«Παντρέψου με», είχε κανονίσει να του πει μια μέρα. «Θα σε χορταίνω φιλιά και μετά θα σε αφήνω να χαίρεσαι ύπνο. Σα σκιά θα στέκομαι λίγο μακρύτερα από τα παπούτσια σου, για να σου δίνω χώρο να γράφεις τα ποιήματα που σου στέλνει ο Θεός. Θα πλένω τα σκονισμένα από τους δρόμους πουκάμισά σου χωρίς να κλαψουρίζω και χωρίς να ρωτάω σε ποιους δρόμους λερώθηκαν. Θα μαγειρεύω φακές και δεν θα βάζω αλάτι γιατί θα αλμυρίζουν απ’ της χαράς τα δάκρυα, που θα ξυπνάω και θα σε βρίσκω εκεί. Θα επινοώ όμορφες λέξεις να σου χαρίζω –όλες δικές σου!– για να στολίζεις το ναυτικό σου καπέλο. Η πλάτη σου μοσχοβολάει αγάπη, αλικάνθια και ρίγανη όταν τρίβεται στα σεντόνια μου. Παντρέψου με. Η μοναξιά είναι άμπωτη που αφήνει τα μικρά όστρακα της σκέψης μου έξω από το νερό. Χωρίς τη φωνή σου είναι πάντα φθινόπωρο κι έχει αέρα. Χωρίς το γέλιο σου τα κουκουνάρια ανοίγουν πρόωρα και οι καρποί στεγνώνουν από λύπη».
Από τα διηγήματα: "Η ΑΛΕΥΡΟΠΙΤΑ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΧΥΔΑΙΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ", που έρχεται