Πέμπτη 7 Απριλίου 2016



Τι είναι φιλία;
Μαζεύω το τραπέζι μετά την επίσκεψη ενός φίλου:
άπλυτα πιάτα
μισοτελειωμένες κουβέντες
κουκούτσια ελιάς
φιλοσοφίες που τις ενδυναμώνει το οινόπνευμα
και η ἀνοιξη
και οι εκατοντάδες μέλισσες
που πετούν ευτυχισμένες πάνω στη μανταρινιά μου
άδειο μπουκάλι τσίπουρο,
χαρτοπετσέτες με λίγα δάκρυα,
κονσέρβα ψάρι με σάλτσα
τυρί με πλαστική γεύση από φτηνό σούπερ μάρκετ
αγάπη που γεμίζει τον χώρο ακόμα και μετά την αποχώρηση,
την αγκαλιά και το φιλί
"Να προσέχεις. Καλό δρόμο".
Τι είναι φιλία;
Είναι το μοίρασμα της σκέψης που δεν το κάνεις με τυχαίους;
Είναι το άδειασμα του ποτηριού;
Είναι αυτό το απλό: "να προσέχεις;"
Το νοιάξιμο αν ο άλλος διάγει τη ζωή του καλά;
Αν πραγματικά είναι καλά παρ' ότι διάγει ευπρεπώς;
Αν λέει ότι είναι καλά κι όμως δεν είναι;
Είναι αυτά που μόνο σε σένα μπορεί να εξομολογηθεί;
Είναι οι προσωπικές αποτυχίες και τα δάκρυα που χύνονται χωρίς λογοκρισία;
Είναι η αγκαλιά;
Η νοερή αγκαλιά και η απόλυτη αποδοχή;
Το μάλωμα όταν κάτι στραβώνει;
Τι είναι φιλία;

Απρίλης ο ανοιξιάτικος


Δευτέρα 4 Απριλίου 2016

-Νίκος Αγγελάκης, «Βαθαίνει η αγκαλιά σαν αγαπιέσαι…»
«Τουρτούριζες μες στη βροχή
είχες σφαλίσει τα γαλάζια μάτια σου
κι άπλωνες το χέρι στη σκοτεινιά
ν’ αναγνωρίσεις το δικό μου
τι ωραία να λες:
“κοιμήσου τώρα δεν θα με ξαναχάσεις, δεν θα σε ξαναχάσω”…
Βαθαίνει η αγκαλιά σαν αγαπιέσαι…
Χωράει πολλούς ζητιάνους
πολλούς που στερήθηκανε τον έρωτα
ή δεν τους φίλησαν ποτέ τους
χαμογελάνε αυτοί που δεν τους χάιδεψε κανένας
ζούνε ανάμεσά μας όλοι ετούτοι
ένα μπουμπούκι σκάει δειλά.
Κοιμήσου…
Ξέσφιξε τα δάχτυλά σου και κοιμήσου..
Εγώ είμ’ εδώ…»



Η αγκαλιά που λείπει
Με λίγα λόγια: 
η αγκαλιά είναι το βάλσαμο
κι αφήστε τις θεωρίες να ίπτανται
μη διαμαρτύρεστε στο κενό
μην υπομένετε
μην υποφέρετε άδικα,
προπαντός 
μη μειδιάτε 
και μην ξεγελιέστε: 
χαρά δεν είναι το χρήμα
για τους κερδοσκόπους
δεν είναι η άνοιξη
για τους οικολόγους
δεν είναι η ζέστη το χειμώνα
για τους φτωχούς
δεν είναι το φαγητό
για τους υπερφάγους
ούτε το πιοτό 
για τους αλκοολικούς
ούτε το πόκερ 
για τους τζογαδόρους
η αγκαλιά είναι αυτή
που τα χωράει όλα
αν είχατε μιαν αγκαλιά
να σας κανακέψει όταν πεινάτε
να σας μωρώσει όταν υποφέρετε
να σας γεμίσει το απελπιστικό άδειο της ύπαρξής σας
μην ξεγελιέστε: 
θα ήσασταν 
άλλοι.
Ε.Κ.




Κυριακή 3 Απριλίου 2016

Η ΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ – ΣΙΝΟΠΟΥΛΟΣ ΤΑΚΗΣ (1964)

Το ποίημα ποτέ δεν είναι παρόν. Είναι 
μονάχα παρελθόν και μέλλον. Ανάμνηση
και προσμονή. Απουσία από τα πράγματα
και προβολή σε μια πραγματικότητα 
που υπήρξε ή θα υπάρξει κάποτε, μέσα
σε μια άξαφνη στιγμή που θα ‘ναι τότε 
όλος ο χρόνος.

Αν ζει, αν υπάρχει ακόμα η ποίηση,
τούτο το χρωστάμε σε ‘κείνη την ασήμαντη,
την ταπεινή ρωγμή που λησμόνησαν οι θεοί
στο σφαλισμένο παράθυρο της σιγουριάς
και της άμυνας των ανθρώπων.

Την ώρα που παλεύω μ’ ένα ποίημα 
κανείς καθρέφτης δεν υπάρχει για να ιδώ
τη μεταμόρφωσή μου.

Η αναζήτηση τής αλήθειας ή του θαύματος
πέρα από την τυπική χρήση των λέξεων,
σε ωθεί  σ’ αποκαλύψεις που ποτέ
δεν υποπτεύθηκες, σχέσεις της μνήμης 
και του χρόνου με το σώμα σου, αναγκαιότητες
των σπλάχνων σου, ξεριζώματα

απ’ την ίδια σου την ύπαρξη τόσο οδυνηρά, 
που τότε μόνο νιώθεις πως οι λέξεις
και τα πράγματα ζούνε μιαν αυθύπαρκτη ζωή
και σε πείσμα της νομιμότητας
αναζητούν μια καθαρότερη έκφρασή τους.


Μιλώντας τόσο πολύ για την πείνα, 
ξεχάσαμε να προστατέψουμε το ψωμί.
Τώρα στο ερμάρι τα ποντίκια χαίρονται 
τρομαχτικές ελευθερίες.

Ελάτε να πετάμε πέτρες,
να περάσουνε τα χρόνια.

Όταν ενύχτωνε, τα ποιήματά του μου θυμίζανε 
δωμάτια φωτισμένα με κεριά, 
όπου οι λέξεις κυκλοφορούσανε σα γέρικες
αφηρημένες υπηρέτριες.

Καμιά φορά μέσα στ’ όνειρο, οι λέξεις
φωτίζονται από ένα παράξενο φως, 
αλλάζουνε ρυθμό και σημασία, ανοίγουν 
σα λουλούδια σκοτεινά, γίνονται πόρτες 
για τον ουρανό και για τον κάτου κόσμο.

Φίλε ποιητή, αν τα ποιήματά μου 
συναντηθούν με τα ποιήματά σου, χαιρετιούνται 
με συγκατάβαση, παράξενες μορφές
που η καθεμιά τους νομίζει πως η άλλη
φοράει ρούχα αταίριαστα με τη φύση της.
 ........................
Πίσω απ’ το ποίημα υπάρχουνε διάδρομοι,
υπάρχουν αξεδιάλυτοι χώροι σιωπής
κι εκεί οι λέξεις είναι μαύρες, σαλεύουν 
πέρα – δώθε, κρατώντας με τα χέρια 
τον κομμένο τους λαιμό.
.......................................

Διάφανο πρωί, γεννημένο από μια νύχτα – καταχνιά.
Ατμόσφαιρα πάμφωτη, αλαφριά, 
ερεθιστική. Ένα δέντρο σφυρίζει,
ένα φύλλο γαληνεύει την καρδιά των πουλιών,
ένας αόριστος άνεμος γεμίζει το δρόμο
με γελαστά πρόσωπα που έρχονται και φεύγουν.
Μέσα στο κορμί σου εξατμίζονται 
μια – μια οι επώδυνες αισθήσεις.
Η μικρή τραγωδία της νύχτας κλείστηκε
κιόλας σ’ ένα σιωπηλό σεντούκι με αναμνηστικά.
Μόλις θυμάσαι κάτι απ’ τον 
ξερό ήχο του ρολογιού και τον πάταγο 
της πόρτας που έκλεισε. Όλα χάνονται
μέσα στη ρυθμική γαλήνη του ήλιου. 

Χώρα φανταστική του πρωιού και τίποτα
από τα φαντάσματα που χτες ονομάζονταν 
γεγονότα.

Πίσω από την καθημερινή κόλαση των λέξεων,
τα ποιήματα ανασαίνουν ζωντανά
και το καθαρό τους νόημα καθρεφτίζει
παντού μια φανταστική ευτυχία που ποτέ
δε θα πυρποληθεί.

Ανάμεσα στην πραγματικότητα και σε ‘μένα
υπάρχει ο μύθος της πραγματικότητας, 
όπου τα πράγματα χαίρονται την παράλογη
πλευρά τής ύπαρξής τους. 

Του φώναξα πως ήτανε γυμνός και μου 
αποκρίθηκε πως φόραγε τη γύμνια απάνω
από τα ρούχα του.

Όταν θα βασιλέψω ανάμεσα τού δέντρου
και τού ποταμιού, το ποίημα θα ‘ναι πράσινο.

Αυτός επάλευε με τα βουνά. Λοιπόν, τον
καταβρόχθισαν οι λάκκοι απ’ έξω από το 
σπίτι του.

Για κάθε ποίημα ισχύει ένας κανόνας. 
Ό,τι κυκλοφορεί σε πρώτη αίσθηση, σαρώνεται
από μιαν άλλη αίσθηση που φέρνει
στην επιφάνεια εκθαμβωτικές αποκαλύψεις.

Κι όλα του τα ποιήματα ήτανε αυτή η 
αυξανόμενη πραγματικότητα του θανάτου
τού σώματος μέσα σε μια φοβερή εμπλοκή 
σχέσεων με το χρόνο, πτώσεων, συμβιβασμών
και θριάμβων.

Φίλε ποιητή, μιλάς μια γλώσσα που γιομίζει
την κάμαρα με χώματα. Λοιπόν, 
θ’ ανοίξω το παράθυρο για να μπουν τα νερά
και τα ψάρια.

Άσπρη πέτρα κάτασπρη, 
την πετάς στον ουρανό,
έτσι έρχεται το βράδυ.

Εκείνη η μέρα ήτανε ένα αθόρυβο κύλισμα
τής αιωνιότητας μέσα στ’ αυλάκια 
του χρόνου. Τα δέντρα γεννούσαν εκατομμύρια 
πουλιά. Κανένα σύννεφο, κανένας θάνατος.
Όλοι ανέβαιναν να γιορτάσουν 
στα βουνά κι οι κλέφτες τού έρωτα λιποθυμούσαν
μες στην έκσταση.


Κάθε φορά που σκέφτομαι, μεταμορφώνομαι
σ’ ένα πουλί που ξέρει μόνο από κελαηδισμούς.

Μονάχος με τη μοναξιά μου και τις λέξεις μου,
αγωνίζομαι να συναρμολογηθώ, 
να ‘βρω ένα πρόσωπο που να ταιριάζει 
με το πρόσωπό μου. Δεν ονειρεύομαι όταν λέω
πως μ’ έκοψαν στα δυο τα σύννεφα και τα φαντάσματα.

Ένα χωράφι κάτασπρο στον ήλιο, ένα 
πουλί σκοτεινό σαν την καρδιά τής μέρας, 
το σπίτι δροσερό, μέσα στην κάμαρη ανασαίνει
ένα καινούργιο δέντρο. Και πόσος ίσκιος, 
πόση ποίηση, όταν κοιμάμαι.

Δοκιμάζοντας ένα ρυθμό καινούργιο σε 
τούτο το ποίημα, αναπήδησα ξάφνου αλαφιασμένος,
σα να μου χτύπησε την πόρτα ο αναμενόμενος.

Οι λέξεις ματωμένες γεννηθήκανε, ταίριαξαν
τρέμοντας, κοιτάζοντας η μια την άλλη.
Τότε τα σύννεφα έφυγαν με μιας απ’ το μυαλό.

Κανείς δεν ξέρει ποια τρομαχτικήν ανάσταση
σχεδιάζουν αυτά τα νέα ποιήματα. 
Το αίμα τους καίει τα δάχτυλα και στάζει 
τώρα στα χώματα. Από τις πέτρες 
βγάζουν το κεφάλι τους ανεξήγητες, 
εκκωφαντικές κραυγές.

Με το ‘να φως με τ’ άλλο φως γινόταν 
πολύ φως, γινότανε σκοτάδι.

Ήθελε να προσθέσει τούτη την εικόνα
και την άλλη εικόνα. Ν’ ανακατέψει κάτι
από τη σκοτεινιά της γης και την αρμύρα
τού έρωτα. Έπειτα συλλογίστηκε πως 
ένα ποίημα ακούγεται καμιά φορά καλύτερα
μες απ’ τα χάσματά του και τις αποσβέσεις του.

Παλιό μου ποίημα, σκοτεινό κι ασάλευτο πιθάρι, 
θησαυρίζοντας σημασίες από το χρόνο, 
περιέχοντας τώρα ένα ήσυχο φως, 
με τη γαλήνη του προστατεύοντας
τ’ όνομά μου απ’ το θάνατο. 
Τη νύχτα τούτη μεταμορφώθηκες άξαφνα
σε δέντρο. Ο έρωτας περνούσε σφυρίζοντας
αλαφρά μέσα από τα φυλλώματά του. 
Κοιμήθηκες μονάχα την αυγή. Και ‘μένα
το μυαλό μου σπάραζε σε μια τρομαχτική 
ωριμότητα.

Χαμηλώνεις το σκούρο κεφάλι σου, 
πλημμυρίζοντας τις παλάμες μου με δάκρυα.
Φτωχές παλάμες, ασυνήθιστες σε τόσο 
καυτερά δώρα. Ο αέρας κρέμεται στο δέντρο 
ασάλευτος κι η νύχτα τού καλοκαιριού 
είναι μια χώρα που δεν κατακτήθηκε ποτέ.

Το μόνο κατοικίδιο ζώο που έχω τώρα, 
είναι ο θάνατος μου. Κι εσύ τον τρέφεις
από ‘μένα όταν πεινάει.

Κάθε καινούργιος έρωτας σού δίνει ένα 
άλλο πρόσωπο, σε φέρνει ν’ αντιμετωπίσεις 
ακόμη μια φορά τη μοναξιά σου. 
Όταν ο έρωτας φύγει, το κενό θυμίζει 
χώρο εγκλήματος.


Μια μέρα ολάκερη δίχως κανένα ποίημα, 
δίχως σταλαματιά μελάνι. Πίσω από τα
φτερά του ο ήλιος πεθαίνει και το αγαθό 
βράδυ ήταν ως αργά γεμάτο δέντρα και νερά.

Ήσυχη συμφιλίωση με τον αέρα και το 
φως, με τα πουλιά και με τα θαύματα.
Ύστερα ο ποιητής, χωνεύοντας τη σκοτεινιά του,
δίνοντας μια πνοή στα ταπεινά, 
στα εξέχοντα τού βίου.

Πάντα τον φανταζόμουν να γράφει τα 
ποιήματα ισοζυγιάζοντας τη γλώσσα τής 
συνείδησης με τη συνείδηση τής γλώσσας του.

Το ποίημα σε λίγο τελειώνει. Όλα ήτανε
καθαρά, με το ρυθμό που ταίριαζε και με 
την τάξη τους. Μονάχα εκεί, σε μια στροφή,
σαν κάτι ανέκφραστο σκοτείνιαζε κι 
αντιστεκότανε περήφανο στο κατώφλι 
των λέξεων. Τότε κατάλαβα πως μονάχα με 
τέτοιες ανταρσίες ένα ποίημα υπάρχει, 
στέκεται στα πόδια του. 

Ήτανε ένα ποίημα. Κι ήτανε γιομάτο 
τρύπες. Έτσι, έβλεπες τον ποιητή να τρώει
και να ερωτεύεται, να βγάζει τα παπούτσια του
και να κοιμάται.

Έγραφε όλη τη νύχτα. Οι στίχοι πηδούσαν 
από τα χειρόγραφά του σαν πουλιά
κι οι δολοφονημένοι ποιητές ούρλιαζαν 
μέσα του πεινώντας και γυρεύοντας μερίδιο
από τα θαύματα.

Τώρα κοιμόταν. Μα πίσω από τον ύπνο του 
έμενε ακόμα ξάγρυπνος, συνέχιζε το ποίημα.
Κι οι λέξεις του, απειθάρχητες, 
κατέγραφαν τα πράγματα μ’ έναν 
καινούργιο τρόπο που τον γεμίζει αγαλλίαση,
σα να εκδικιόταν έτσι έναν αόρατο, 
τρομαχτικό δυνάστη.

Ένας επαναστάτης ποιητής, χωμένος 
μέσα στην ασφάλεια τής γλώσσας, μέσα
στη σιγουριά τής λεκτικής κοινοκτημοσύνης,
με κάποια εποπτική στάση τού πνεύματος,
με κάποια υπεροψία, ωστόσο 
χωμένος αναπαυτικά σε τούτη τη ζεστή 
φωλιά, δίχως κανένα πειρασμό, δίχως κανένα
κίνδυνο, καμιά επανάσταση, 
καμιά θυσία.

Είπε, θα σας διαβάσω αυτό το ποίημα.
Και βάζοντας το χέρι για να πάρει το 
χειρόγραφο, τράβηξε απ’ το συρτάρι του
με κόπο το ήσυχο κεφάλι ενός νεκρού.

 http://kapoumakria.blogspot.nl/2012/11/1964.html

Ά - λογο
Κάπου μακριά 
κοιμάται
ανάμεσα στα φύλλα που έχουν πέσει
σαπίζει
δαγκώνοντας ένα βρεγμένο κομμάτι χώμα
που κρύβει το μικρό νόμισμα που ένας πιτσιρίκος έχασε
την πρώτη μέρα που μάθαινε ποδήλατο
περνούν από πάνω του μαμάδες με καρότσια και μωρά που κλαίνε
σκύλοι κατουράνε στα βλέφαρά του
τους καταριέται
οι έφηβοι μαθαίνουν ποδόσφαιρο
πάνω στο σηκώτι του
απελπιστική κατάσταση
τουλάχιστον δεν πεινάει
όσο σήπεται 
τουλάχιστον δεν κλαίει όπως την πρώτη μέρα
που αποφάσισε να θαφτεί μόνος του
ξέρεις πώς είναι: 
απαρνιέσαι οικειοθελώς 
εκείνα που εξακολουθούν να συμβαίνουν 
μετά από σένα. 
Ε.Κ.

Τόσα παραμύθια κοιτάζοντας φάτσα το Dom Tower? Κι αυτός ο Σινόπουλος!





Πέμπτη 31 Μαρτίου 2016




Η σκήτη μου είναι εδώ και φτάνει...




ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ ΚΑΙ Η ΔΥΣΚΟΛΙΑ ΤΟΥ

http://liantinis-o-daskalos-mas.blogspot.gr/2010/02/blog-post_937.html
(Το κείμενο έχει παρθεί αυτούσιο από το blog)

"Ο τίτλος της ανάρτησης είναι "κλεμμένος" από τα ΕΛΛΗΝΙΚΑ του Δημήτρη Λιαντίνη. Εκεί θα τον βρείτε, ως τίτλο κεφαλαίου. Σελίδα 45. 
Δεύτερος όρος είναι η τακτική αναστροφή. Οφείλουμε όχι μόνο να διαβάζουμε τα κείμενα, αλλά να τα διαβάζουμε και σωστά. Δεν κατανοείται ένα λογοτέχνημα ποιότητας με μία μόνο ανάγνωση. Και αν κατανοείται δεν βιώνεται. Δεν αποκαλύπτεται, δηλαδή, η δύναμη και η φεγγοβολή του. Ο ευεργετικός λόγος που κρύβει, και που φυλάει του αναγνώστη.
Από αυτό το γνώρισμα της ποίησης πηγάζει η ανάγκη που μας σπρώχνει στα κείμενα αξίας.
Ύστερα ο τρόπος για να πλησιάσουμε την ποίηση δεν είναι λογοκρατικός. Εάν ειπώ, διαβάζω κάτι για να το εννοήσω, για να το εξηγήσω λογικά, για να του κάνω ανάλυση, ή για να βρω τα ωφέλιμα και τα ευάρεστα στοιχεία του δια μιας, έχω ειπεί κουβέντα ανθρώπου μισοπάλαβου.
Το ποίημα είτε μας μιλάει, είτε δε μας μιλάει, λέει ο Σεφέρης. Μπορεί να το διαβάσεις είκοσι φορές μέσα σε είκοσι μήνες ή σε πέντε χρόνια, και να μην σου ειπεί τίποτα. Και ξαφνικά εκεί που περπατάς στο ακροθαλάσσι για να πάρεις τον αέρα σου, ένας στίχος του χτυπάει ανεπάντεχα την ύπαρξή σου, όπως το ατλάζι του πελάγου σου χτυπάει τα μάτια, και σε φωτίζει ολόκληρο. Την ίδια ακριβώς στιγμή που φωτίζεται και το ποίημα μέσα σου.
Τότε σε πλημμυρίζει η κατάφαση. Αυτό που διαφορετικά το λέμε αισθητική συγκίνηση. Πίσω από το ποίημα νιώθεις την εμορφιά και τη μαγεία. Όπως ακριβώς πίσω από το πέσιμο του μήλου ο Νεύτων ένιωσε τη γήινη έλξη, και από την έκσταση που δοκίμασε υψώθηκε απότομα στην ουράνια μηχανική.
Ο Ελύτης στα νιάτα του έδωκε ένα σουρρεαλιστικό ορισμό στην ποίηση. Η ποίηση, είπε, είναι συνουσία επ' άπειρον. Εάν αυτός ο ορισμός για το γνήσιο ποιητή έχει ισχύ καταλυτικά ακατάλυτη, ο ευαίσθητος αναγνώστης συμμετέχει σ' αυτή τη σφαγή από δεύτερο χέρι. Όσο, να ειπούμε, συμμετείχε ο Πολύδωρος και η Νένα στη φλόγα του Ερωτόκριτου και της Αρετής.
Το συμπέρασμα, με μια πρόταση, είναι πως για να αποκτήσεις οργανικό δεσμό με τη λογοτεχνία μας χρειάζεται συνεχής αναστροφή, που δε γίνεται υπό τύπον αγγαρείας, αλλά πάντα σαν αναψυχή και χαρούμενος κόπος."



Την Τυνδαρίδα Ελένη
την είδα την ευώλενη,
από τη Σπάρτη στο Μυστρά
και στου καιρού τα σείστρα.


Κι ηύρα τον κόσμο σκήτη
και μ' ηύρε ο κόσμος ποιητή

Δημήτρης Λιαντίνης



Η σκήτη μου είναι εδώ και φτάνει...

Σαν Οδυσσέας που περιπλανήθηκε
στην ατσάλινη Βαβέλ των ανθρώπων
επέστρεψα
έχτισα με τα χέρια τη σκήτη μου
με πέτρα και χώμα
κι ιδρώτα αντίς για νερό
και μερικές φορές δάκρυα
τους βεδουίνους που περνούσαν
και μ' έβλεπαν να κλαίω
κερνούσα μονάχα το δροσερό νερό της κουβέντας μου
δεν είχα άλλο
στη σκήτη μου οι προσευχές πεθαίνουν
κι οι πόθοι ξεραίνονται
μένει μονάχα το προνόμιο πως μέσα από αιώνες σκλαβιάς
διάλεξα τη δική μου πατρίδα
η σκήτη μου είναι εδώ όπου υπάρχει η ευλογία των ονείρων
και λέξεις που συμπλέκονται τρυφερά σε  ύμνους μελλοντικούς
η σκήτη μου είναι εδώ
εδώ
εδώ και φτάνει...
Ε.Κ.















Τετάρτη 30 Μαρτίου 2016




Τόσα άστρα και γώ να λιμοκτονώ
χρωματίζω πουλιά, χάρτινα πουλιά
και περιμένω να κελαηδήσουν,
και περιμένω να κελαηδήσουν…
γιατί χειμώνιασε.
 
Τόσα άστρα και εγώ να λιμοκτονώ
κάνε λοιπόν κύριε
να ‘χει κανείς ένα φίλο
δος του ένα σκυλί
ή ένα φανάρι του δρόμου
γιατί χειμώνιασε.


Καλότυχο που
δεν βλέπει  πόσο μαύρο
το περιβάλλει.



 
Κοτσύφι 2
Βρέξει χιονίσει
Φοράει το μαύρο του.
Κανένα πένθος.
 
Θεμέλιο χρώμα
Πληγωμένο κοτσύφι
από  κλαρί σε κλαρί.
Καθώς το αίμα του
στάζει στο χιόνι,
πληθαίνει το μαύρο.

 
Το πληγωμένο πουλί
 
Pouli_pligomenoΟύτε πού θυμάμαι πότε και πώς
κράτησα στη χούφτα μου ένα πληγωμένο πουλί
πού είχε αφεθεί στο έλεός μου
και με κοίταζε επίμονα σαν κάπου να μ' είχε ξαναδεί,
και με κοίταζε περίλυπα
χωρίς μια τόση δα κίνηση φτερούγας,
χωρίς μια τόση δα κίνηση ποδιού.
Ούτε που θυμάμαι.
Μπορεί, μάλιστα, ποτέ να μην έγινε αυτό
κι όμως το βλέμμα του μ' ακολουθεί χρόνια τώρα,
μπορεί να μην έγινε
κι όμως το νιώθω χρόνια τώρα στη χούφτα μου
να μη χάνει ευκαιρία να με κοιτάξει
να καραδοκεί μόλις ανοίξω τη χούφτα
να με κοιτάξει.






Απόστολος Λυκεσάς

Στυμφαλίδες όρνιθες
Λάθος. Λάθος. Λάθος.
Λάθος και πάλι λάθος.
Δεν είναι αυτός
που μας εξόντωσε.
Εσείς αποξηράνατε τα παραμύθια σας.

Χελιδόνια
Αμετανόητοι εμείς.
Θα περάσουμε και φέτος απέναντι
όπου μοσχοβολούν φούλια αράπικα
κι ας αστράφτουν απειλητικά γιορντάνια
από μασέλες ανθρωποφάγων.

http://www.drakotrypa.gr
Τα αποδημητικά 
Διάολε! Τα χελιδόνια! 
πάνε έρχονται 
πάνε έρχονται
πιάνουν έναν τόπο στο μπαλκόνι
κουτσουλάνε τα πλακάκια μου
με ζαλίζουν με τα τσιρίγματά τους
μου προκαλούνε πυρετούς αγάπης
κι ύστερα απέχθεια
για την γλιστερή σιωπή που απλώνεται με το φευγιό τους
και του χρόνου ξανακάνουν το ίδιο
άι σιχτίρ!
Ε.Κ.