Σάββατο 28 Νοεμβρίου 2020

Ο κύριος Παρασκευάς


 Κλάδευα μια μέρα στον κήπο μου. Ένα αυτοκίνητο πέρασε στο δρόμο με αργή ταχύτητα, μια αντρική φιγούρα κοιτούσε προς τα μένα που τραβοπαλιόμουν ανάμεσα στα φύλλα. Μου φάνηκε σαν τον μακρινό ξάδερφο Γιώργο που μένει δυο δρόμους παρακάτω. Μονάχα αυτός περνάει απέξω, κόβει ταχύτητα και φωνάζει: "Έφηηηη!" Κούνησα το χέρι για χαιρετισμό. Το αυτοκίνητο σταμάτησε. Με το που σταμάτησε, σίγουρη πως είναι ο Γιώργος, πλησίασα τα κάγκελα. 
Ο άντρας, ένας κύριος σχεδόν ηλικιωμένος, άγνωστος. Ζήτησα συγνώμη, εξήγησα. Είπε δεν πειράζει, συμβαίνουν αυτά. Γελάσαμε. Μου είπε ότι είναι γείτονας και τον λένε Παρασκευά. 

Την επόμενη μέρα, χτύπησε την πόρτα μου. Κρατούσε μια νάιλον τσάντα γεμάτη ρόδια. 

"Τα τρως τα ρόδια;"  με ρώτησε. 

"Τα τρώω" είπα, και ξεκλείδωσα την πόρτα. 

Έφτιαξα καφέ, καθίσαμε στη βεράντα. Ήταν πρώην μάγειρας στα καράβια, τώρα συνταξιούχος και έχει ένα μεγάλο γιο με τον οποίο δεν έχει πολλές σχέσεις. 

Ήταν γελαστός και ευχάριστος και από ό,τι κατάλαβα, πολύ δημοφιλής. Όχι μόνο ήξερε όλη τη γειτονιά, αλλά και όλο το χωριό. Εγώ τότε δεν είχα ηλεκτρικό ρεύμα στο σπίτι. Είχα κάποιες λάμπες από αυτές που παίρνουμε στις κατασκηνώσεις, δυο τρία ηλιακά πορτατίφ που αν δεν είχε ήλιο δεν μπορούσα να τα φορτίσω και μερικούς φακούς που έσερνα από δωμάτιο σε δωμάτιο για να βρω σχεδόν στα τυφλά το μπάνιο ή τα πράγματά μου. Μου είπε ότι το να με βοηθήσει να βάλω ηλεκτρικό είναι το πιο εύκολο. Έχει κάποιον φίλο που δουλεύει στην εταιρεία ηλεκτροδότησης και θα βρει τρόπο να τα καταφέρει, με κάποιο λάδωμα, φυσικά. Λάδωμα; Ε, ναι! Μπροστά στο μαρτύριο του σκοταδιού, ναι! Πήρα θάρρος.  Ήπιε τον καφέ του με την υπόσχεση ότι αύριο θα ξανάρθει γιατί έχει να μου φέρει κάτι. Ήρθε με μια μικρή σακούλα. Μου εξήγησε ότι πριν καιρό συζούσε με μια γυναίκα η οποία αποδείχτηκε αλήτισσα. Δήθεν για να ζήσουν σε καλύτερο σπίτι, τον έβαλε να χτίσει ένα διώροφο και τον έπεισε να της το γράψει για λόγους εφορίας. 

"Έτσι κι αλλιώς μέναμε χρόνια μαζί, δεν υπήρχε θέμα εμπιστοσύνης". 

Ωστόσο, θέμα εμπιστοσύνης  υπήρχε. Μόλις της το έγραψε, τον πέταξε έξω. 

Ο Παρασκευάς κατάπιε τον πόνο του κι έχτισε άλλο σπίτι, καινούργιο. 

"Να έρθεις μια μέρα, να σε κεράσω κι εγώ καφέ". 

Μου πρότεινε τη νάιλον σακούλα. 

"Πάρτα αυτά. Δες αν τα θέλεις. Μου τα άφησε στο σπίτι, πάνε δυο χρόνια τώρα που χωρίσαμε. Κράτησέ τα εσύ, εγώ τι να τα κάνω;" 

Κάτι σκουλαρίκια με πορτοκαλιές πέτρες, κάτι βραχιολια, χρωματιστά κολιέ, στρας, ψεύτικες αλυσίδες για το λαιμό. 

Σκέφτηκα ότι ποτέ δεν θα τα φορούσα. Αλλά τα μάτια του Παρασκευά λάμπανε τόσο από χαρά που βρήκε άνθρωπο να τα δώσει, που δεν μπορούσα να τον κακοκαρδίσω. Είπα ευχαριστώ και τα πήρα. 

Άρχισε να μου ανοίγεται. Είχε μια αδελφή που ζούσε με την οικογένειά της, είχε ανίψια. Μου είπε πως πλησιάζοντας η γιορτή του ήθελε να μαζέψει φίλους, να μαγειρέψει για όλους, να ανοίξει επιτέλους το σπίτι του. Με κάλεσε. 

"Ευχαρίστως".

"Πριν όμως, θέλω μια μεγάλη χάρη από σένα. Να πάμε μαζί στο ΙΚΕΑ για να αγοράσω έναν καναπέ. Θα ήθελα το γούστο σου". 

"Να πάμε, γιατί όχι;"

Ήδη μου είχε φερθεί πολύ ευγενικά. Ζήτησα να δω το σπίτι του για να δω τι ταιριάζει. Με πήγε. Καινούργιο, καλή κατασκευή, ακριβά ντουλάπια, πλακάκια, δεν είχε λυπηθεί χρήμα. 

Κάποια μέρα έρχεται και με παίρνει, πηγαίνουμε στο μαγαζί.  Του είπα το γούστο μου. Το μάτι του όμως είχε κολλήσει σε έναν λευκό, δερμάτινο καπιτονέ καναπέ που έκανε ενάμιση χιλιάρικο. Ο Παρασκευάς τον κοιτούσε και τον χάιδευε. 

"Αυτόν θέλω", μου είπε. 

"Δεν είναι κάπως ακριβός; Και... το λευκό ταιριάζει με τα υπόλοιπα έπιπλά σου;" είπα δειλά. 

"Αυτόν θέλω!" αποφάσισε ο Παρασκευάς και τον αγόρασε. 

Μαζί, μου έκανε δώρο  (για τον κόπο μου που τον συνόδεψα) ένα ταψί φούρνου, (σχεδόν με ανάγκασε να το πάρω, μα τι να το κάνω ένα ταψί ακόμα;) ένα γαλάζιο χαλί για το μπάνιο, (αυτό το πέταξε στο καλάθι με σιγουριά, χωρίς να με ρωτήσει αν ταιριάζει στο μπανιο μου, έτσι κι αλλιώς μέσα στο σπίτι μου δεν είχε μπει), και ενα μαξιλάρι ανατομικό που πάλι εκείνος αποφάσισε ότι πάνω του θα κοιμάμαι λέει, ωραία. (Όλα αυτά τα θυμήθηκα γιατί προχτές βρήκα το μαξιλάρι στην ντουλάπα και το έβαλα στο κρεβάτι μου. Έτσι θυμήθηκα τον Παρασκευά. Το μαξιλάρι βέβαια, πάλι θα ξαναμπεί στην ντουλάπα γιατί ούτε τώρα με βολεύει).

Μέχρι να πλησιάσει η γιορτή του με έφερνε σε επαφή με διάφορους ντόπιους. Εγώ ακολουθούσα, μη γνωρίζοντας ποιος από όλους είναι ο άνθρωπος της ηλεκτροδοτικής εταιρείας. Ένιωσα όμως ότι, με κάποιον τρόπο, με επιδείκνυε.

Στη γιορτή στο σπίτι του, πήγα. Είχε μαζέψει καμιά  25ρια άτομα. Είχε μαγειρέψει και του πουλιού το γάλα. Όλα υπέροχα. Να φάνε 100 άνθρωποι, όχι 25.  Μου τους σύστησε όλους. Μου σύστησε και την αδελφή του η οποία με κοίταξε από πάνω ίσαμε κάτω. Αρχίζω να καταλαβαίνω ότι ο Παρακευάς με προορίζει για μελλοντική νύφη. Μαγκώνομαι και μαζεύομαι. Βρίσκω μια δικαιολογία και φεύγω νωρίς.  Τον είδα που στενοχωρήθηκε. Την επόμενη ήρθε σπίτι μου και μου έφερε φαγητά που περίσσεψαν.

Λέω ευχαριστώ και του μιλάω στα ίσα. Του λέω ότι εγώ τον βλέπω σαν γείτονα και φίλο και ότι έχω κατάλαβει πως εκείνος έχει αρχίσει να με βλέπει αλλιώς. Ενώ του λέω αυτά, μου κάνει πρόταση γάμου. Επιτόπου, στη βεράντα μου. Μου υπόσχεται να μου γράψει το σπίτι του, ότι θα με έχει σαν βασίλισσα και ότι θα μου μαγειρεύει εκείνος μέσα στο σπίτι, αφού είναι μάγειρας. 

Πήγα να το προλάβω και δεν το πρόλαβα. 

Του εξηγώ πάλι και  μετά από ώρα, δείχνει ότι καταλαβαίνει. Φεύγει και την επόμενη έρχεται με μια τσάντα της Λαϊκής. Μέσα έχει 20 ζευγάρια κάλτσες. 

"Κάλτσες για σένα και για τα παιδιά σου, και μερικά μποξεράκια γαι τα αγόρια σου. Έχω ένα φίλο στη Λαϊκή και σκέφτηκα να σου φέρω μερικά ζευγάρια". 

Μετά τις κάλτσες, μου εξομολογείται ότι έχει καημό να ταξιδέψει και, έστω και σαν φίλοι, να πάμε μαζί διακοπές. 

"Έχω καημό να πάω στη Βιέννη για Χριστούγεννα. Έχω ένα φίλο που δουλεύει σε γραφείο ταξιδιωτικό. Θα μας κλείσει τα καλύτερα! Αναλαμβάνω όλα τα έξοδα", μου λέει. 

"Γιατί θα τα αναλάβεις όλα;" 

"Μου φτάνει η παρέα σου", μου λέει. 

"Και πώς σκέφτεσαι ότι θα κοιμόμαστε στις διακοπές;" το τραβάω παραπέρα για να τον κάνω να πάψει να ονειρεύεται. "Στο ίδιο δωμάτιο;"  

"Ε, ναι! Δύο κρεβάτια θα έχουμε, μη φοβάσαι! Για να μην πληρώνουμε δύο δωμάτια!" 

Του ξαναεξηγώ ότι αυτό είναι αδύνατο και ότι δεν υπάρχει περίπτωση να συμβεί. Αρνιέμαι ευγενικά, τον ευχαριστώ για την καλή του πρόθεση και παρατάω κάθε προσπάθεια να τον κάνω να καταλάβει. 

Τον έκοψα από φίλο. Δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς. δεν ξαναχτύπησε την πόρτα μου. Περνούσε απέξω, σταματούσε για λίγο, εγώ κρυμμένη. Κάποια στιγμή, βαρέθηκε. Το  κατάλαβε. Τέλος.

Τον συνάντησα πριν ένα μήνα, τον καλό μου, δοτικό μου, Παρασκευά. Στεκόμασταν και οι δύο στο ταμείο του σούπερ μάρκετ. Χάρηκα. 

"Τι κάνετε;" ρώτησα χαμογελώντας, γεμάτη ευγνωμοσύνη για την καλωσύνη που μου έδειξε τότε.  

Με κοίταξε. 

"Καλά, ευχαριστώ!" απάντησε. "Ο σύζυγος; Καλά;" 


 




   











Δευτέρα 23 Νοεμβρίου 2020

Ρομαντικό


Να φεύγει το μυαλό, να ταξιδεύει... Τι άλλο να μας σώσει έξω από αυτό; Να έρχονται τα διαδικτυακά φιλιά σου απρόσκοπτα, χαλαρωτικά, με χαμόγελα πρωινά και γέλια αστεία, ανορθόγραφα, φρέσκα, διαλειμματικά, ανάμεσα από χιλιάδες καλώδια, δορυφόρους και συμπαντικές δράσεις... Να διακόπτουν τη σκέψη μου, να κομματιάζουν τη δουλειά μου, να χάνω τον ειρμό,  να σκέφτομαι τα χείλια σου, να γκρινιάζω, να γελάς, να μελώνω, να σου λέω ότι δεν είσαι ρομαντικός, να θυμόμαστε το ανέκδοτο με τα αστέρια, να στέλνουμε διαδικτυακά 'χαχαχα', να μου στέλνεις βιντεάκια, να τα βλέπω και να ντρέπομαι, να σου ομολογώ την ντροπή μου και να με λες υπερβολική, να ισχυρίζεσαι πως είναι ωραία, να μου λες ότι έμεινε μια μέρα μόνο και μετά θα με δεις, να μου λες ότι δεν κρατιέσαι κι εγώ να σε πιστεύω, να λες ότι πεθύμησες τα χείλια μου κι ότι θες να τα φας κι εγώ να σε πιστεύω, και να χάνεσαι με τις δουλειές σου μέσα στη μέρα κι εγώ να σε ψάχνω και να ανησυχώ χωρίς λόγο, κι εσύ ήρεμα να με καθησυχάζεις, -πάντα με καθησυχάζεις-, κι εγώ να αμφιβάλλω κι εσύ  να με καθησυχάζεις με υπομονή, κι εγώ να είμαι ανασφαλής για την αγάπη σου κι εσύ να με καθησυχάζεις για την αγάπη σου, και να βλέπω τα μαλλιά μου που είναι άλουστα κι εσύ να μου ζητάς φωτογραφία και εγώ να διστάζω να σου στείλω, και να στη στέλνω γιατί δεν μπορώ να κάνω αλλιώς κι εσύ να μην προσέχεις τα άλουστα μαλλιά μου αλλά μονάχα το φιλί που σχηματίζουν τα χείλια μου και να σ' αρέσει και να μ' αρέσει, επειδή όλο αυτό μας αρέσει, και να παραδέχεσαι ότι δεν είσαι ρομαντικός αλλά ωστόσο είμαστε μαζί παρά τις συνθήκες που επικρατούν, παρά τις αντιξοότητες, παρά τα προβληματικά των εαυτών μας,  που, γι' αυτά, κανένας από τους δυο μας δεν έχει φταίξει. 

Κι αυτό είναι το πιο ρομαντικό πράγμα που κάποιος άνθρωπος θα μπορούσε να κάνει στον κόσμο ετούτο.  

Κυριακή 22 Νοεμβρίου 2020

Γράφεις




 Γράφεις, σηκώνεσαι, πιάνεσαι, ένα κεφάλαιο ακόμα, μια σελίδα ακόμα, κάνεις μια βόλτα, βγαίνεις μέχρι την κουζίνα, τρίβεις λίγο το σβέρκο, τεντώνεις πλάτη, κοιτάς γύρω, έξω από τις χαραμάδες των παντζουριών, νύχτα ακόμα, ξανακάθεσαι, μια σελίδα ακόμα, ένα κεφάλαιο ακόμα, λίγος πόνος ακόμα, λίγο πιάσιμο ακόμα.  

Τα γράμματα σου φαίνονται μικρά. 

Γουλιά πρωινού καφέ που έχει κρυώσει. 

Το τίποτα του ημερολογίου σου. 22 Νοέμβρη. 

Η ισημερία πέρασε πριν μήνα. 



Σάββατο 21 Νοεμβρίου 2020

Αγρίμι

Μαζέματα 


*Βαριά κουβέντα η αγάπη, φιλαράκι...


*Έγινες αγρίμι, μου είπε, εκεί που βρέθηκες. Να βγαίνεις, μου είπε, να μιλάς με κόσμο. 





*Με τρέφει η οικειότητα. Χωρίς οικειότητα δεν μπορώ να λειτουργήσω.

*Η ρουτίνα δεν με φοβίζει γιατί ξέρω να βγαίνω εύκολα από αυτή. 

.........................................................................................................

  • Όταν σου φαίνεται βάρος το να αλλάξεις ακόμα και την μπαταρία του ρολογιού που δείχνει τέσσερις και είκοσι ξημέρωμα όταν κανονικά είναι εννιά το πρωί. 
  • Όταν σου φαίνεται βάρος να κλαδέψεις.
  • Να μαζέψεις τα κλαδιά. 
  • Να τα πετάξεις εκεί που πρέπει.
  • Να ψάξεις σιδερά -που δεν θα στην πέσει- για την σφηνωμένη πόρτα.
  • Να ψάξεις ηλεκτρολόγο -που δεν θα στην πέσει- για τα φώτα που δεν λειτουργούν.
  • Να βρεις σοβατζή να τελειώσει τις εκκρεμότητες και να μαζέψει τους σοβάδες που πέφτουν λόγω κακοτεχνίας του προηγούμενου που αντί να σοβατίζει στην έπεφτε. 
  • Όταν σου φαίνεται βάρος να φροντίζεις τέσσερα σπίτια και τους ανθρώπους τους. 
  • Να προγραμματίζεις τα οικονομικά, τα ψώνια, τις πληρωμές, τις εκκρεμότητες, τα κεραμίδια που ξεκολλούν, τις τρέλες ή ανοησίες των παιδιών σου, τις πρίζες όταν κρέμονται, τα ξεραμένα λουλούδια, τα σπασμένα πλακάκια, τον σκύλο που αρρωσταίνει. 
  • Όταν σε πιάνει τρόμος με την φιλενάδα στην οποία διαπιστώνεις συμπτώματα άνοιας  και δεν μπορείς να κάνεις τίποτα γι' αυτό. 
  • Όταν το κορμί ζητάει αγκαλιά και δεν μπορείς να κάνεις τίποτα γι' αυτό. 
  • Όταν σου φαίνεται βάρος να κρατάς τη γνώμη σου για σένα αντί να την πετάξεις στα μούτρα αυτού που φταίει. 

....................................................................................................


Ας μιλήσουμε...
Κάθε που καμπάνες γυαλίζουν
ας λέμε κουβέντες...
Ας πούμε διάφορα
ακόμα κι αδιάφορα αν είναι.
Οι λέξεις είναι αγγίγματα.
Όταν ρωτώ τι έφαγες
με άλλα λόγια σ΄αγαπάω.

.........................................................................................

Αναρωτιέσαι καμιά φορά γιατί δεν ζεις τον έρωτα, γιατί όλο κάτι σου λείπει, γιατί συμβαίνει στους άλλους και σε σένα ποτέ, όπως θα τον ήθελες και όπως τον ακούς αν περιγράφεται από άλλους. Σε καταβάλλει αυτό, σε αρρωσταίνει. Ωστόσο αν βάζεις το συμφέρον σου πάνω από τον έρωτα, λυπάμαι, αλλά ποτέ δεν. Ο έρωτας τα σνομπάρει αυτά και δεν πλησιάζει.
Καλύτερα αναρωτήσου αν μπαίνεις ολόκληρος στο πηγάδι. Αν το ένα πόδι σου είναι μέσα και το άλλο έξω, έτοιμος να φύγεις για να σωθείς, επίσης αν το ένα χέρι ακουμπάει κάποιο στήθος και το άλλο σου χέρι άλλο, λυπάμαι που στο λέω, αλλά απέξω θα σε αφήσει.
Γιατί παρεξήγησες. Η θυσία στον έρωτα δεν είναι να κάνεις χιλιόμετρα για να τη δεις. Η θυσία στον έρωτα είναι να την κρατήσεις στην καρδιά σου με τα μάτια κλειστά και να μπορείς να τη βρεις ακόμα κι όταν δε βλέπεις, όπως ακουμπάς τα πράγματά σου μέσα στο σπίτι, που ακόμα και αν κοπεί μέσα στη νύχτα το φως, εσύ μπορείς να τα βρεις.

 Είμαστε θυμωμένοι μαζί σου, αγάπη μου. 

Και δεν είμαστε καθόλου διατεθειμένοι να παίξουμε αυτή τη φορά. Έχουμε την πεποίθηση πως όπου χρειάζεται  να παίζονται παιχνίδια δύναμης, δεν αξίζει τον κόπο κάποιος να ασχολείται. Κάθε πράγμα οφείλει να κυλάει απρόσκοπτα. Εάν όχι, σημαίνει πως το Σύμπαν έχει αρχίσει να στέλνει προειδοποιητικό. Γιατί να κουραζόμαστε; Ο Παράδεισος είναι φτιαγμένος για μας και είναι χαζός όποιος προσπαθεί να τον αλλάξει. Εμείς δεν θα συμμετάσχουμε στην καταστροφή του, να το ξέρεις.  

Ταλαιπωρήσου αν νομίζεις πως βρίσκεσαι σε λάθος μέρος. Εμείς μένουμε εδώ.

.............................................................................

Ποιος είναι ο αναβάτης και ποιο είναι το άλογο και γιατί βρέθηκαν εδώ; 




Κουβέντα με το Θεό

 


Δεν είναι δίκαιο. Δεν είναι σωστό. Είμαι καλός άνθρωπος και θετικός. Και νιώθω πολύ εύκολα ευγνωμοσύνη γι' αυτά που μου χαρίζεις. Και ναι, είναι πολλά. Και υγεία έχω, και γερά παιδιά έχω, και σπίτι έχω, και ένα μισθό που τρέχει κάθε μήνα, και αγάπη έχω, και φίλους καλούς έχω, και γερό μυαλό έχω και φτου φτου, γιατί λίγοι τα έχουν όλα. Και μοιάζει να τα έχω όλα. Και ναι, Σου είμαι ευγνώμονας. και ναι, (κοίτα που θα συγκινηθώ τώρα) (αχ, δεν είναι η μέρα της ευφορίας σήμερα), και ναι, λέω, κάποιοι θα ζήλευαν τα καλά που μου δίνεις. Αλλά; Αλλά να, υπάρχει κάτι που λείπει. Θα μου πεις, hello;;;;; Κι άλλο; Τι άλλο; Εμ! Δικό Σου δημιούργημα είμαι. Αν φταίει κάποιος για το ανικανοποίητό μου, Αυτός είσαι Εσύ. Επίσης θα σου τονίσω ότι χωρίς αυτό το ανικανοποίητο θα ζούσαμε ακόμα σε σπηλιές. Όχι, να τα λέμε κι αυτά! Κάθε ικανότητα έχει και θετικό και αρνητικό πρόσημο. Για δες! 

Θα μου πεις, δίνεις τη λογική να επιλέγουμε. Σωστός Είσαι. Και δηλαδή εγώ θα έπρεπε να έχω επιλέξει να αγαπήσω κάποιον που θα μου πρόσφερε αυτά που ζητάω. Σωστός. Εγώ στον κόσμο μου, ε; Και να μη Σου ζητάω τώρα τα ρέστα; Ε; Ναι, αλλά κι Εσύ τι στέλενεις; Ε; Για πες; 

Από τότε που πέθανε ο πατέρας μου έχω ορίσει Εσένα για πατέρα. Άφοβα προχώρησα γιατί όποιος έχει λένε τη δύναμή Σου, ποια ανθρώπινη δύναμη μπορεί να νικήσει τη δύμαμη του Θεού; Αλλά κοίτα με τώρα. Γερνάω. Ένα μήνα πονούσε ο μηνίσκος. Σήμερα ξύπνησα με σβέρκο πιασμένο. Η αγάπη που έχω δεν μου δίνει καμιά σιγουριά. 13 ευρώ στο λογαριασμό μου στην τράπεζα και για να πληρωθώ, θα περάσει μια βδομάδα. Θα μου πεις τα ντουλάπια σου είναι γεμάτα. Δόξα Σοι, λέω. (Το βλέπεις ότι κι εγώ φέρομαι δίκαια απέναντί σου. Τα λέω τα καλά).  Θα μου πεις εχεις και κάμποση βενζίνη στο ρεζερβουάρ σου. Εντάξει. Και σάμπως είναι η πρώτη φορά; Πες το κι αυτό. Θα περάσει. (Και αφτό θα περάσει, που έλεγε ο Μποστ). 

Κουράζει η μοναξιά Πατέρα...

Καλύτερα από όλους το ξέρεις Εσύ. Γι' αυτό έφτιαξες Αδάμ και Εύα. Μόνος κι  Εσύ εκεί πάνω να προσπαθείς να τα βγάλεις πέρα με όλους εμάς τους τρελούς. Κουράζεσαι κι Εσύ, ε; Καταλαβαινόμαστε εμείς οι δύο, βλέπεις; 

Έχω λοιπόν τον πονεμένο σβέρκο και κινούμαι σαν τον μοναχικό λύκο εδώ μέσα. Μπάζα στην αυλή, ξύλα σκορπισμένα, σιδεριές που σκουριάζουν άβαφτες, νερά χωρίς υδρορροές, καζανάκια που τρέχουν, τα παιδιά στο Χαλάνδρι έχουν διάθεση να φτιάξουν το σπίτι και η πουτάνα η τράπεζα για τρεις δόσεις που χρωστούσα από το '12  με έχει βάλει στον Τειρεσία και δεν τολμάω να το πω στα παιδιά ότι δεν πρόκειται να δουν φράγκο δάνείου για να το φτιάξουν. Ο σκύλος του Κυριάκου είναι άρρωστος και ξέρεις πό τι; Άρρωστος εξαιτίας της άλλης πουτάνας, τη φτώχιας. Γιατί δεν είχε λεφτά το παιδί να του κάνει εξετάσεις. Κι εγώ στη μέση. Μόνη για όλα. Πελαγωμένη όπως Εσύ. Από πού να αρχίσω και πού να τελειώσω, είναι το μότο μας. Και των δυο μας. Το πιο απλό θα Σου πω και θα σταματήσω τη γκρίνια: Κόπηκε το σχοινάκι που κατεβάζει τη σίτα. 

Άντε, πες! Ποιος θα το αλλάξει; Πώς αλλάζει, το γαμημένο; 





Βαριά Σαββατιάτικη συννεφιά. 

Καλημέρα από την εξορία που επιλέξαμε. 






Κυριακή 8 Νοεμβρίου 2020

Καραντίνα



Καραντίνα και πάλι. Τούτη η φορά δυσκολότερη μου φαίνεται. Μάλλον μέσα μου γίνονται τα πράγματα λίγο πιο δύσκολα. Καταλαβαίνω τώρα την ψυχική κούραση των ανθρώπων. Καταλαβαίνω τώρα τον Σταμάτη που, με τα φτωχά ελληνικά του, προσπαθεί να μου εξηγήσει ότι όταν έχει κάποιον να νοιάζεται και (όχι κάποιον να νοιάζεται γι' αυτόν αλλά κάποιον να τον οποίο να νοιάζεται εκείνος, αυτό έχει σημασία στον άνθρωπο, όχι κάποιους να σε νοιάζονται αλλά εσύ να νοιάζεσαι για κάποιον) μόνο τότε νιώθει ευτυχής. Νιώθει ότι μπορεί να δουλέψει, νιώθει ότι κάποιος περιμένει από εκείνον, νιώθει απαραίτητος. Κι ας μην είναι απαραίτητος σε κανέναν. 

Στην ουσία κανένας δεν είναι απαραίτητος σε κανέναν -ψυχικά πάντα μιλώ-. Αλλά είναι.

Διότι, φιλαράκι, χίλιους να έχεις να σε νοιάζονται, αν η καρδιά και το μυαλό σου είναι άδειο από κάποιον που νοιάζεσαι εσύ, τότε φασκελοκουκούλωστα. Το πιο κακό είναι  το άδειο τού μέσα μας. Και αυτό μόνο με έναν τρόπο γεμίζει. Ή να έχεις κάποιον νταλκά μέσα στο κεφάλι ή να σου επιτρέπει κάποιος να τον έχεις για νταλκά. 

Αν δεν έχεις κάτι να περιμένεις, αν όλα είναι ταχτοποιημένα γύρω σου, αν νομίσεις ότι τέλειωσε ο προορισμός σου σ' αυτή τη ζωή, αν νομίσεις ότι όλα τα έχεις κάνει, τότε φιλαράκι, έχεις τελειώσει. Αν δεν έχεις προσδοκίες, έχεις πεθάνει. Γι' αυτό, φιλαράκι, φτιάχνε προσδοκίες. Φτιάχνε ελπίδες κι ας αποδεικνύονται φρούδες. Ας πέφτεις εξω κάθε φορά. Υποκρίσου πως για κάποιον είσαι απαραίτητος. Κι ας μην είσαι απαραίτητος σε κανέναν. 

Μην μπεις σε καραντίνα ζωής. Κάντο για σένα. Νιώσε  απαραίτητος. Διάλεξε κάποιον, στόχευσέ τον και πες για τον τάδε λόγο, είμαι απαραίτητος σ' αυτόν τον άνθρωπο. Και βάλτον στο μυαλό και την καρδιά σου. Και νταλκαδιάσου με την ησυχία σου. Προγραμμάτισε τον εαυτό σου φιλαράκι, αν αγαπάς τη ζωή. Ο εγκέφαλος -όλοι το ξέρουμε- προγραμματίζεται. Βρες λοιπόν στόχο και βουρ.  Ο Σταμάτης, με τα φτωχά του ελληνικά, έχει πιάσει όλη τη φιλοσοφία της ζωής: αφού βρέθηκες εδώ ανάμεσά μας, για όλα τα χρόνια που σου χαρίστηκαν, ζήσε. 

Μην πεθαίνεις πριν πεθάνεις, φιλαράκι.