Κλειδωμένη στο γραφείο. Κλειδωμένη γενικά. Δεν μιλώ σε κανένα, ούτε στη Νίκη πια δε λέω τους καημούς μου. Και τι να πω; Τα ίδια και τα ίδια κουράζουνε κι εμένα, όχι μόνο τους άλλους. Περνώ το προσωπικό πένθος μου ερημικά εδώ στην ερημία του τόπου. Με ποιον μιλώ; Και ποιος οφείλει να με ακούσει;
Τα χαρτιά μου μόνο, η οθόνη μου μόνο. Καμιά φορά κλαίω, καμιά φορά μένω ακίνητη, καμιά φορά σκέφτομαι πως οι ρίζες μου έχουν χαθεί και πως πλέον εγώ έχω γίνει μια ρίζα που θα χαθεί κάποτε.
Βράχος που τον θρίβει η βροχή, ο αέρας, ο ήλιος. Για ποιον τα προσχήματα;
Σβήνω φωτογραφίες από χτες. Θα σβήνω και αύριο και πολλές από τις επόμενες μέρες.
Παρασκευή. Κρύο. Χιόνι τριγύρω στα βουνά. Ο ένας μου εαυτός θέλει να πάρει τη φωτογραφική μηχανή και να πάει σε άγνωστα μέρη να μαζέψει εικόνες. Ο άλλος θέλει να μείνει ακίνητος στον καναπέ και να κλαίει τη μοναξιά του.
Μάντεψε ποιος νικάει τις περισσότερες φορές.
Υ.Γ. Έχω γίνει μια καταθλιπτική ηλικιωμένη.
(ΚΑΙ καταθλιπτική ΚΑΙ ηλικιωμένη; ΩΧ!)
Υ.Γ.2 - Μην κλαις, άλογό μου, μην κλαις... Δεν είσαι για κούρσες πια, δεν είσαι για αναπαραγωγή, δεν είσαι για όργωμα. Μόνο για φόρτωμα είσαι... Κι αυτό αμφιβάλλω αν το αντέχεις.
-Αφήστε με απλά να βόσκω ήσυχα εδώ στα χωράφια.
-Μην κλαις, άλογό, μου, μην κλαις...