Κλάδευα μια μέρα στον κήπο μου. Ένα αυτοκίνητο πέρασε στο δρόμο με αργή ταχύτητα, μια αντρική φιγούρα κοιτούσε προς τα μένα που τραβοπαλιόμουν ανάμεσα στα φύλλα. Μου φάνηκε σαν τον μακρινό ξάδερφο Γιώργο που μένει δυο δρόμους παρακάτω. Μονάχα αυτός περνάει απέξω, κόβει ταχύτητα και φωνάζει: "Έφηηηη!" Κούνησα το χέρι για χαιρετισμό. Το αυτοκίνητο σταμάτησε. Με το που σταμάτησε, σίγουρη πως είναι ο Γιώργος, πλησίασα τα κάγκελα.
Την επόμενη μέρα, χτύπησε την πόρτα μου. Κρατούσε μια νάιλον τσάντα γεμάτη ρόδια.
"Τα τρως τα ρόδια;" με ρώτησε.
"Τα τρώω" είπα, και ξεκλείδωσα την πόρτα.
Έφτιαξα καφέ, καθίσαμε στη βεράντα. Ήταν πρώην μάγειρας στα καράβια, τώρα συνταξιούχος και έχει ένα μεγάλο γιο με τον οποίο δεν έχει πολλές σχέσεις.
Ήταν γελαστός και ευχάριστος και από ό,τι κατάλαβα, πολύ δημοφιλής. Όχι μόνο ήξερε όλη τη γειτονιά, αλλά και όλο το χωριό. Εγώ τότε δεν είχα ηλεκτρικό ρεύμα στο σπίτι. Είχα κάποιες λάμπες από αυτές που παίρνουμε στις κατασκηνώσεις, δυο τρία ηλιακά πορτατίφ που αν δεν είχε ήλιο δεν μπορούσα να τα φορτίσω και μερικούς φακούς που έσερνα από δωμάτιο σε δωμάτιο για να βρω σχεδόν στα τυφλά το μπάνιο ή τα πράγματά μου. Μου είπε ότι το να με βοηθήσει να βάλω ηλεκτρικό είναι το πιο εύκολο. Έχει κάποιον φίλο που δουλεύει στην εταιρεία ηλεκτροδότησης και θα βρει τρόπο να τα καταφέρει, με κάποιο λάδωμα, φυσικά. Λάδωμα; Ε, ναι! Μπροστά στο μαρτύριο του σκοταδιού, ναι! Πήρα θάρρος. Ήπιε τον καφέ του με την υπόσχεση ότι αύριο θα ξανάρθει γιατί έχει να μου φέρει κάτι. Ήρθε με μια μικρή σακούλα. Μου εξήγησε ότι πριν καιρό συζούσε με μια γυναίκα η οποία αποδείχτηκε αλήτισσα. Δήθεν για να ζήσουν σε καλύτερο σπίτι, τον έβαλε να χτίσει ένα διώροφο και τον έπεισε να της το γράψει για λόγους εφορίας.
"Έτσι κι αλλιώς μέναμε χρόνια μαζί, δεν υπήρχε θέμα εμπιστοσύνης".
Ωστόσο, θέμα εμπιστοσύνης υπήρχε. Μόλις της το έγραψε, τον πέταξε έξω.
Ο Παρασκευάς κατάπιε τον πόνο του κι έχτισε άλλο σπίτι, καινούργιο.
"Να έρθεις μια μέρα, να σε κεράσω κι εγώ καφέ".
Μου πρότεινε τη νάιλον σακούλα.
"Πάρτα αυτά. Δες αν τα θέλεις. Μου τα άφησε στο σπίτι, πάνε δυο χρόνια τώρα που χωρίσαμε. Κράτησέ τα εσύ, εγώ τι να τα κάνω;"
Κάτι σκουλαρίκια με πορτοκαλιές πέτρες, κάτι βραχιολια, χρωματιστά κολιέ, στρας, ψεύτικες αλυσίδες για το λαιμό.
Σκέφτηκα ότι ποτέ δεν θα τα φορούσα. Αλλά τα μάτια του Παρασκευά λάμπανε τόσο από χαρά που βρήκε άνθρωπο να τα δώσει, που δεν μπορούσα να τον κακοκαρδίσω. Είπα ευχαριστώ και τα πήρα.
Άρχισε να μου ανοίγεται. Είχε μια αδελφή που ζούσε με την οικογένειά της, είχε ανίψια. Μου είπε πως πλησιάζοντας η γιορτή του ήθελε να μαζέψει φίλους, να μαγειρέψει για όλους, να ανοίξει επιτέλους το σπίτι του. Με κάλεσε.
"Ευχαρίστως".
"Πριν όμως, θέλω μια μεγάλη χάρη από σένα. Να πάμε μαζί στο ΙΚΕΑ για να αγοράσω έναν καναπέ. Θα ήθελα το γούστο σου".
"Να πάμε, γιατί όχι;"
Ήδη μου είχε φερθεί πολύ ευγενικά. Ζήτησα να δω το σπίτι του για να δω τι ταιριάζει. Με πήγε. Καινούργιο, καλή κατασκευή, ακριβά ντουλάπια, πλακάκια, δεν είχε λυπηθεί χρήμα.
Κάποια μέρα έρχεται και με παίρνει, πηγαίνουμε στο μαγαζί. Του είπα το γούστο μου. Το μάτι του όμως είχε κολλήσει σε έναν λευκό, δερμάτινο καπιτονέ καναπέ που έκανε ενάμιση χιλιάρικο. Ο Παρασκευάς τον κοιτούσε και τον χάιδευε.
"Αυτόν θέλω", μου είπε.
"Δεν είναι κάπως ακριβός; Και... το λευκό ταιριάζει με τα υπόλοιπα έπιπλά σου;" είπα δειλά.
"Αυτόν θέλω!" αποφάσισε ο Παρασκευάς και τον αγόρασε.
Μαζί, μου έκανε δώρο (για τον κόπο μου που τον συνόδεψα) ένα ταψί φούρνου, (σχεδόν με ανάγκασε να το πάρω, μα τι να το κάνω ένα ταψί ακόμα;) ένα γαλάζιο χαλί για το μπάνιο, (αυτό το πέταξε στο καλάθι με σιγουριά, χωρίς να με ρωτήσει αν ταιριάζει στο μπανιο μου, έτσι κι αλλιώς μέσα στο σπίτι μου δεν είχε μπει), και ενα μαξιλάρι ανατομικό που πάλι εκείνος αποφάσισε ότι πάνω του θα κοιμάμαι λέει, ωραία. (Όλα αυτά τα θυμήθηκα γιατί προχτές βρήκα το μαξιλάρι στην ντουλάπα και το έβαλα στο κρεβάτι μου. Έτσι θυμήθηκα τον Παρασκευά. Το μαξιλάρι βέβαια, πάλι θα ξαναμπεί στην ντουλάπα γιατί ούτε τώρα με βολεύει).
Μέχρι να πλησιάσει η γιορτή του με έφερνε σε επαφή με διάφορους ντόπιους. Εγώ ακολουθούσα, μη γνωρίζοντας ποιος από όλους είναι ο άνθρωπος της ηλεκτροδοτικής εταιρείας. Ένιωσα όμως ότι, με κάποιον τρόπο, με επιδείκνυε.
Στη γιορτή στο σπίτι του, πήγα. Είχε μαζέψει καμιά 25ρια άτομα. Είχε μαγειρέψει και του πουλιού το γάλα. Όλα υπέροχα. Να φάνε 100 άνθρωποι, όχι 25. Μου τους σύστησε όλους. Μου σύστησε και την αδελφή του η οποία με κοίταξε από πάνω ίσαμε κάτω. Αρχίζω να καταλαβαίνω ότι ο Παρακευάς με προορίζει για μελλοντική νύφη. Μαγκώνομαι και μαζεύομαι. Βρίσκω μια δικαιολογία και φεύγω νωρίς. Τον είδα που στενοχωρήθηκε. Την επόμενη ήρθε σπίτι μου και μου έφερε φαγητά που περίσσεψαν.
Λέω ευχαριστώ και του μιλάω στα ίσα. Του λέω ότι εγώ τον βλέπω σαν γείτονα και φίλο και ότι έχω κατάλαβει πως εκείνος έχει αρχίσει να με βλέπει αλλιώς. Ενώ του λέω αυτά, μου κάνει πρόταση γάμου. Επιτόπου, στη βεράντα μου. Μου υπόσχεται να μου γράψει το σπίτι του, ότι θα με έχει σαν βασίλισσα και ότι θα μου μαγειρεύει εκείνος μέσα στο σπίτι, αφού είναι μάγειρας.
Πήγα να το προλάβω και δεν το πρόλαβα.
Του εξηγώ πάλι και μετά από ώρα, δείχνει ότι καταλαβαίνει. Φεύγει και την επόμενη έρχεται με μια τσάντα της Λαϊκής. Μέσα έχει 20 ζευγάρια κάλτσες.
"Κάλτσες για σένα και για τα παιδιά σου, και μερικά μποξεράκια γαι τα αγόρια σου. Έχω ένα φίλο στη Λαϊκή και σκέφτηκα να σου φέρω μερικά ζευγάρια".
Μετά τις κάλτσες, μου εξομολογείται ότι έχει καημό να ταξιδέψει και, έστω και σαν φίλοι, να πάμε μαζί διακοπές.
"Έχω καημό να πάω στη Βιέννη για Χριστούγεννα. Έχω ένα φίλο που δουλεύει σε γραφείο ταξιδιωτικό. Θα μας κλείσει τα καλύτερα! Αναλαμβάνω όλα τα έξοδα", μου λέει.
"Γιατί θα τα αναλάβεις όλα;"
"Μου φτάνει η παρέα σου", μου λέει.
"Και πώς σκέφτεσαι ότι θα κοιμόμαστε στις διακοπές;" το τραβάω παραπέρα για να τον κάνω να πάψει να ονειρεύεται. "Στο ίδιο δωμάτιο;"
"Ε, ναι! Δύο κρεβάτια θα έχουμε, μη φοβάσαι! Για να μην πληρώνουμε δύο δωμάτια!"
Του ξαναεξηγώ ότι αυτό είναι αδύνατο και ότι δεν υπάρχει περίπτωση να συμβεί. Αρνιέμαι ευγενικά, τον ευχαριστώ για την καλή του πρόθεση και παρατάω κάθε προσπάθεια να τον κάνω να καταλάβει.
Τον έκοψα από φίλο. Δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς. δεν ξαναχτύπησε την πόρτα μου. Περνούσε απέξω, σταματούσε για λίγο, εγώ κρυμμένη. Κάποια στιγμή, βαρέθηκε. Το κατάλαβε. Τέλος.
Τον συνάντησα πριν ένα μήνα, τον καλό μου, δοτικό μου, Παρασκευά. Στεκόμασταν και οι δύο στο ταμείο του σούπερ μάρκετ. Χάρηκα.
"Τι κάνετε;" ρώτησα χαμογελώντας, γεμάτη ευγνωμοσύνη για την καλωσύνη που μου έδειξε τότε.
Με κοίταξε.
"Καλά, ευχαριστώ!" απάντησε. "Ο σύζυγος; Καλά;"