Τρίτη 18 Σεπτεμβρίου 2018

Παιδεία;





Από το LIFO

«Ρίχναμε λάδι και μύρο γιατί η Αγία Γραφή λέει πως είναι θαυματουργό», ισχυρίστηκαν στους αστυνομικούς οι δύο γυναίκες, που συνελήφθησαν για τους βανδαλισμούς στα μουσεία. Πηγή: www.lifo.gr

https://www.lifo.gr/now/greece/207134/rixname-ladi-kai-myro-giati-i-agia-grafi-leei-pos-einai-thaymatoyrgo-lene-oi-gynaikes-poy-vandalizan-ta-moyseia




Τόσον καιρό μιλάμε για την κατάργηση των λατινικών, μια άχρηστη πια για μας γλώσσα, ενώ τρέχουν πολύ σοβαρότερα ζητήματα. Η κρατική παρέμβαση χρειάζεται εκεί όπου η ελλειμματική παιδεία κάθε λαού μπορεί να προκαλέσει από απλό πρόβλημα όπως "τα μύρα και τα λάδια της ευλογίας" έως θανατηφόρο ατύχημα σε εθνική οδό. Θυμάστε την καμπάνια για τη ζώνη ασφαλείας; Θυμάστε την καμπάνια για το κράνος που σώζει ζωές; Τα σκουπίδια στις παραλίες; Να λοιπόν, που: "επανάληψις, μήτηρ πάσης μαθήσεως"! Σχεδόν όλοι φοράμε ζώνη, σχεδόν όλοι οι οδηγοί μηχανής -εκτός από τους ανόητους- φοράνε κράνος, ενώ οι κατουρημένες πάνες στις παραλίες έχουν εξαφανιστεί. Προσωπικά θεωρώ πολύ πιο σοβαρό να φτιάχνουν τα κράτη τέτοιες καμπάνιες μπας και μπούμε οι άνθρωποι στο σωστό δρόμο! Ας το σκεφτούμε καλύτερα: Μια κοντόφθαλμη παιδεία είναι ό,τι χειρότερο.







Παρασκευή 7 Σεπτεμβρίου 2018

Η λεκάνη



Η λεκάνη

Η θεια Μιμία δεν ήθελε τη μεγάλη λεκάνη... Της έπιανε χώρο κι αυτή δε ζυμώνει πια... Την πήρα χωρίς να τη χρειάζομαι, κρίμα να πεταχτεί. Ωστόσο ούτε κι εγώ είχα χώρο... Βλέπεις μαζεύουμε αντικείμενα που όταν φεύγουμε ξεμένουνε σε άλλους, όμως σ' αυτούς δεν λένε τίποτα... Ακούμπησα πρόχειρα τη λεκάνη στο παγκάκι της βεράντας ώσπου να δω τι θα κάνω με το αντικείμενο που ήρθε στα χέρια μου -ας πούμε- κληρονομικά... Κι εκεί που καθόμουν στο ωραίο απόγευμα και την κοιτούσα, η λεκάνη ζωντάνεψε... Γέμισε αλεύρι και λάδι, γέμισε πορτοκάλι και ζάχαρη, μύρισε η κανέλα, έσπασε τη μύτη μου το τριμμένο γαρύφαλλο, μυρωδιά κομμένου μούστου απλώθηκε παντού, μοσχοβόλησε το φρέσκο βούτυρο για τους πάντα αποτυχημένους μας κουραμπιέδες, πότε σκληροί και πότε να τρίβονται και να σκορπάνε στην άχνη... Και τα χέρια.,. Τα χέρια της μάνας πώς βρέθηκαν μέσα στη λεκάνη κι αυτά... Να ζυμώνουν τα χέρια, να ανακατεύουν τα υλικά άλλοτε με δύναμη κι άλλοτε με χάδια και ξαφνικά μύρισε η βεράντα μου μουστοκούλουρο και πασχαλινά στριφτά και κουραμπιέδες και μελομακάρονα κι η μάνα μου εκεί, με την ίδια αγωνία για την πρώτη φουρνιά: "Δοκίμασες; Είναι καλά;" Κι ακόμα να κρέμονται στα χέρια τής μάνας τα ζυμάρια...

Του Σεπτέμβρη εφτά


Δευτέρα 20 Αυγούστου 2018

ο ήρωας του ανέκδοτου (βιβλίου)













Η αναζήτηση

Ο Λάμπρος;
Η οθόνη έχει ακινητοποιηθεί σε δυο λέξεις: «Ο Λάμπρος;» Κάθομαι και κοιτάζω τη λέξη ανέκφραστα. Παρατηρώ το ερωτηματικό της. Η πλοκή ολόκληρου του βιβλίου ΜΟΥ κολλημένη σε δυο λήμματα: «Ο Λάμπρος». Φρακαρισμένη  στον ήρωα τον ακίνητο, τον χαμένο μέσα στις 47.849 λέξεις που ίσαμε τώρα τον αγκαλιάζουν. «Αλήθεια», ξυπνάω το πρωί, «ο Λάμπρος; Τι κάνει αυτός; Πού τον ξέχασα μέσα στο λαβύρινθο του μυαλού της αλλοπαρμένης μου ηρωίδας;» Το Google λεξικό βγάζει υπογραμμισμένο το «ηρωίδας». Λάθος λέξη. Ανύπαρκτη. Πατάω προθήκη στο λεξικό. Παίρνω χαρά που μόλις πλούτισα το λεξικό με την ανύπαρκτη γενική μιας υπαρκτής λέξης. Ελπίζω το ίδιο να χάρηκε και το  Google μας. Ωστόσο το πραγματικό πρόβλημά μου, παραμένει άλυτο: ο Λάμπρος; Ζει άραγε; Πηγαίνει στη δουλειά; Παθαίνει ακόμα κράμπες από την κούραση; Σιχαίνομαι τα μεγάλα κείμενα  στο internet, ωστόσο γυρεύω απεγνωσμένα τον ήρωά μου τον Λάμπρο.



Κυριακή 19 Αυγούστου 2018

Έλα, να μαθαίνουμε και τίποτα!
Αυτό το μικρό ροζ πραγματάκι που λέγεται αμυγδαλή και βρίσκεται κάπου πίσω από τα μάτια, καθορίζει τη ζωή μας:
Αμυγδαλή: Η έδρα των συναισθημάτων και του πάθους
Η αμυγδαλή είναι μια ομάδα νευρώνων που αποτελεί μέρος του «πρωτόγονου» εγκεφάλου ο οποίος ελέγχει τις ενστικτώδεις λειτουργίες. Παίζει πρωτεύοντα ρόλο στη μνήμη, στη λήψη αποφάσεων και στις συναισθηματικές αντιδράσεις.
Αν η αμυγδαλή απομονωθεί από τον υπόλοιπο εγκέφαλο, το αποτέλεσμα θα είναι μια εντυπωσιακή ανικανότητα να συλλάβουμε τη συναισθηματική σημασία των γεγονότων. Αυτή η κατάσταση ορισμένες φορές αποκαλείται «συναισθηματική τύφλωση».
Η αμυγδαλή λειτουργεί ως «αποθήκη» συναισθηματικής-συγκινησιακής μνήμης και, κατά συνέπεια, είναι εξαιρετικά σημαντική. Η ζωή χωρίς αμυγδαλή είναι μια ζωή απογυμνωμένη από προσωπικά νοήματα. Μια μελέτη βρήκε ότι τα άτομα με μεγαλύτερη αμυγδαλή είναι πιο πιθανό να έχουν περισσότερους φίλους και γνωστούς και, παράλληλα, διατηρούν πιο περίπλοκες σχέσεις μαζί τους. Οι αυτιστικοί έχουν μικρότερο αριθμό νευρώνων στην αμυγδαλή τους. Ο εγκέφαλος αναπτύσσει νέα κύτταρα στην αμυγδαλή κατά τη διάρκεια της εφηβείας τα οποία βοηθούν στη διαδικασία του φλερτ και της αναζήτησης συντρόφου.
Κάθε πάθος εξαρτάται από την αμυγδαλή. Ζώα από τα οποία αφαιρέθηκε ή πειράχτηκε η αμυγδαλή, στερούνται συναισθημάτων φόβου και οργής, χάνουν την τάση τους για ανταγωνισμό και συνεργασία και δεν έχουν πλέον αίσθηση της θέσης τους στο δικό τους κοινωνικό σύστημα. Το συναίσθημα αμβλύνεται ή απουσιάζει.
Τα δάκρυα, ένα συγκινησιακό σήμα μοναδικό στους ανθρώπους, διεγείρονται από την αμυγδαλή. Με την αγκαλιά, το χάδι ή κάποια άλλη κίνηση παρηγοριάς, η περιοχή του εγκεφάλου κατευνάζεται και οι λυγμοί σταματούν. Χωρίς αμυγδαλή, δεν έχουμε δάκρυα, ούτε θλίψη να κατευνάσουμε.
Ο ρόλος της αμυγδαλής κατά την παιδική ηλικία φαίνεται πως υποστηρίζει αυτό που από καιρό είχε θεωρηθεί ως βασικό δόγμα της ψυχαναλυτικής σκέψης: ότι οι αλληλεπιδράσεις των πρώτων χρόνων της ζωής προδιαγράφουν μια σειρά συναισθηματικών αντιδράσεων αργότερα.
Δεδομένου ότι αυτές οι πρωταρχικές συναισθηματικές μνήμες εδραιώνονται σε μια εποχή κατά την οποία τα παιδιά δεν έχουν ακόμα λέξεις για να περιγράψουν την εμπειρία τους, όταν, σε κατοπινές φάσεις της ζωής αυτές οι συναισθηματικές μνήμες ενεργοποιηθούν, δεν ταιριάζουν σε κανένα σύνολο λογικής σκέψης που θα μπορούσε να ερμηνεύσει τις αντιδράσεις που μας προκαλούν.
Επομένως, ένας λόγος για τον οποίο μπορεί να είμαστε τόσο συγχυσμένοι από τις συναισθηματικές μας εκρήξεις ως ενήλικες και νιώθουμε χαοτικά με έναν τρόπο που δεν μπορούμε να συνειδητοποιήσουμε, είναι επειδή η αμυγδαλή έχει καταγράψει τις αναμνήσεις αυτές σε μια πρώιμη εποχή στη ζωή μας, τότε που δεν είχαμε ακόμα λέξεις και δεν μπορούσαμε να κατανοήσουμε τα γεγονότα.

Παρασκευή 20 Ιουλίου 2018

Τρεις μέρες (κλαψούρικο διήγημα, ωστόσο δημοσιευμένο)

http://fractalart.gr/treis-meres/


Διήγημα: «Τρεις μέρες»

Της Ευτυχίας Κοσμαδοπούλου // *


Τρεις μέρες. Τρεις μέρες έπλενε το πρόσωπο προσεκτικά. Έλουσε το μαλλί από την προηγούμενη να είναι έτοιμο, να μη δείχνει την αδημονία πως λούστηκε για κείνον. Έτριβε το πρόσωπο με σαπούνια και κρέμες να δείχνει το δέρμα καθαρό. Το έτριβε λες κι ήθελε να σβήσει τις ρυτίδες, το κρέμασμα της πέτσας κάτω από τις παρειές. Τρεις. Ολόκληρες μέρες τρεις. Έκανε σαν παιδούλα. Άλλαξε το ραντεβού με πρόχειρο πρόσχημα. «Αργότερα να το κάνουμε, αργότερα». Με κόπο ψυχής γιατί δεν της αρέσουν τα ψέματα. Το άλλαξε. Όσο πιο αργά, τόσο καλυτέρα. Θα μου πει: «περίμενε να κλείσω το μαγαζί για να αγκαλιαστούμε». Τρεις. Κανόνιζε πώς θα τον αγκαλιάσει, τι θα του πει. Πόση λαχτάρα θα είχε κι εκείνος. Κανόνιζε. «Είμαι ένα χρόνο μαζί του και νιώθω πως πηγαίνω στο πρώτο μας ραντεβού», είπε στη φίλη της. Τόση αγωνία. Τόση λαχτάρα. Τόση αγάπη. Κανόνιζε. Μέρες τρεις ετοιμαζόταν για το γάμο. Ύστερα μαγείρεψε ντολμαδάκια με φρέσκο φύλλο από την ντολμαδοφυλλιά. Να είναι φρέσκα να του αρέσουν. Μάζεψε και βλίτα. Μπήκε στο δίλημμα την ώρα που πεινούσε. Να τα φάει η να αποθέσει κι αυτά στην αγάπη. Δοκίμασε μια πιρουνιά και μετά τα έβαλε στο τάπερ για κείνον. Να η αγάπη. Να πεινάς και όμως να μην κρατάς τίποτα για σένα.
Κι η μέρα ήρθε. Η μέρα η τέταρτη. Ξύρισμα, να μην τον αγριέψουν τα πόδια που εκείνος θα χάιδευε. Κανόνιζε. Οι βλεφαρίδες προσεκτικά γυρισμένες, γλυκά βαμμένες, πράσινο στην πάνω μεριά του βλέφαρου να ταιριάζει με τα μάτια. Να γίνει ωραία. Να είναι επιθυμητή. Για κείνον. Κανόνιζε. Νύχια. Ξέβαψε, έκοψε, έβαψε. Φτέρνες απαλές, κρέμα στο σώμα, να μυρίζει παντού όμορφα. Αποσμητικό. Κολόνια διακριτική. Εσώρουχα που διάλεγε ένα τέταρτο. Σουτιέν δαντελένιο μεταξύ κόκκινου και ροζ. Τρεις οι κόπιτσες από πίσω. «Θα τον δυσκολέψει;» αναρωτήθηκε. «Θα βοηθήσω στο ξεκούμπωμα», απάντησε μόνη της. Ύστερα μαύρη μπλούζα και μαύρο παντελόνι. Να κόβει. Κίτρινο φωτεινό πουκάμισο. Πρόβα πάνω στην πρόβα. Κοίταζε τον καθρέφτη λες και κοιτούσε τα μάτια του που θα την κοίταζαν. Ψηλό τακούνι να φαίνεται μακρύτερη η σιλουέτα. Τσάντα. Τα ντολμαδάκια στο τάπερ. «Να πάρω και ψωμί. Και γιαούρτι να τα βουτάει μέσα, να του αρέσει. Όλα να του αρέσουν σήμερα. Και κόκα κόλες για να φάμε μαζί και να πιούμε. Να είναι τέλεια η κατάσταση και το γεύμα». Κανόνιζε μέρες πολλές. Μπορεί και πάνω από τρεις. Πήρε το αυτοκίνητο. Κρέμασε το κίτρινο πουκάμισο στο πλάι να μην ιδρώσει. Επιθυμητή να είναι. Πήρε μετά τον ηλεκτρικό. Ορθοστασία και λάβρα. «Πηγαίνω κοντά του», σκεφτότανε. «Τίποτα δεν μπορεί να με κρατήσει μακριά από την αγκαλιά του». Και σε βουνό θα ανέβαινε με το τακούνι αν ήξερε πως εκείνος την περιμένει στην κορφή. Μετά, περπάτημα. Το πουκάμισο στο χέρι. «Τελευταία στιγμή στο παρακάτω στενό θα το φορέσω, να είναι φρέσκο, να με βρει δροσερή ακόμα και μέσα στο λιοπύρι. Για κείνον μόνο. Για κείνον που όλες τις αγάπες μου έδιωξε. Για εκείνο το ‘καλημέρα μάτια μου’ που μου λέει τα πρωινά. Για κείνο το ‘καλημέρα καρδιά μου’ μπορώ να πουλήσω τον κόσμο όλο. Δε με νοιάζει να φάω, δε με νοιάζει να πιω. Μπορώ να ζήσω μόνο με κείνο το ‘καλημέρα μάτια μου’». Μπήκε. Δεν την αγκάλιασε, δεν ζήτησε να τη φιλήσει. Μόνο τη μάλωσε που άργησε. Τι να του πει; Πάγωσε ο τόπος. «Βάλε τα στο ψυγείο», του είπε κι άρχισαν να μιλάνε. «Θα πάω μετά να κουρευτώ», της είπε. «Πότε;» «Τώρα σε λίγο». Σκέφτηκε τα νύχια, τις φτέρνες, τις βλεφαρίδες, το κόκκινο σουτιέν με τις τρεις κόπιτσες. Της χάιδεψε για μια στιγμή το στήθος. Ξεψυχισμένα. Αυτή ξεψυχούσε. Κλείσανε το μαγαζί μαζί. Περπάτησαν ίσαμε τον ηλεκτρικό. Τη φίλησε σταυρωτά στα μάγουλα. «Εγώ πάω από δω, εσύ από κει. Φιλάκια». Κι έτρεξε να προλάβει να φύγει. Εκείνη πήρε τον ηλεκτρικό, περπάτησε, πήρε το αυτοκίνητο που είχε αφήσει κάτω από ένα πεύκο, πήρε το δρόμο της επιστροφής της. Ήθελε να κλάψει και δεν μπορούσε, ήθελε να κάνει κάτι, οτιδήποτε και δεν μπορούσε. Ούτε να σκεφτεί. Ήθελε να πετάξει το αναθεματισμένο σουτιέν που έσφιγγε την καρδιά της. Μπήκε σπίτι. Καταφύγιο. Πέταξε το πέδιλο, το κίτρινο πουκάμισο, το παντελόνι, τη μπλούζα, το κόκκινο σουτιέν. Να μην τα βλέπει. Ξεβάφτηκε. Έκλαψε.
*  H Κοσμαδοπούλου Ευτυχία  γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε ζωγραφική στην Α.Σ.Κ.Τ. Αθήνας. Από το 2012 και εντεύθεν, αποκλειστικά και μονολιθικά, γράφει. 2014, Μέλισσες και πεταλούδες πάνω στη ρίγανη, εκδόσεις Γαβριηλίδη,  2016, ΣΗΜΑΔΕΜΕΝΕΣ, εκδόσεις Γαβριηλίδη, 2017, «Noir Road Stories 2: 20 νέες ιστορίες μυστηρίου», (συλλογικό έργο), εκδόσεις Άπαρσις.


Δευτέρα 16 Ιουλίου 2018



Φωτογραφία της Efi Eftichia Kosmadopoulou.
«Παντρέψου με», είχε κανονίσει να του πει μια μέρα. «Θα σε χορταίνω φιλιά και μετά θα σε αφήνω να χαίρεσαι ύπνο. Σα σκιά θα στέκομαι λίγο μακρύτερα από τα παπούτσια σου, για να σου δίνω χώρο να γράφεις τα ποιήματα που σου στέλνει ο Θεός. Θα πλένω τα σκονισμένα από τους δρόμους πουκάμισά σου χωρίς να κλαψουρίζω και χωρίς να ρωτάω σε ποιους δρόμους λερώθηκαν. Θα μαγειρεύω φακές και δεν θα βάζω αλάτι γιατί θα αλμυρίζουν απ’ της χαράς τα δάκρυα, που θα ξυπνάω και θα σε βρίσκω εκεί. Θα επινοώ όμορφες λέξεις να σου χαρίζω –όλες δικές σου!– για να στολίζεις το ναυτικό σου καπέλο. Η πλάτη σου μοσχοβολάει αγάπη, αλικάνθια και ρίγανη όταν τρίβεται στα σεντόνια μου. Παντρέψου με. Η μοναξιά είναι άμπωτη που αφήνει τα μικρά όστρακα της σκέψης μου έξω από το νερό. Χωρίς τη φωνή σου είναι πάντα φθινόπωρο κι έχει αέρα. Χωρίς το γέλιο σου τα κουκουνάρια ανοίγουν πρόωρα και οι καρποί στεγνώνουν από λύπη».

Από τα διηγήματα: "Η ΑΛΕΥΡΟΠΙΤΑ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΧΥΔΑΙΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ", που έρχεται

το φθινόπωρο, από τις εκδόσεις Γαβριηλίδης.