Κυριακή 16 Ιανουαρίου 2022

Τα κόλυβα

 


Παρασκευή βάζω το σιτάρι στο νερό κατά τις συνταγές για να μαλακώσει. Όλη νύχτα το αφήνω. Σάββατο το βράζω με μια φλούδα λεμονιού. Τα νερά τα ρίχνεις στον κήπο. Κατά τις συνταγές. Το στραγγίζω, το βάζω σε λευκή πετσέτα να στεγνώσει. Όλη νύχτα στεγνώνει το στάρι. Παράλληλα καβουρντίζω αλεύρι, τριμμένο στραγάλι, τρίβω φρυγανιά. Καβουρντίζω αμύγδαλα, σουσάμι, καρύδια. Κυριακή πρωί χαράματα ανακατεύω τα υλικά. Σταφίδα μαύρη, σταφίδα ξανθιά, γλυκάνισο, μαϊντανό ψιλοκομμένο, ζάχαρη και τα καβουρντισμένα. Σκεπάζω με ζάχαρη άχνη και φτιάχνω με μύγδαλα ένα σταυρό. Σκεπάζω. Προλαβαίνω μισή γουλιά καφέ. Ραντεβού στην εκκλησία. 

Μαθαίνεις να κάνεις απόλα. Μαθαίνεις να φτιάχνεις κόλυβα, όπως μαθαίνεις να αλλάζεις πρίζες, να βάζεις από τη σωστή μεριά την αλυσσίδα στο αλυσσοπρίονο, να κρεμάς κάδρα, να επιδιορθώνεις συρτάρια, να συνδέεις καλώδια, να αλλάζεις λάστιχα στο αυτοκίνητο. Μαθαίνεις φώτοσοπ, μαθαίνεις να ανεβοκατεβάζεις αρχεία, να χρησιμοποιείς σέγα, μπλακ-εντ-ντέκερ, να φτιάχνεις ελιές. Μαθαίνεις. 

Σήμερα έμαθα ότι στην εκκλησία υπάρχει τραπεζάκι για τα μνημόσυνα.  Βάζεις εκεί τα κόλυβα, βάζεις λέει μια φωτογραφία του αποθανόντα, λουλούδια, κεράκι. Σήμερα τα έμαθα. Αρνητής των κηδειών, μνημόσυνων, τρισάγιων και πασών των θανατικών εκδηλώσεων, δεν ήξερα τις παραδόσεις. Έμαθα. Μαθαίνεις. 

Στην εκκλησία. Παρακολουθούμε τη θεία λειτουργία με σταυρωμένα χέρια. Ο παππάς με το που βγήκε από το ιερό κάρφωσε το βλέμμα του πάνω μας. Καινούργια πρόσωπα. Πόθεν πώς; Χαμογέλασα πίσω από τη μάσκα. 

Μία οσμή ήρθε στη μύτη μου. Παρά τη μάσκα. Κάποιος πέρδεται μέσα στην εκλησία. Δεν ξέρω ποιος, υποψιάζομαι τον καντηλανάφτη που στέκεται μπροστά μου, αλλά δε μπορώ να κατηγορήσω κανένα, είμαι και μέσα στον οίκο του Θεού. Όμως αμαρτάνω. Μιας και τον υποψιάστηκα, τον παρατηρώ. Πρώτη αντίδραση, κοιτάζει με πλάγιο βλέμμα σε εμάς που βρισκόμαστε πίσω του. Δεύτερη αντίδραση κάνει μισό βήμα και πλησιάζει την πόρτα, τη σπρώχνει με τον ώμο και τη μισανοίγει. Την αφήνει μισάνοιχτη. Δίκαια τον υποψιάστηκα. Η αδελφή μου δίπλα στο αυτί μου ψέλνει τα ίδια με τον ψάλτη, αλλά ο καθένας με δικό του ρυθμό.  

Ο καντηλανάφτης πέρδεται ακόμα μία φορά. Ωστόσο ο παππάς έχει λιβανίσει και η οσμή τούτη τη φορά χάνεται ανάμεσα στα λιβάνια.

Βγαίνουμε έξω. Η αδελφή μου μοιράζει κόλυβα σε ποτηράκια πλαστικά χωρίς κουταλάκια επειδή το σούπερ μάρκετ δεν  διέθετε. Μια τσιγγάνα δίπλα αδειάζει τα κόλυβα στο στόμα της σαν ποτό.  Ένα οχτάχρονο τσιγγανάκι με κοιτάει κατάματα. Μου έρχεται να το αγκαλιάσω.   

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου