Σάββατο 20 Φεβρουαρίου 2016


Η ειρήνη της Δημιουργίας

Ο αέρας, ο ήλιος, η γης, το νερό, υφαίνονται
υφαίνουν τα κλώνια των δέντρων
δίχως ν'ακούγονται.

Το όνειρο, η λύπη, το φως, η ζωή, υφαίνονται
υφαίνουν την ποίηση μέσα μου
δίχως ν'ακούγονται.

Και μάλιστα νιώθω κάτι πρόωρο
σήμερα. Φέτος θ'ανθίσω 
πριν απ'τα δέντρα.

Νικηφόρος Βρεττάκος


Στον Κόσμο άδει ένα πουλί
Τούτο το λίγωμα που μου φέρνουν τα λόγια των ποιητών...
Τα λόγια τους μεγαλώνουν σαν άνθη στο στήθος μου
Τίποτα δεν φοβάμαι πια
Λαλάδισα στην κορυφή του Κόσμου 
Θα το τελειώσω το τραγούδι. 
Ε.Κ.

Του Τραγουδιού το Μέλι


Πέμπτη 18 Φεβρουαρίου 2016















Προσευχή

Σε παρακαλώ, Θεέ μου, μάθε μου να γράφω σαν κι αυτούς!




Ο Φλεβάρης κι αν φλεβίσει, 
καλοκαίρι θα μυρίσει!





Η ξεχασμένη εντολή
γεύομαι, γεύση, γητειά

Γεύομαι
Το ψωμί από τα χέρια της μάνας
Το τραγούδι των φύλλων της κορομηλιάς
Το χαμόγελο του γείτονα που φοράει σαγιονάρες
Το δάκρυ της βροχής στην άκρη της ομπρέλας
Το γαλάζιο στη μύτη του πινέλου
Βαφτισμένο την απεραντοσύνη της Θάλασσας
Χρώμα της πρώιμης νύχτας
Πέπλο Αιωνιότητας
Μάτι του Ουρανού
Γεύομαι
Θα πει ορίζω τη γητειά του Κόσμου.
Ε. Κ.
Δεκαοχτώ Φλεβάρη
Λιακάδα




Τρίτη 16 Φεβρουαρίου 2016

Χάρηκε σήμερα.
Η μέρα πρίμα, κι έφτιαξε ρίμα.


               Τούτα τα δέντρα που σκορπούν τη μοσχομυρωδιά τους
ξεδιάντροπα, μελίχλωρα, ομορφοσκαλισμένα,
                  που σπλαχνικά με προσκαλούν με τα χλωρόφλουδά τους
ν' απονεκρώσω τον καημό, να μελιτοξυπνήσω,
  να μη σταλιάζω δάκρυα που τρέχουνε για σένα,
      να μην πονώ, να μη θρηνώ, και τ' αλμυροποτίσω. 
Ε.Κ. 

Δευτέρα 15 Φεβρουαρίου 2016

Οι πλάνητες πλανήτες φταίνε, που δεν έχω όρεξη για δουλειά. Αυτό είναι το μόνο σίγουρο. 

Τι λείπει 

Τούτο το μήνα ζωγράφισα έναν άγγελο. 
Ζωγράφισα τα μήκη και τα πλάτη των φτερών του
Τη μπακιρένια λάμψη που άφηνε η σκιά του στο πινέλο μου
Στα πόδια του ζωγράφισα κλαδιά και ξεραμένα χόρτα 
Πολλή γη
Αυτή νόμισα πως του έλειπε περισσότερο.
Ε. Κ. 

Τι λείπει από τούτον το Φλεβάρη



Παρασκευή 12 Φεβρουαρίου 2016

Υλικό 




Δεύτερο Γράμμα στη Μητέρα 
...Τους είδαν, λέει, να οδοιπορούν σαν μυρμήγκια,
σκυφτοί σα μυρμήγκια,
ο ένας πίσω από τον άλλο σα μυρμήγκια,
σαν κάτι περίεργες κάμπιες τοῦ δάσους
που ξεκίνησαν αμετάκλητα,
που κατευθύνονται αμετάκλητα
στο νερό και στο θάνατο.
Δεν είχαν λύπη, λέει,
δεν είχαν χαρά, λέει,
δεν είχαν έκφραση,
δε μιλούσαν
– κι αυτό είναι πιο επικίνδυνο –
δεν κραύγαζαν
– κι αυτό είναι πιο επικίνδυνο –
δεν κρατούσαν σημαίες και συνθήματα
– κι αυτό είναι πιο επικίνδυνο –
δεν επεξηγούσαν
– κι αυτό είναι πιο επικίνδυνο.
Είχαν μονάχα την πορεία,
είχαν αντί συνθημάτων και κραυγών την πορεία,
είχαν αντί τῆς χαράς και τῆς λύπης την πορεία,
απλώς πορευόντουσαν.   

Κώστας Μόντης
                                                            

 




                              ΑΠΟΣΥΡΣΗ

                       Παράγγειλε στη μάνα του
                        λυτό να τον γεννήσει.

                           Να ψαλιδίσει τις φασκιές

                           και να ντυθούν τ'αδέλφια του.
                           

                           Αυτός δεν έχει ανάγκη.

                           Η θάλασσα τον ξέβρασε.

                           Ένα κωφό κοχύλι.

                          Αντώνης Μπουντούρης




 Οι Λυπημένοι

Λυπάμαι τους λυπημένους ανθρώπους
Αυτούς που ξυπνάνε το πρωί
Ξένα παιδιά σε ξένο κόσμο
Κανέναν να κουβεντιάσουν για ν' αλαφρύνουν οι καρδιές τους
Κανέναν να τραβήξει το σάβανο της προαιώνιας λύπης τους
Πίνουν νερό από φαρμακωμένα πηγάδια
Αυτοεξόριστοι από πείσμα
Αχαριστία και θλίψη. 
Λυπάμαι τους λυπημένους ανθρώπους

Με τα εντόσθια του χρόνου 
Στολίζουν τον τάφο τους.

Ε.Κ.