Κυριακή 8 Νοεμβρίου 2020

Καραντίνα



Καραντίνα και πάλι. Τούτη η φορά δυσκολότερη μου φαίνεται. Μάλλον μέσα μου γίνονται τα πράγματα λίγο πιο δύσκολα. Καταλαβαίνω τώρα την ψυχική κούραση των ανθρώπων. Καταλαβαίνω τώρα τον Σταμάτη που, με τα φτωχά ελληνικά του, προσπαθεί να μου εξηγήσει ότι όταν έχει κάποιον να νοιάζεται και (όχι κάποιον να νοιάζεται γι' αυτόν αλλά κάποιον να τον οποίο να νοιάζεται εκείνος, αυτό έχει σημασία στον άνθρωπο, όχι κάποιους να σε νοιάζονται αλλά εσύ να νοιάζεσαι για κάποιον) μόνο τότε νιώθει ευτυχής. Νιώθει ότι μπορεί να δουλέψει, νιώθει ότι κάποιος περιμένει από εκείνον, νιώθει απαραίτητος. Κι ας μην είναι απαραίτητος σε κανέναν. 

Στην ουσία κανένας δεν είναι απαραίτητος σε κανέναν -ψυχικά πάντα μιλώ-. Αλλά είναι.

Διότι, φιλαράκι, χίλιους να έχεις να σε νοιάζονται, αν η καρδιά και το μυαλό σου είναι άδειο από κάποιον που νοιάζεσαι εσύ, τότε φασκελοκουκούλωστα. Το πιο κακό είναι  το άδειο τού μέσα μας. Και αυτό μόνο με έναν τρόπο γεμίζει. Ή να έχεις κάποιον νταλκά μέσα στο κεφάλι ή να σου επιτρέπει κάποιος να τον έχεις για νταλκά. 

Αν δεν έχεις κάτι να περιμένεις, αν όλα είναι ταχτοποιημένα γύρω σου, αν νομίσεις ότι τέλειωσε ο προορισμός σου σ' αυτή τη ζωή, αν νομίσεις ότι όλα τα έχεις κάνει, τότε φιλαράκι, έχεις τελειώσει. Αν δεν έχεις προσδοκίες, έχεις πεθάνει. Γι' αυτό, φιλαράκι, φτιάχνε προσδοκίες. Φτιάχνε ελπίδες κι ας αποδεικνύονται φρούδες. Ας πέφτεις εξω κάθε φορά. Υποκρίσου πως για κάποιον είσαι απαραίτητος. Κι ας μην είσαι απαραίτητος σε κανέναν. 

Μην μπεις σε καραντίνα ζωής. Κάντο για σένα. Νιώσε  απαραίτητος. Διάλεξε κάποιον, στόχευσέ τον και πες για τον τάδε λόγο, είμαι απαραίτητος σ' αυτόν τον άνθρωπο. Και βάλτον στο μυαλό και την καρδιά σου. Και νταλκαδιάσου με την ησυχία σου. Προγραμμάτισε τον εαυτό σου φιλαράκι, αν αγαπάς τη ζωή. Ο εγκέφαλος -όλοι το ξέρουμε- προγραμματίζεται. Βρες λοιπόν στόχο και βουρ.  Ο Σταμάτης, με τα φτωχά του ελληνικά, έχει πιάσει όλη τη φιλοσοφία της ζωής: αφού βρέθηκες εδώ ανάμεσά μας, για όλα τα χρόνια που σου χαρίστηκαν, ζήσε. 

Μην πεθαίνεις πριν πεθάνεις, φιλαράκι. 



Τρίτη 3 Νοεμβρίου 2020

Η δική μου Τίνκερμπελ







 Κοίτα τώρα: όταν γράφω σε κάποιο βιβλίο μου, το εσωτερικό σαράκι αποδυναμώνεται. Όταν δεν έχω όρεξη, ιδέες, έμπνευση, όπως θέλεις πες το, το σαράκι εκτονώνεται εδώ. Ας το πούμε προσωπικό ημερολόγιο, ας πούμε αυτό το "εδώ" καθαρτήριο, ας το δούμε σαν ποτάμι που αν δεν εκβάλλει θα πλημμυρίσει τον τόπο και θα προκαλέσει ζημιές. Τι ζημιές, θα μου πεις. Τι θα ήταν ικανό το δικό σου ποταμάκι να κάνει. Ποιον να πνίξει, τι να παρασύρει στο διάβα του. Μάλιστα. Σωστό, θα απαντήσω.

  Ας διορθώσω: μικρές ζημιές. Προσωπικές μικρές ζημιές. Του στυλ καταθλιπτικές τάσεις, νεύρα, δεν ξέρω τι έχω, δεν πάω καλά, ασχολούμαι με μαλακίες, δεν θέλω να δω κανέναν. Απλά πραγματάκια που κάποιος άλλος μπορεί και να μην έδινε σημασία μα να άφηνε την κατάσταση απλά να περάσει. Ωστόσο εάν και εφόσον έχεις διαπιστωμένο το πρόβλημα, τι πιο απλό να μην το αφήνεις να εκδηλώνεται. Είναι σαν ένα πρόβλημα υγείας, ρε παιδί μου. Αφού ξέρεις ότι το έχεις, το ελέγχεις με την θεραπευτική αγωγή σου. Γίνεσαι ο γιατρός του εαυτού σου και του χορηγείς το φάρμακο, που είσαι πάλι εσύ.

Και τώρα θέλω να αφήσεις τη φαντασία σου ελεύθερη. Είχα κάποτε δει μια ταινία που ο συγγραφέας μπορούσε να "δει" τη Μούσα του, αυτή που τον βοηθούσε να γράψει. Η Μούσα του ήταν ένας άνδρας με ρούχα καουμπόυ αν θυμάμαι καλά, που σχεδόν του υπαγόρευε τα βιβλία που έγραφε ο συγγραφέας.  Η δικιά μου Μούσα υπάρχει κι αυτή. Είναι μια μικρή παρουσία, μια νεραϊδόφατσα σαν την Τίνκερμπελ που βρίσκεται θρονιασμένη στη δεξιά κώχη της οθόνης μου. 

Ή, έτσι μαρέσει να πιστεύω. 

Η δική μου δεν μου υπαγορεύει, απλά με αναγκάζει να δουλεύω κάθε πρωί και με κατηγορεί όταν δεν το κάνω. Λες και είναι φύλακας και επιστάτης. Να, και τώρα που μιλάω γι' αυτήν, με κοιτάζει φιλάρεσκα και χαμογελάει. 

Ή έτσι μαρέσει να πιστεύω. 



Δευτέρα 2 Νοεμβρίου 2020

Η παράγραφος

 Τι παράξενες μέρες... Πόσο παράξενα έρχονται και τι είναι αυτό που επηρεάζει τη ροή τους; Νάναι τα όνειρα που βλέπεις και δε θυμάσαι; Νάναι μια κουβέντα που ειπώθηκε την χτεσινή, και την επεξεργάστηκε στη διάρκεια της νύχτας το υποσυνείδητο; Νάναι οι πλανήτες και η επιρροή τους; Τι νάναι; Και τι χρειάζεται ο άνθρωπος για να λειτουργήσει τη ρουτίνα του; Ή για να βγει από αυτή; Τι χρειάζεται ή τι ΔΕΝ χρειάζεται για να καταφέρει να συγκεντρώσει το μυαλό του σε κάτι που ΠΡΕΠΕΙ αλλά δεν καταφέρνει να κάνει;




Τρεις μέρες διορθώνω μία παράγραφο σε κάποιο διήγημα. Μία παράγραφο δέκα σειρών. Ανεβάζω προτάσεις, κατεβάζω προτάσεις, ανανεώνω λέξεις, προσθέτω λέξεις, αφαιρώ, της αλλάζω σελίδα (της παραγράφου), δεν μπορώ να την αφαιρέσω μια και καλή γιατί την χρειάζομαι για το νόημα, ενώ τη σελίδα στην οποία βρίσκεται την έχω μάθει απέξω, την έχω διαβάσει και ξαναδιαβάσει ένα εκατομμύριο φορές για να ταιριάξω την σκοτεινή ατίθαση και ακατάλειπτη παράγραφό μου. Ξανά και ξανά. Με το μεγάλο φλυτζάνι του καφέ στο πλάι, με τα μαλλιά αχτένιστα όπως της ηρωίδας που περιγράφεται στο διήγημα, με παράθυρα κλειστά, τους σκύλους να γαυγίζουν απέξω, με μαξιλάρια στην καρέκλα για να μην πονάει ο δεξής ώμος μου από την κακή στάση στο γραφείο, με το βάρος των υπερμετρωπικών γυαλιών στη μύτη μου, με το φως της οθόνης να τρυπάει τα μάτια. 

Αν δεν περάσω τον ύφαλο, ούτε λόγος να  προχωρήσω στο επόμενο διήγημα. Σήμερα πάλι. Την πήρα από εδώ την έβαλα εκεί. Έσβησα λέξεις και έβαλα καινούργιες. Ξανάβαλα τις παλιές. Κάτι της λείπει; Κάτι της περισσεύει; Με έκανε να τα παρατήσω. 

Μία παράγραφος (από τις διακόσιες πενήντα σελίδες) έχει καταφέρει να με διαλύσει. 




Τετάρτη 21 Οκτωβρίου 2020

Ο καφές


 Στα είκοσί μου το έσκαγα από τη μάνα μου. Η μάνα ήξερε πως το πρωί θα φύγω για τη Σχολή κι εγώ αντί να πάρω το λεωφορείο για το Πολυτεχνείο, πήγαινα στα λεωφορεία για τα ΚΤΕΛ. Κούμπωνα μια ντραμαμίνη, -από μικρή ζαλίζομαι στις μεγάλες διαδρομές- και πήγαινα Κοζάνη, όπου σπούδαζε ο καλός μου (και μετέπειτα σύζυγός μου). 

Η μάνα ανησυχούσε; Δεν ανησυχούσε; Δεν το έχω ξεκαθαρισμένο στο μυαλό μου. Την έπαιρνα λοιπόν τηλέφωνο μόλις έφτανα, (εφτά; οχτώ ώρες ταξίδι) και της έλεγα είμαι Κοζάνη και δεν θα έρθω το βράδυ.  Ίσως θύμωνε, ίσως φώναζε. Εγώ ήμουν σε ήλικία που δεν άκουγα. Αγριοκάτσικο με φωνάζει ακόμα ο αδελφός μου. Στο τέλος η μάνα σήκωνε τα χέρια ψηλά. 

Εκεί στην Κοζάνη, λοιπόν, ο καλός μου είχε ένα συμφοιτητή το Βασίλη Μπιλίρη. Ο Βασίλης 21 ετών κάπου από την Πελοπόννησο. Κάναμε πολλή παρέα στην Κοζάνη. Όταν πήγαινα μαγειρεύαμε και οι τρεις, μαλώναμε, βγάζαμε αστείες φωτογραφίες. Ακόμα τις έχω. Φοιτηταριό. Ο καφές που πίναμε, από πάντα, ελληνικός. Ο Μπιλίρης ερχότανε από το πρωί, αράζαμε, φτιάχναμε μεγάλες κούπες καφέ και λέγαμε βλακείες. 

Τον καφέ τον έφτιαχνα εγώ. Μια μέρα ο καφές δεν του φάνηκε του Μπιλίρη τόσο καλός όσο έπρεπε. Ρουφάει λοιπόν μια γουλιά, πλαταγίζει τη γλώσσα, σηκώνει τα μάτια και με κοιτάει με καχύποπτο βλέμμα. 

"Γύρισε μωρή ο καφές;" 

Εννούσε αν έβρασε όσο έπρεπε, αν γύρισε το καϊμάκι. 

"Γύρισε", απάντησα εγώ. 

Εξακολούθησε να με κοιτάζει για λίγα δευτερόλεπτα  εξεταστικά, προσπαθώντας να καταλάβει αν του έλεγα  αλήθεια. Ύστερα άναψε τσιγάρο και συνέχισε να πίνει.

Ένα Σαββατοκύριακο που πήγα (πάλι σκαστή) Κοζάνη, ο Μπιλίρης δεν ήταν εκεί. Γκρεμίστηκε λέει με το αυτοκίνητο κάπου στο χωριό του. Στα 21. 

Έχουν περάσει άπειρα χρόνια από τότε. Όμως ΚΑΘΕ ΦΟΡΑ μα ΚΑΘΕ ΦΟΡΑ που φτιάχνω τον καφέ μου και περιμένω να φουσκώσει, ακούω τον Μπιλίρη από πάνω μου:

"Γύρισε, μωρή ο καφές;" 



Παρασκευή 16 Οκτωβρίου 2020

Αγαπίτσες

 



Αγαπίτσες...

Έλα να κάνουμε αγαπίτσες... Η καινούργια μου λέξη στο λεξικό μου. 

Χμ...

Κάποτε , μικρή, είχα διαβάσει ότι η ζωή του ανθρώπου σε αυτή τη γη αποτελείται από 50% ευτυχία και 50% δυστυχία. Ισορροπία παντού. Όταν αυτό το 50% της δυστυχίας ή της ευτυχίας μοιράζεται, δεν το καταλαβαίνεις. Όταν το 50% σου της δυστυχίας το ζήσεις μαζεμένο, ε, τότε,  φυσικά και θα το έχεις νιώσει στο τσουρουφλισμένο πετσί σου.   

Βέβαια, μπορεί και να μην είναι έτσι τα πράγματα. Βέβαια, υπάρχει πιθανότητα ένας άνθρωπος -πολλοί άνθρωποι - να ζουν ευτυχισμένοι μια ζωή και μακάρι να συνεχίζουν έτσι μέχρι την τελευταία τους ανάσα. Και το αντίθετο:  υπάρχει πιθανότητα η ευτυχία να μην πατήσει ποτέ το ευγενικό, χαριτωμένο, ανάλαφρο, καλογραμμένο της ποδι στη ζωή κάποιων ανθρώπων. Το γιατί είναι δικό της θέμα, σχεδόν ανεξήγητο. Σχεδόν. Γιατί οι ψυχολόγοι δίνουν την εξήγησή τους. Είναι θέμα -λένε- των επιλογών που κάνει  ο καθένας μας. Οι δε πνευματιστές είναι θέμα - λένε-  το προηγούμενο επιβεβαρυμένο κάρμα. Ελεύθεροι να δώσουν κάθε εξήγηση. Εμείς μένουμε στο γεγονός ότι, είτε το ένα είτε το άλλο,  απλά συμβαίνει.  

Κάποιος φίλος, μου εκμυστηρεύτηκε κάποτε ότι ήταν δυστυχισμένος από τη ρουτίνα που ζούσε μέσα στο σπίτι του και με ρώτησε με ποιον τρόπο την αντιμετωπίζω εγώ. Μου πήρε λίγο χρόνο να καταλάβω τι εννοούσε. Ρουτίνα; Χμ... Τι είναι η ρουτίνα; Είχα στη ζωή μου ρουτίνα; Πραγματικά αναρωτιόμουν για μερικά δευτερόλεπτα. Συμπέρανα πως δεν είχα ιδέα τι είναι η ρουτίνα, δεν είχα ποτέ. Ακόμα και τα χρόνια που ζούσα, ας πούμε, την εργασιακή ρουτίνα μου, βαρεμάρα δεν είχα νιώσει. 

Ένα καινούργιο μάθημα, ένα διαφορετικό project, η ανάληψη καινούργιων ευθυνών (αυτό ποτέ δεν το φοβήθηκα), κάτι να γράψω, κάτι να προτείνω σε άλλους, κάτι να δημιουργήσω. Δεν κάθησα ποτέ στα αυγά μου για να με πνίξει η ρουτίνα. Κάθε μέρα οι ώρες μου ήταν γεμάτες με δραστηριότητες, ίσως όχι όλες ευχάριστες, ωστόσο το βράδυ έπεφτα στο κρεβάτι με κάτι καινούργιο στο μυαλό, είχα φροντίσει μέσα στη μέρα να έχω να περιμένω κάτι για την αυριανή μου. Είναι σκηνοθετικό κόλπο αυτό. Εμείς σκηνοθετούμε τη ζωή μας. Όπως στα σήριαλ στην τηλεόραση που σταματούν στο πιο ενδιαφέρον σημείο ώστε να περιμέμεις με αγωνία το επόμενο επεισόδιο.

Για να επανέλθω. Στα χρόνια που πέρασα, υπήρξαν μέρες δυστυχισμένες. Μπορώ να τις μετρήσω για πολλές. Μέρες άτυχες, μέρες ίδιες, μέρες δύσκολες. Δεν ξέρω αν κατέλαβαν το 50% δυστυχίας μου ή λιγότερο ή περισσότερο και δεν είναι δικό μου θέμα να μετρήσω, είναι κάποιου από πάνω. Ωστόσο εκ του τέλους κρίνονται τα αποτελέσματα. 

Προς το παρόν ζω το 50% των ήσυχων, χαρούμενων και θα τολμήσω να πω ευτυχισμένων ημερών μου και δεν αφήνω να μου το χαλάσει κανένας αυτό. 

Και λέω "τολμώ" γιατί πολλές φορές - με το μικρότατο μυαλό μας-  δεν εκφράζουμε την ευτυχία μας, φοβούμενοι μην τη ματιάσουν.  Ωστόσο το Σύμπαν έχει αυτιά και ακούει. Και όταν μας δίνει κάτι καλό οφείλουμε να του απευθύνουμε τις ευχαριστίες μας. Είναι σημαντικό αυτό. Ενώ είμαστε συνηθισμένοι να ζητάμε πράγματα από το Σύμπαν (που ονομάζουμε Θεό), ξεχνάμε να ευχαριστήσουμε όταν αυτό που ζητήσαμε, μας δόθηκε. 

Εγώ σήμερα Ευχαριστώ που με βοήθησε να προσθέσω μια καινούργια λέξη στις λέξεις που ήξερα: "Αγαπίτσες".

Καλημέρα Σύμπαν και καλημέρα άνθρωποι.




  

 

Δευτέρα 7 Σεπτεμβρίου 2020

Η λεκάνη

 Η λεκάνη

Η θεία Μιμία δεν ήθελε τη μεγάλη λεκάνη. Της έπιανε χώρο κι αυτή δε ζυμώνει πια. Την πήρα χωρίς να τη χρειάζομαι, κρίμα να πεταχτεί. Ωστόσο ούτε κι εγώ είχα χώρο. Βλέπεις μαζεύουμε αντικείμενα που όταν φεύγουμε ξεμένουνε σε άλλους, όμως σ' αυτούς δεν λένε τίποτα. Ακούμπησα πρόχειρα τη λεκάνη στο παγκάκι της βεράντας ώσπου να δω τι θα κάνω με το αντικείμενο που ήρθε στα χέρια μου -ας πούμε- κληρονομικά. Κι εκεί που καθόμουν στο ωραίο απόγευμα και την κοιτούσα, η λεκάνη ζωντάνεψε. Γέμισε αλεύρι και λάδι, γέμισε πορτοκάλι και ζάχαρη, μύρισε η κανέλα, έσπασε τη μύτη μου το τριμμένο γαρύφαλλο, μυρωδιά κομμένου μούστου απλώθηκε παντού, μοσχοβόλησε το φρέσκο βούτυρο για τους πάντα αποτυχημένους μας κουραμπιέδες, πότε σκληροί και πότε να τρίβονται και να σκορπάνε στην άχνη... Και τα χέρια... Τα χέρια της μάνας πώς βρέθηκαν μέσα στη λεκάνη κι αυτά. Να ζυμώνουν τα χέρια, να ανακατεύουν τα υλικά άλλοτε με δύναμη κι άλλοτε με χάδια και ξαφνικά μύρισε η βεράντα μου μουστοκούλουρο και πασχαλινά στριφτά και κουραμπιέδες και μελομακάρονα κι η μάνα μου εκεί, με την ίδια αγωνία για την πρώτη φουρνιά:

"Δοκίμασες; Είναι καλά;"

Κι ακόμα να κρέμονται στα χέρια τής μάνας τα ζυμάρια...