα δεν είχε ρεύμα. Γ@@@@κε το σύμπαν.  Χαρά; 




Σάββατο 13 Φεβρουαρίου 2021

Τετάρτη 10 Φεβρουαρίου 2021

Ο καφές, η διαθήκη κι ο γάμος

 



Ο καφές. Μοσχοβολάει στο φαρδύ διπλό φλυτζάνι. Τον έχω φωτογραφίσει εκατό φορές. Μου λέει τα μελλούμενα από το καϊμάκι του αν και ποτέ δεν πετυχαίνει. Σήμερα βλέπω: δύο άνθρωποι. Ακουμπάει ο ένας με απάγκιο στον ώμο του άλλου. Πίνω γουλιά. Ο Μίκυ Μάους. Το καιμάκι κινείται και σχηματίζει. Μια αρκούδα. Μικρό αρκουδάκι. Γουλιά. Ένα αντρικό πρόσωπο. Κάποιος άνθρωπος με πολλά συννεφάκια πάνω από το κεφάλι. Ο ίδιος άνθρωπος βγάζει ομιλία σε συννεφάκι όπως στα κόμικς. 

Ένα δέντρο. Ένας αητός καθότανε. Χείλη. Δύο που φιλιούνται. 

Σκέφτομαι να γράψω μια διαθήκη γιατί ποτέ δεν ξέρεις τι θα σε βρει. {κοίτα πόσο αστεία η σύνταξη της πρότασης: ΣΚΕΦΤΟΜΑΙ ΝΑ ΓΡΑΨΩ (εγώ) μια διαθήκη, γιατί ποτέ δεν ξέρεις ΤΙ ΘΑ ΣΕ ΒΡΕΙ (εσένα)! Είναι αυτό που λέει: ξόρκι κι απήγανος! Ενώ το λες, φτύνεις τον κόρφο σου.}

Μη με παίρνετε στα σοβαρά. Δείχνει έναν εγωισμό το να γράφω εδώ πέρα. Το κάνω μόνο και μόνο για δική μου εκτόνωση. Αυτιστικά που λέει κι ο φίλος μου ο Δημήτρης ο Λ. 

Γράφω εδώ πέρα. Πέρα.

Πέρα στους πέρα κάμπους έχω βρεθεί. Νιώθω (είμαι) μακριά από όλους. Όσα κι αν κάνω, ο καλός μου εαυτός που με συντροφεύει (μέρα και νύχτα επί τόσο μεγάλη σειρά ετών), που με δυναμώνει όταν γίνομαι κουρέλι, που διευθετεί από το τηλέφωνο τις καλές ή κακές υποχρεώσεις που ξεπηδάνε κάθε τόσο, που κάνει δρομολόγια με το αυτοκίνητο, που γράφει τις βιογραφίες φίλων, που παρηγορεί όποιον αναγκεύεται, ο καλός μου σύντροφος, έχει γίνει ο εαυτός μου. 

Είδα προχτές μια νύφη μπροστά σε έναν καθρέφτη που παντρεύτηκε λέει τον εαυτό της. Ο κόσμος τη λυπήθηκε, είπαν οι δημοσιογράφοι. 

Εγώ από την άλλη, λέω να με ζητήσω σε γάμο. 





Παρασκευή 5 Φεβρουαρίου 2021

Κεφτέδες για βλάκες

 




Το λοιπόν, αγαπημένε!

Επειδή η ώρα είναι 5:38 και εγώ έχω ήδη φτιάξει καφέ.

Και επειδή τα έχω πάρει μαζί σου και επειδή δεν είμαι από αυτούς που τα κρατάω μέσα μου γιατί ποιος ο λόγος να πικραίνομαι εγώ που δεν φταίω, για τα δικά σου κόμπλεξ; 

Γιατί με πίκρανες και θέλω πολύ να σε βρίσω. Και επειδή δεν θέλω ακόμα να σε κλωτσήσω από τη ζωή μου, θα εκτονωθώ εδώ. 

Λοιπόν, φιλαράκο αγαπημένε. 

"Τι κάνεις;"  Με ρώτησες. 

(Πραγματικό ενδιαφέρον ή φιλοσοφική ερώτηση;)

"Διόρθωσα κάνα δυο φωτογραφίες, έγραψα λίγο", σου απάντησα

"Κοίτα, ρε, κάτι έγνοιες που έχει ο άνθρωπος!"  (Διακρίνω ειρωνικό τόνο;) "Διορθώνει φωτογραφίες και γράφει σαχλαμάρες!"

Σου απάντησα ήρεμα ότι "αυτές οι "σαχλαμάρες" που γράφω, είναι η δουλειά μου τώρα".  Δεν το συνέχισα.  Αλλά θα το συνεχίσω εδώ και μάλιστα με ήπιο τρόπο, αν και μπορώ να γίνω πολύ δεικτική. 

Όταν εγώ λοιπόν, αγαπημένε, πήρα τρία παιδιά και έφυγα από έναν τρελό που μας απειλούσε ότι θα μας σκοτώσει και θα αυτοκτονήσει και τα πρωινά πήγαινα από τις εφτάμιση και δούλευα στο σχολείο και τέλειωνα μιάμιση και πήγαινα κατευθείαν σε μια ταβέρνα που έκανα τη μαγείρισσα και ψώνιζα και κουβάλαγα και μετά μαγείρευα 4 κιλά μοσχάρι και 4 κιλά χοιρινό και ζύμωνα 85 κεφτέδες την ημέρα και καθάριζα με τα κιλά τα κρεμμύδια, και φούρνιζα 4 κιλά κοτόπουλο και 50 σουτζουκάκια, εσύ έψαχνες το πουλί σου μέσα στις μπιτζάμες! Και τέλειωνα κάθε μέρα αργά το απόγεμα και την άλλη μέρα εφτάμιση στο σχολείο. Και τα Σαββατοκύριακα που δεν είχα σχολείο πήγαινα στην ταβέρνα από τις δέκα το πρωί και πάλι ψώνιζα και πάλι έφτιαχνα τους καταραμένους κεφτέδες (που από τότε δεν έχω ξαναφτιάξει ποτέ) και μαγείρευα μέσα στην κουζίνα της ταβέρνας και έφτανε η ώρα μία το βράδυ και μιάμιση μέχρι να σχολάσω και ήταν τόση η κούρασή μου που σήκωνα το ένα πόδι σαν τον πελαργό για να το ξεκουράσω κι έπειτα σήκωνα το άλλο. Κι έρχεσαι εσύ να υπονοήσεις ότι δεν κάνω τίποτα μέσα στη μέρα μου και να μου πεις ότι γράφω "σαχλαμάρες". Που εσύ ζεις μονάχα τον εαυτό σου κι αυτός σου πέφτει βαρύς! Ε, άι σιχτίρ, ρε βλάκα! Ό, τι θέλω θα γράφω και ό, τι θέλω θα κάνω!

Ένα να ξέρεις: Η δουλειά εμένα με φοβήθηκε, εγώ δεν τη φοβήθηκα!

Ε, και αμάν! Επειδή το έχω ξανακούσει αυτό και πάντα μου δίνει στα νεύρα! Μια φίλη μου είχε πει κάποτε (και μάλιστα όχι μία φορά, αλλά πολλές, και εγώ την άκουγα ευγενικά και καρτερικά και δεν μιλούσα).

Έλεγε λοιπόν η φιλενάδα: Εμ βέβαια! Εσύ πηγαίνεις στο σχολείο και δουλεύεις 4 ώρες την ημέρα! Τι να πουμε κι εμείς που δουλεύουμε όλη μέρα, ακόμα και τα Σάββατα! 

Το άκουσα, μία, το άκουσα δύο, το άκουσα τρεις. Ε, και άι σιχτίρι κι εσύ! Μια μέρα  έσκασα. 

" Για να δουλεύω 4 ώρες την ημέρα, φιλενάδα,  έφαγα τον κώλο μου στο θρανία και το μυαλό μου στα βιβλία και στις εξετάσεις. Ας έκανες το ίδιο κι εσύ, για να δουλεύεις λιγότερο". 

Ε, και άι σιχτίρι όλοι σας!

Και τωρα εσύ, αγαπημένε. Η ώρα σου. 

 Και γιατί με τσαντίζει τόσο να το ακούω αυτό; Γιατί η μάνα μου μου είχε βάλει ταμπέλα όταν ήμουνα μικρή: τεμπέλα με ανέβαζε, τεμπέλα με κατέβαζε. Κι όταν το άκουγα δεν την χώνευα. Γιατί ήξερα ότι δεν ήμουν τεμπέλα απλά δεν μου άρεσε να κάνω αυτά που νόμιζε ότι όφειλα: να στρώνω τα κρεβάτια και να σκουπίζω το σπίτι. Μιλάμε για ηλικία εννιά χρονών, και δέκα και δώδεκα και δεκατρία. Κι ύστερα η μάνα μου κρεμάστηκε πάνω μου. Όπως και πολλοί άλλοι. Όπως θα κρεμιόσουν κι εσύ, καλέ μου, αν έδειχνες τη διάθεση να με γνωρίσεις λίγο καλύτερα. Το θέμα είναι πως έχω κουραστεί με τη βλακεία του κόσμου. Κι αν δε νοιαστείς να με ρωτήσεις απαξιώ να σου μιλήσω για όσα δεν ξέρεις. 

Αυτό. 










Σάββατο 30 Ιανουαρίου 2021

Το αυτοκίνητο



 Το αυτοκίνητο...

Χτες πήγα να το περάσω ΚΤΕΟ. Στο δρόμο κάτι σύννεφα με μάγεψαν. Σταματάω. Βγαίνω με το κινητό. Αποτυπώνω τα σύννεφα. Αποτυπώνω τα χορτάρια, μακριά ένα βουνό. Γεμάτος ο ουρανός, φορτωμένο το συναίσθημα. Καλάμια, γαλάζιο, δέντρο στην άκρη. Άλλα αυτοκίνητα που περνούν. Φυλάγομαι από τον κίνδυνο. Κολλάω το κορμί μου στην κολώνα του δρόμου και φωτογραφίζω.

Σήμερα. Μια κοπέλα γυμνή. Χορεύει. Ποζάρει. Δυο ηχεία παίζουν Ραχμάνινωφ, μπορεί και όχι. Εμένα σα Ραχμάνινωφ μου ακούστηκε. Ή ίσως Ραχμάνινωφ θα ήθελα να είναι.  Χορεύει η γυμνή κοπέλα.  Κουνάει χέρια, μπλέκει πόδια, αγγίζει μαλλιά. Πότε πότε γελάει. Πότε πότε κοιτάζει την κάμερα. Τις κάμερες που την εστιάζουν. Φόκους. Με φακό 5.6. Με ταχύτητα 100 που κάνει το φακό μου ευαίσθητο στο παραμικρό κούνημα και βγάζει θολές φωτογραφίες. Με ISO 800. Οι σκοτεινές φωτογραφίες μου. Η κοπέλα γελάει. Ρωτάει τι να κάνει. Οι άλλοι τραβάνε. Εγώ προσπαθώ να πιάσω μια στιγμή που οι άλλοι δεν θα προλάβουν ή δεν θα τη δουν. Γονατίζω με το γόνατο που πονάει. Κάνω μια γκριμάτσα πόνου που δεν βλέπει κανείς. Τραβάω. Πρόσωπα, στήθη, μαλλιά, λαγόνες, πόδια. Δεν είναι καλές οι φωτογραφίες μου. Είναι πολύ προσωπικές και ίσως αποτυχημένες. Δεν έχω ούτε καλό εξοπλισμό. Δε με νοιάζει. Τραβάω. Έχω μια πλημμύρα μέσα μου, πρέπει να βγαίνει ειδάλλως θα πνιγώ μέσα στην ίδια τη θάλασσα μέσα μου. Δάκρυα. Στο αυτοκίνητο. Θυμάμαι τη Μιμία μου.  Έφυγε μέσα από τα χέρια μου. Κλαίω. Της ζητάω θανατηφόρα αργοπορημένη συγγνώμη που δεν την πίστεψα, συγγνώμη που την άφησα να μου γλιστρήσει μέσα από τα χέρια.

Το αυτοκίνητο γινεται τόπος γοερός. Ουρλιάζω και κλαίω. Δάκρυα. Συγγνώμες. Ενοχές από αυτές που φεύγουν μόνο όταν φύγεις. Η κοπέλα πριν λίγο χόρευε Ραχμάνινωφ κι εγώ τραβούσα. Η ζωή έχει κομμάτια. Μπορείς να τα δεις ένα ένα. Μπορείς να τη φανταστείς κι ολόκληρη. Ουρλιάζω. Το αυτοκίνητό μου θρηνωδίας τόπος.

Ό, τι άλλο, πονάει.

Υ.Γ. Ένα φόρτωμα, ένας μαύρος πυκνός καπνός μέσα μου. Λόγια που δεν ειπώθηκαν, αγγίγματα και αγκαλιές που δεν έγιναν. Μια στιγμή πίσω, μια στιγμή περίμενέ με. Είναι μέσα μου, μέσα μου, είναι για σένα, φταις που δεν μου έδωσες χρόνο να τα αδειάσω, φταις που έφυγες τόσο γρήγορα, τόσο απρόοπτα, τόσο επώδυνα, τόσο εγωιστικά. Σαγαπάω και δεν ξέρω αν στο έδωσα να το καταλάβεις ολόκληρο. Ήθελα να σε ξενυχτήσω αγκαλιά σα μωρό. 



.

Σάββατο 23 Ιανουαρίου 2021

4η πρωινή



Καθόλου καλή ώρα η 4η πρωινή για να ξυπνήσεις...

Καφές, δουλειά στον υπολογιστή, ενοχές και αναμνήσεις, ποιον αδίκησα, ποιος με αδίκησε, τι πάει να γίνει, τι θα γίνει.

Ρολόι: 7:00.

Ρολόι: Σταματάει εκεί που δεν το περιμένεις. 

Εφτά το πρωί και τυπώνω φωτογραφίες. 

Εφτά το πρωί και σταυρώνω τα χέρια. 

Εφτά το πρωί παράθυρα κλειστά. 

Ώρες μαύρες, ώρες λευκές και ώρες χρωματιστές. 

Ξαφνικά άδεια σπίτια, 

άδεια κρεβάτια, 

άδεια ρούχα. 

Κουβέντες που δεν ειπώθηκαν, 

χάδια που δεν αποδόθηκαν 

στον καιρό τους. 

Παράξενη βόλτα.



 


Παρασκευή 22 Ιανουαρίου 2021

Ο χρόνος πίσω



 Νύχτα είναι

Νύχτα στάσου

Δεν είμαι ακόμα έτοιμη

Νύχτα 

Νύχτα αιώνια

Δεν είμαι

Δε θέλω

Δεν ήθελα

Virous protection βγάζει ο υπολογιστής


Το χειρότερο πράγμα 

είναι

να πρέπει 

να γυρίσεις το χρόνο 

λίγες ώρες 

πίσω 

και να 

μη 

μπορείς


Όλη τη νύχτα η βρύση έκλαιγε.