Τρίτη 12 Απριλίου 2016

Σιωπή



Σιγά σιγά...
Αργά αργά...
Στις μύτες.
Όχι θόρυβο.
Σιωπηλά.



Οι άγριοι ταύροι της νύχτας
γαλήνεψαν.
Σιγά...
Βήμα βήμα.



Τα ψάρια γαλήνεψαν.
Η νύχτα του χρόνου σταμάτησε
ακριβώς εκεί που πεθύμησες.
Κοιμήσου τώρα.



Κοντά σε ό,τι αγάπησες
ξεκουράσου.
Σιγά...

Ε.Κ.


Η ΣΙΩΠΗ
Ὅσο καὶ ἄν μένουν ἀνεκτέλεστα τὰ ἔργα, ὅσο καὶ ἄν εἶναι πλήρης ἡ σιγὴ (ἡ σφύζουσα ἐντούτοις) καὶ τὸ μηδὲν ἄν διαγράφεται στρογγύλον, ὡς ἄφωνον στόμα ἀνοικτόν, πάντα, μὰ πάντα, ἡ σιγὴ καὶ τὰ ἀνεκτέλεστα ὅλα, θὰ περιέχουν ἕν μέγα μυστήριον γιομάτο, ἕνα μυστήριον ὑπερπλῆρες, χωρὶς κενὰ καὶ δίχως ἀπουσίαν, ἕν μέγα μυστήριον (ὡς τὸ μυστήριον τῆς ζωῆς έν τάφω) – τὸ φανερὸν, τὸ τηλαυγές, τὸ πλῆρες μυστήριον τῆς ὑπάρξεως τῆς ζωῆς, Ἄλφα-Ὠμέγα.
(Ανδρέας Εμπειρίκος, Οκτάνα)

1. Η σιωπή μου
Στον Πέτρο Δήμα
Οι πρώτοι φθόγγοι που άκουσα στη ζωή μου, οι πρώτες λέξεις
δεν ήταν το νανούρισμα της μάνας μου και το κελάηδημα της σιταρήθρας.
Πάνω απ’ το λίκνο μου άρθρωνε ρήματα το γαλάζιο
κι έμπαζε μέσ’ απ’ τ’ ανοιχτό παράθυρο η σιωπή
ένα ποτάμι υπέροχα λόγια. Μιας θαυμαστής
γλώσσας το χρυσό αλφάβητο διακλαδιζόταν μέσα μου.
Περνώντας μέσ’ από κοιτάσματα χρυσαφιού
στα βάθη μου εξακολουθεί το θείο αυτό ποτάμι
να ρέει, σιγά, σαν τα νερά των βυθισμένων ποταμιών,
που τρέχαν μ’ ένα βούισμα μελισσιών κάτω απ’ τους βράχους
του Ταϋγέτου, όταν οι ωραίες νύχτες τον νανουρίζαν
σαν ένα βρέφος κι ο λαγός όρθιος άκουγε το άπειρο!
Ό,τι καλύτερο άκουσα στον κόσμο αυτό δεν ήταν
παρά τα δάκρυα των απλών ανθρώπων κι η σιωπή.
Ακούστε το παλλόμενο πρωινό χαμόγελό μου!
Είμαι μια τόσο φλύαρη ψυχή! Ω, μη μου λέτε
πως δε μιλώ. Ούτε στιγμή δε σταματά η φωνή μου.
Σύννεφο εντός μου υψώνονται του θέρου οι σιταρήθρες
όταν σιωπώντας σας κοιτώ στα μάτια. Ένα μελτέμι
που βγαίνει μέσ’ από χρυσά φλάουτα είναι η σιωπή μου.
Η κάθε λέξη της σιωπής μου ανθίζει άγραφα χρώματα
κι είναι στημένα μέσα μου άπειρα ουράνια τόξα
που βρέχουνε χρωματιστές λέξεις μες στη σιωπή μου.
(Νικηφόρος Βρεττάκος)


2. Νύχτα σε άκρα σιωπή
Αν ακούγονταν ήχος , δε θα ‘ταν παρά
οι αχτίδες που κρέμονταν. Τι είναι φωνή;
Σε θυμάμαι που μίλαγες. Συλλογίζομαι τώρα
πως μες στη φωνή του πουλιού και τ’ ανθρώπου
καθρεφτίζεται ο ήλιος.
(Νικηφόρος Βρεττάκος)

Ἡ χώρα τῆς σιωπῆς
Ἡ χώρα τῆς σιωπῆς εἶναι ἀπὸ κρύσταλλο –
γαλάζιο κρύσταλλο, σὰν ἀπὸ πάγο.
Ἐκεῖ χορεύουνε τὰ πάντα ἀθόρυβα
κι ὅλες οἱ εἰκόνες διαθλῶνται στὸ ἄπειρο.
Τὰ δάκρυα τῶν παιδιῶν καὶ τὰ παράπονα
ἀφήνουν τὸ λεπτό ἦχο τῆς κιθάρας
Τῶν σιωπηλῶν πλασμάτων τὰ χαμόγελα
ρόδινη ἀνταύγεια ὑψώνουν στὰ μεσούρανα
καὶ τὰ βαθιά βλέμματα τῆς ἀγάπης
ἀνάβουν φλόγες πυρκαγιᾶς γαλάζιες.
Στὴ χώρα τῆς σιωπῆς ὅ,τι εἶναι γνήσιο
σὰν μιὰ καμπάνα ἀκούγεται γιορτάσιμη
ποὺ ἀνοίγει βουερούς θόλους στὰ οὐράνια.
Στὴ χώρα τῆς σιωπῆς συχνά ἀκροάστηκα
τὶς σημένιες κωδωνοκρουσίες
ποὺ ὑψώνει κάποιο σμῆνος γερανῶν.
Σὲ γάμους μυστικούς, σὲ λιτανεῖες,
σὲ τελετὲς οὐράνιες παρευρέθηκα
στὴ χώρα τῆς σιωπῆς πού εἰναι ἀπὸ κρύσταλλο,
γαλάζιο κρύσταλλο σὰν ἀπὸ πάγο…
ΜΕΛΙΣΣΑΝΘΗ
Όσο πιο πολύ γράφω, τόσο η σιωπή μοιάζει να με καταβροχθίζει
C.K. Williams
-Γιώργης Παυλόπουλος, «Η σιωπή»
Στην Αυγή – Άννα Μάγγελ
Η Σιωπή είναι μια άγνωστη
που έρχεται τη νύχτα.
Ανεβαίνει τη σκάλα
χωρίς νʼ ακούγονται πατήματα
μπαίνει στην κάμαρα
και κάθεται στο κρεβάτι μου.
Μου φοράει το δαχτυλίδι της
και με φιλεί στο στόμα.
Τη γδύνω.
Μου δίνει τότε τις βελόνες
και τα τρία χρώματα
το κόκκινο το μαύρο και το κίτρινο.
Κι αρχίζω να κεντάω
πάνω στο δέρμα της
όλα όσα δε σου είπα
και ποτέ πια δε θα σου πω.
(Λίγος άμμος)
Παίρνουν τα λόγια μου και τα κάνουν πουλιά
Τα σκορπίζουν στους τέσσερις ανέμους
Κι αγνώριστα ξαναγυρίζουν σε μένα
Με τσακισμένα φτερά
Πρέπει να σωπάσω
ΜΗΝΑΣ ΔΗΜΑΚΗΣ: ΠΟΡΕΙΑ ΜΕΣΑ ΣΤΗ ΝΥΧΤΑ
Πηγή: https://itzikas.wordpress.com















Δευτέρα 11 Απριλίου 2016

Πηγή: www.lifo.gr

Θυμάσαι που είχαμε αλλάξει πουκάμισα;  
    
Άνοιξα τη ντουλάπα κι έβγαλα το δικό σου.
 
Μοσχομύριζε σαν να ήταν πλυμένο και σιδερωμένο χτες. 




Αυτή η λιακάδα είναι το μόνο πράγμα που δε μπορεί κανείς να μας το πάρει. 




Αυτό το φως είναι δικό μας . Το χέρι μου χάιδευε τη θάλασσα. τα δικά σου το πηδάλιο. Η νύχτα τη βάρκα. 



Οι μικρές φωτιές τους ορμίσκους. Τα γόνατά μου τα υγρά σανίδια. Το χαμόγελό σου, τόσο ψηλά, τ' αστέρια. 
Τα μάτια σου στο ξέφωτο σκοτεινιάζουνε τη μέρα, λαμπρύνουνε τη νύχτα, νοσταλγούνε τ' αύριο. 

 

Ήρθες και κάθισες στο πλάι του κρεβατιού μου. Οι μόδες είχαν φύγει από πάνω σου, τα μαλλιά σου είχαν μακρύνει μέχρι τη μέση, τα ρούχα σου δεν είχαν φύλο. Το πρόσωπό σου είχε αλλάξει. 



Ήταν το παντοτινό σου πρόσωπο. 


Η συκιά θα πέσει. Και θα μας καταβροχθίσει. Κάθε της σύκο μια τσούχτρα. Κάθε πόνος της μαρτύριο. Για να είμαστε όλοι ίσοι. Ίσοι - ίσοι - ίσοι. 




Ήξερες μόνο να φιλάς, Σ' όλα τ' άλλα ήσουν κωλόπαιδο. 



Σου το είπα, με πλησίασες επικίνδυνα, μ' έσφιξες και με φίλησες. Πάλι μες στο δρόμο. Για μια μοναξιά ματώσαμε τα χείλια μας, χυδαιολογήσαμε, κοιμηθήκαμε αγκαλιά, μ' ένα μαχαίρι κάτω από το στρώμα.  




Για μια μοναξιά μέσα στη πόλη. 
Και μέσα μας. 




Θα σε πάρει ο αέρας και θα πέσεις στη θάλασσα, και όλα τα παλικάρια θα συναγωνιστούν ποιο θα σε σώσει. 


Ο πιο δυνατός θα σε αρπάξει και θα σε φέρει στη προκυμαία.

θα σε κρατάει σφιχτά, περήφανα. Σαν να είσαι ο Τίμιος Σταυρός. 

Θα μας πάρουνε μαζί τους. Και θα μας χαϊδεύουν τα μαλλιά. 



Απαλά, απαλά   (έτσι όπως μας έλειψε όλα αυτά τα σκληρά χρόνια)


Λέξεις από τον Ευαγγελισμό του Αλέξη Μπίστικα Το μουσικό μοτίβο που παίζει ο σαξοφωνίστας είναι από τα (ανέκδοτα τότε) Τραγούδια της αμαρτίας του Μάνου Χατζιδάκι. Πηγή: www.lifo.gr

 Ο Michael Derek Elworthy Jarman (31 Ιανουαρίου 1942 – 19 Φεβρουαρίου 1994) ήταν Άγγλος σκηνοθέτης, σκηνογράφος,χρονικογράφος, καλλιτέχνης, κηπουρός και συγγραφέας. 

Στις 22 Δεκεμβρίου 1986, ο Jarman διαγνώστηκε ως θετικός στον ιό HIV και μίλησε ανοιχτά στο κοινό για την ασθένειά του. Το 1994, πέθανε από AIDS στο Λονδίνο. 
Aλέξης Μπίστικας (γεν. στην Αθήνα1964, θαν. 1995) ήταν Έλληνας σκηνοθέτης και σεναριογράφος.Σκηνοθέτησε εννέα ταινίες μικρού μήκους και μία μεγάλου μήκους, Πέθανε από AIDS στις 29 Σεπτεμβρίου του 1995.

https://www.youtube.com/watch?v=2ohTjCIgs4w  




















Σάββατο 9 Απριλίου 2016

Όταν θα έρθεις



Όταν θα έρθεις
φέρε μαζί σου
κι εκείνο το πράγμα που έμοιαζε λίγο με έρωτα
και μην ξεχάσεις σπίτι σου
τη φαρδιά αγκαλιά
που χωράει
τα καλά και τα στραβά μου
α! και τα μικρά φιλιά
που συνηθίζεις να μου ακουμπάς στις παρειές
όποτε τυχαίνει να καθίσεις πλάι μου
-βάλε τα μέσα-

... θα χρειαστείς και τον αρχαϊκό φόβο σου βέβαια.
Φέρτον κι αυτόν: τίποτα δεν πρέπει να σου λείψει!
εξάλλου, πόσο χώρο μπορεί να πιάσει ένας χιλιοδιπλωμένος φόβος
ανάμεσα σε τόση επιθυμία
αν θες τη γνώμη μου,
πρέπει να κοιτάξεις για μεγαλύτερη βαλίτσα
οι βιτρίνες είναι γεμάτες βαλίτσες απούλητες
κι αυτή που κρατάς
έχει παλιώσει
είναι μικρή
-αν θες τη γνώμη μου-
νομίζω πως σε λίγο
δεν θα χωράει
τις αποσκευές μας.
Ε.Κ.















Παρασκευή 8 Απριλίου 2016


Κοίταξε όμως τι μπορείς να βρεις! Τυχαία και συμπτωματικά. Αλλά υπάρχει και η κουβέντα  "τίποτα δεν είναι τυχαίο" όπως και η θεωρία των συμπτώσεων, συναντήσεις, τρένα που χάνουμε, βιβλία που ανοίγουν σε κάποια σελίδα με σημασία, πόρτες που βρίσκουμε μισάνοιχτες, συζητήσεις που ακούμε τυχαία, βλέμματα που διασταυρώνονται μέσα σε ένα δωμάτιο γεμάτο κόσμο.
Διαμάντια στο χώμα... Κυριολεκτικά στο χώμα: Ο κύριος αυτός, ένα διαμάντι που γράφει ωραία, που σκέφτεται ωραία, που πράττει ωραία, που καλλιεργεί το χώμα ωραία και είναι ευτυχής... 
Έκπληξη για την ανακάλυψη!
Μιλά για τον εαυτό του: 


Ξεράκι στην Καραβούλα
(Τον τιμώ με μία δική του φωτογραφία)

Κάποτε από περιέργεια μεγάλη ο Κράνιος
άρχισε να χτυπάει τους φίλους του δυνατά στο κεφάλι και την πλάτη.
Τόσο δυνατά που μερικοί διαμαρτηρήθηκαν εντόνως.
Ήθελε να διαπιστώσει μήπως ήταν κούφιοι. 

Όλοι τους στα χτυπήματα ήχησαν διαφορετικά.
Κι ανάλογα με το σημείο ακριβώς και τον τρόπο της κρούσης
κι ανάλογα με την υγρασία της ατμόσφαιρας και την ώρα της ημέρας.

Σα ντενεκέδες άδειοι,
σαν τρύπια πλαστικά δοχεία, σα βαγένια στεγνά,
σαν άδεια σπίτια ...
Σαν ξύλα ή τούβλα ή ντουβάρια ή χαλκώματα...
Σα ραγισμένοι, ξεκούρδιστοι , πληγωμένοι...

Και μερικοί πυκνοί κι αρμονικοί και υπέροχοι σαν ωραίες καμπάνες,
λυπημένοι όμως και νοσταλγικοί κι απόμακροι και μόνοι...

Σαν εσπερινοί.




http://www.kalliergo.gr/koinotita-separator/koinotita-kalliergites/1521/profile.html





Δεν νιώθω την ανάγκη να συμπληρώσω τίποτα...

Πέμπτη 7 Απριλίου 2016



Τι είναι φιλία;
Μαζεύω το τραπέζι μετά την επίσκεψη ενός φίλου:
άπλυτα πιάτα
μισοτελειωμένες κουβέντες
κουκούτσια ελιάς
φιλοσοφίες που τις ενδυναμώνει το οινόπνευμα
και η ἀνοιξη
και οι εκατοντάδες μέλισσες
που πετούν ευτυχισμένες πάνω στη μανταρινιά μου
άδειο μπουκάλι τσίπουρο,
χαρτοπετσέτες με λίγα δάκρυα,
κονσέρβα ψάρι με σάλτσα
τυρί με πλαστική γεύση από φτηνό σούπερ μάρκετ
αγάπη που γεμίζει τον χώρο ακόμα και μετά την αποχώρηση,
την αγκαλιά και το φιλί
"Να προσέχεις. Καλό δρόμο".
Τι είναι φιλία;
Είναι το μοίρασμα της σκέψης που δεν το κάνεις με τυχαίους;
Είναι το άδειασμα του ποτηριού;
Είναι αυτό το απλό: "να προσέχεις;"
Το νοιάξιμο αν ο άλλος διάγει τη ζωή του καλά;
Αν πραγματικά είναι καλά παρ' ότι διάγει ευπρεπώς;
Αν λέει ότι είναι καλά κι όμως δεν είναι;
Είναι αυτά που μόνο σε σένα μπορεί να εξομολογηθεί;
Είναι οι προσωπικές αποτυχίες και τα δάκρυα που χύνονται χωρίς λογοκρισία;
Είναι η αγκαλιά;
Η νοερή αγκαλιά και η απόλυτη αποδοχή;
Το μάλωμα όταν κάτι στραβώνει;
Τι είναι φιλία;

Απρίλης ο ανοιξιάτικος


Δευτέρα 4 Απριλίου 2016

-Νίκος Αγγελάκης, «Βαθαίνει η αγκαλιά σαν αγαπιέσαι…»
«Τουρτούριζες μες στη βροχή
είχες σφαλίσει τα γαλάζια μάτια σου
κι άπλωνες το χέρι στη σκοτεινιά
ν’ αναγνωρίσεις το δικό μου
τι ωραία να λες:
“κοιμήσου τώρα δεν θα με ξαναχάσεις, δεν θα σε ξαναχάσω”…
Βαθαίνει η αγκαλιά σαν αγαπιέσαι…
Χωράει πολλούς ζητιάνους
πολλούς που στερήθηκανε τον έρωτα
ή δεν τους φίλησαν ποτέ τους
χαμογελάνε αυτοί που δεν τους χάιδεψε κανένας
ζούνε ανάμεσά μας όλοι ετούτοι
ένα μπουμπούκι σκάει δειλά.
Κοιμήσου…
Ξέσφιξε τα δάχτυλά σου και κοιμήσου..
Εγώ είμ’ εδώ…»



Η αγκαλιά που λείπει
Με λίγα λόγια: 
η αγκαλιά είναι το βάλσαμο
κι αφήστε τις θεωρίες να ίπτανται
μη διαμαρτύρεστε στο κενό
μην υπομένετε
μην υποφέρετε άδικα,
προπαντός 
μη μειδιάτε 
και μην ξεγελιέστε: 
χαρά δεν είναι το χρήμα
για τους κερδοσκόπους
δεν είναι η άνοιξη
για τους οικολόγους
δεν είναι η ζέστη το χειμώνα
για τους φτωχούς
δεν είναι το φαγητό
για τους υπερφάγους
ούτε το πιοτό 
για τους αλκοολικούς
ούτε το πόκερ 
για τους τζογαδόρους
η αγκαλιά είναι αυτή
που τα χωράει όλα
αν είχατε μιαν αγκαλιά
να σας κανακέψει όταν πεινάτε
να σας μωρώσει όταν υποφέρετε
να σας γεμίσει το απελπιστικό άδειο της ύπαρξής σας
μην ξεγελιέστε: 
θα ήσασταν 
άλλοι.
Ε.Κ.




Κυριακή 3 Απριλίου 2016

Η ΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ – ΣΙΝΟΠΟΥΛΟΣ ΤΑΚΗΣ (1964)

Το ποίημα ποτέ δεν είναι παρόν. Είναι 
μονάχα παρελθόν και μέλλον. Ανάμνηση
και προσμονή. Απουσία από τα πράγματα
και προβολή σε μια πραγματικότητα 
που υπήρξε ή θα υπάρξει κάποτε, μέσα
σε μια άξαφνη στιγμή που θα ‘ναι τότε 
όλος ο χρόνος.

Αν ζει, αν υπάρχει ακόμα η ποίηση,
τούτο το χρωστάμε σε ‘κείνη την ασήμαντη,
την ταπεινή ρωγμή που λησμόνησαν οι θεοί
στο σφαλισμένο παράθυρο της σιγουριάς
και της άμυνας των ανθρώπων.

Την ώρα που παλεύω μ’ ένα ποίημα 
κανείς καθρέφτης δεν υπάρχει για να ιδώ
τη μεταμόρφωσή μου.

Η αναζήτηση τής αλήθειας ή του θαύματος
πέρα από την τυπική χρήση των λέξεων,
σε ωθεί  σ’ αποκαλύψεις που ποτέ
δεν υποπτεύθηκες, σχέσεις της μνήμης 
και του χρόνου με το σώμα σου, αναγκαιότητες
των σπλάχνων σου, ξεριζώματα

απ’ την ίδια σου την ύπαρξη τόσο οδυνηρά, 
που τότε μόνο νιώθεις πως οι λέξεις
και τα πράγματα ζούνε μιαν αυθύπαρκτη ζωή
και σε πείσμα της νομιμότητας
αναζητούν μια καθαρότερη έκφρασή τους.


Μιλώντας τόσο πολύ για την πείνα, 
ξεχάσαμε να προστατέψουμε το ψωμί.
Τώρα στο ερμάρι τα ποντίκια χαίρονται 
τρομαχτικές ελευθερίες.

Ελάτε να πετάμε πέτρες,
να περάσουνε τα χρόνια.

Όταν ενύχτωνε, τα ποιήματά του μου θυμίζανε 
δωμάτια φωτισμένα με κεριά, 
όπου οι λέξεις κυκλοφορούσανε σα γέρικες
αφηρημένες υπηρέτριες.

Καμιά φορά μέσα στ’ όνειρο, οι λέξεις
φωτίζονται από ένα παράξενο φως, 
αλλάζουνε ρυθμό και σημασία, ανοίγουν 
σα λουλούδια σκοτεινά, γίνονται πόρτες 
για τον ουρανό και για τον κάτου κόσμο.

Φίλε ποιητή, αν τα ποιήματά μου 
συναντηθούν με τα ποιήματά σου, χαιρετιούνται 
με συγκατάβαση, παράξενες μορφές
που η καθεμιά τους νομίζει πως η άλλη
φοράει ρούχα αταίριαστα με τη φύση της.
 ........................
Πίσω απ’ το ποίημα υπάρχουνε διάδρομοι,
υπάρχουν αξεδιάλυτοι χώροι σιωπής
κι εκεί οι λέξεις είναι μαύρες, σαλεύουν 
πέρα – δώθε, κρατώντας με τα χέρια 
τον κομμένο τους λαιμό.
.......................................

Διάφανο πρωί, γεννημένο από μια νύχτα – καταχνιά.
Ατμόσφαιρα πάμφωτη, αλαφριά, 
ερεθιστική. Ένα δέντρο σφυρίζει,
ένα φύλλο γαληνεύει την καρδιά των πουλιών,
ένας αόριστος άνεμος γεμίζει το δρόμο
με γελαστά πρόσωπα που έρχονται και φεύγουν.
Μέσα στο κορμί σου εξατμίζονται 
μια – μια οι επώδυνες αισθήσεις.
Η μικρή τραγωδία της νύχτας κλείστηκε
κιόλας σ’ ένα σιωπηλό σεντούκι με αναμνηστικά.
Μόλις θυμάσαι κάτι απ’ τον 
ξερό ήχο του ρολογιού και τον πάταγο 
της πόρτας που έκλεισε. Όλα χάνονται
μέσα στη ρυθμική γαλήνη του ήλιου. 

Χώρα φανταστική του πρωιού και τίποτα
από τα φαντάσματα που χτες ονομάζονταν 
γεγονότα.

Πίσω από την καθημερινή κόλαση των λέξεων,
τα ποιήματα ανασαίνουν ζωντανά
και το καθαρό τους νόημα καθρεφτίζει
παντού μια φανταστική ευτυχία που ποτέ
δε θα πυρποληθεί.

Ανάμεσα στην πραγματικότητα και σε ‘μένα
υπάρχει ο μύθος της πραγματικότητας, 
όπου τα πράγματα χαίρονται την παράλογη
πλευρά τής ύπαρξής τους. 

Του φώναξα πως ήτανε γυμνός και μου 
αποκρίθηκε πως φόραγε τη γύμνια απάνω
από τα ρούχα του.

Όταν θα βασιλέψω ανάμεσα τού δέντρου
και τού ποταμιού, το ποίημα θα ‘ναι πράσινο.

Αυτός επάλευε με τα βουνά. Λοιπόν, τον
καταβρόχθισαν οι λάκκοι απ’ έξω από το 
σπίτι του.

Για κάθε ποίημα ισχύει ένας κανόνας. 
Ό,τι κυκλοφορεί σε πρώτη αίσθηση, σαρώνεται
από μιαν άλλη αίσθηση που φέρνει
στην επιφάνεια εκθαμβωτικές αποκαλύψεις.

Κι όλα του τα ποιήματα ήτανε αυτή η 
αυξανόμενη πραγματικότητα του θανάτου
τού σώματος μέσα σε μια φοβερή εμπλοκή 
σχέσεων με το χρόνο, πτώσεων, συμβιβασμών
και θριάμβων.

Φίλε ποιητή, μιλάς μια γλώσσα που γιομίζει
την κάμαρα με χώματα. Λοιπόν, 
θ’ ανοίξω το παράθυρο για να μπουν τα νερά
και τα ψάρια.

Άσπρη πέτρα κάτασπρη, 
την πετάς στον ουρανό,
έτσι έρχεται το βράδυ.

Εκείνη η μέρα ήτανε ένα αθόρυβο κύλισμα
τής αιωνιότητας μέσα στ’ αυλάκια 
του χρόνου. Τα δέντρα γεννούσαν εκατομμύρια 
πουλιά. Κανένα σύννεφο, κανένας θάνατος.
Όλοι ανέβαιναν να γιορτάσουν 
στα βουνά κι οι κλέφτες τού έρωτα λιποθυμούσαν
μες στην έκσταση.


Κάθε φορά που σκέφτομαι, μεταμορφώνομαι
σ’ ένα πουλί που ξέρει μόνο από κελαηδισμούς.

Μονάχος με τη μοναξιά μου και τις λέξεις μου,
αγωνίζομαι να συναρμολογηθώ, 
να ‘βρω ένα πρόσωπο που να ταιριάζει 
με το πρόσωπό μου. Δεν ονειρεύομαι όταν λέω
πως μ’ έκοψαν στα δυο τα σύννεφα και τα φαντάσματα.

Ένα χωράφι κάτασπρο στον ήλιο, ένα 
πουλί σκοτεινό σαν την καρδιά τής μέρας, 
το σπίτι δροσερό, μέσα στην κάμαρη ανασαίνει
ένα καινούργιο δέντρο. Και πόσος ίσκιος, 
πόση ποίηση, όταν κοιμάμαι.

Δοκιμάζοντας ένα ρυθμό καινούργιο σε 
τούτο το ποίημα, αναπήδησα ξάφνου αλαφιασμένος,
σα να μου χτύπησε την πόρτα ο αναμενόμενος.

Οι λέξεις ματωμένες γεννηθήκανε, ταίριαξαν
τρέμοντας, κοιτάζοντας η μια την άλλη.
Τότε τα σύννεφα έφυγαν με μιας απ’ το μυαλό.

Κανείς δεν ξέρει ποια τρομαχτικήν ανάσταση
σχεδιάζουν αυτά τα νέα ποιήματα. 
Το αίμα τους καίει τα δάχτυλα και στάζει 
τώρα στα χώματα. Από τις πέτρες 
βγάζουν το κεφάλι τους ανεξήγητες, 
εκκωφαντικές κραυγές.

Με το ‘να φως με τ’ άλλο φως γινόταν 
πολύ φως, γινότανε σκοτάδι.

Ήθελε να προσθέσει τούτη την εικόνα
και την άλλη εικόνα. Ν’ ανακατέψει κάτι
από τη σκοτεινιά της γης και την αρμύρα
τού έρωτα. Έπειτα συλλογίστηκε πως 
ένα ποίημα ακούγεται καμιά φορά καλύτερα
μες απ’ τα χάσματά του και τις αποσβέσεις του.

Παλιό μου ποίημα, σκοτεινό κι ασάλευτο πιθάρι, 
θησαυρίζοντας σημασίες από το χρόνο, 
περιέχοντας τώρα ένα ήσυχο φως, 
με τη γαλήνη του προστατεύοντας
τ’ όνομά μου απ’ το θάνατο. 
Τη νύχτα τούτη μεταμορφώθηκες άξαφνα
σε δέντρο. Ο έρωτας περνούσε σφυρίζοντας
αλαφρά μέσα από τα φυλλώματά του. 
Κοιμήθηκες μονάχα την αυγή. Και ‘μένα
το μυαλό μου σπάραζε σε μια τρομαχτική 
ωριμότητα.

Χαμηλώνεις το σκούρο κεφάλι σου, 
πλημμυρίζοντας τις παλάμες μου με δάκρυα.
Φτωχές παλάμες, ασυνήθιστες σε τόσο 
καυτερά δώρα. Ο αέρας κρέμεται στο δέντρο 
ασάλευτος κι η νύχτα τού καλοκαιριού 
είναι μια χώρα που δεν κατακτήθηκε ποτέ.

Το μόνο κατοικίδιο ζώο που έχω τώρα, 
είναι ο θάνατος μου. Κι εσύ τον τρέφεις
από ‘μένα όταν πεινάει.

Κάθε καινούργιος έρωτας σού δίνει ένα 
άλλο πρόσωπο, σε φέρνει ν’ αντιμετωπίσεις 
ακόμη μια φορά τη μοναξιά σου. 
Όταν ο έρωτας φύγει, το κενό θυμίζει 
χώρο εγκλήματος.


Μια μέρα ολάκερη δίχως κανένα ποίημα, 
δίχως σταλαματιά μελάνι. Πίσω από τα
φτερά του ο ήλιος πεθαίνει και το αγαθό 
βράδυ ήταν ως αργά γεμάτο δέντρα και νερά.

Ήσυχη συμφιλίωση με τον αέρα και το 
φως, με τα πουλιά και με τα θαύματα.
Ύστερα ο ποιητής, χωνεύοντας τη σκοτεινιά του,
δίνοντας μια πνοή στα ταπεινά, 
στα εξέχοντα τού βίου.

Πάντα τον φανταζόμουν να γράφει τα 
ποιήματα ισοζυγιάζοντας τη γλώσσα τής 
συνείδησης με τη συνείδηση τής γλώσσας του.

Το ποίημα σε λίγο τελειώνει. Όλα ήτανε
καθαρά, με το ρυθμό που ταίριαζε και με 
την τάξη τους. Μονάχα εκεί, σε μια στροφή,
σαν κάτι ανέκφραστο σκοτείνιαζε κι 
αντιστεκότανε περήφανο στο κατώφλι 
των λέξεων. Τότε κατάλαβα πως μονάχα με 
τέτοιες ανταρσίες ένα ποίημα υπάρχει, 
στέκεται στα πόδια του. 

Ήτανε ένα ποίημα. Κι ήτανε γιομάτο 
τρύπες. Έτσι, έβλεπες τον ποιητή να τρώει
και να ερωτεύεται, να βγάζει τα παπούτσια του
και να κοιμάται.

Έγραφε όλη τη νύχτα. Οι στίχοι πηδούσαν 
από τα χειρόγραφά του σαν πουλιά
κι οι δολοφονημένοι ποιητές ούρλιαζαν 
μέσα του πεινώντας και γυρεύοντας μερίδιο
από τα θαύματα.

Τώρα κοιμόταν. Μα πίσω από τον ύπνο του 
έμενε ακόμα ξάγρυπνος, συνέχιζε το ποίημα.
Κι οι λέξεις του, απειθάρχητες, 
κατέγραφαν τα πράγματα μ’ έναν 
καινούργιο τρόπο που τον γεμίζει αγαλλίαση,
σα να εκδικιόταν έτσι έναν αόρατο, 
τρομαχτικό δυνάστη.

Ένας επαναστάτης ποιητής, χωμένος 
μέσα στην ασφάλεια τής γλώσσας, μέσα
στη σιγουριά τής λεκτικής κοινοκτημοσύνης,
με κάποια εποπτική στάση τού πνεύματος,
με κάποια υπεροψία, ωστόσο 
χωμένος αναπαυτικά σε τούτη τη ζεστή 
φωλιά, δίχως κανένα πειρασμό, δίχως κανένα
κίνδυνο, καμιά επανάσταση, 
καμιά θυσία.

Είπε, θα σας διαβάσω αυτό το ποίημα.
Και βάζοντας το χέρι για να πάρει το 
χειρόγραφο, τράβηξε απ’ το συρτάρι του
με κόπο το ήσυχο κεφάλι ενός νεκρού.

 http://kapoumakria.blogspot.nl/2012/11/1964.html

Ά - λογο
Κάπου μακριά 
κοιμάται
ανάμεσα στα φύλλα που έχουν πέσει
σαπίζει
δαγκώνοντας ένα βρεγμένο κομμάτι χώμα
που κρύβει το μικρό νόμισμα που ένας πιτσιρίκος έχασε
την πρώτη μέρα που μάθαινε ποδήλατο
περνούν από πάνω του μαμάδες με καρότσια και μωρά που κλαίνε
σκύλοι κατουράνε στα βλέφαρά του
τους καταριέται
οι έφηβοι μαθαίνουν ποδόσφαιρο
πάνω στο σηκώτι του
απελπιστική κατάσταση
τουλάχιστον δεν πεινάει
όσο σήπεται 
τουλάχιστον δεν κλαίει όπως την πρώτη μέρα
που αποφάσισε να θαφτεί μόνος του
ξέρεις πώς είναι: 
απαρνιέσαι οικειοθελώς 
εκείνα που εξακολουθούν να συμβαίνουν 
μετά από σένα. 
Ε.Κ.

Τόσα παραμύθια κοιτάζοντας φάτσα το Dom Tower? Κι αυτός ο Σινόπουλος!