http://fractalart.gr/treis-meres/
Της Ευτυχίας Κοσμαδοπούλου // *
Τρεις μέρες. Τρεις μέρες έπλενε το πρόσωπο προσεκτικά. Έλουσε το μαλλί από την προηγούμενη να είναι έτοιμο, να μη δείχνει την αδημονία πως λούστηκε για κείνον. Έτριβε το πρόσωπο με σαπούνια και κρέμες να δείχνει το δέρμα καθαρό. Το έτριβε λες κι ήθελε να σβήσει τις ρυτίδες, το κρέμασμα της πέτσας κάτω από τις παρειές. Τρεις. Ολόκληρες μέρες τρεις. Έκανε σαν παιδούλα. Άλλαξε το ραντεβού με πρόχειρο πρόσχημα. «Αργότερα να το κάνουμε, αργότερα». Με κόπο ψυχής γιατί δεν της αρέσουν τα ψέματα. Το άλλαξε. Όσο πιο αργά, τόσο καλυτέρα. Θα μου πει: «περίμενε να κλείσω το μαγαζί για να αγκαλιαστούμε». Τρεις. Κανόνιζε πώς θα τον αγκαλιάσει, τι θα του πει. Πόση λαχτάρα θα είχε κι εκείνος. Κανόνιζε. «Είμαι ένα χρόνο μαζί του και νιώθω πως πηγαίνω στο πρώτο μας ραντεβού», είπε στη φίλη της. Τόση αγωνία. Τόση λαχτάρα. Τόση αγάπη. Κανόνιζε. Μέρες τρεις ετοιμαζόταν για το γάμο. Ύστερα μαγείρεψε ντολμαδάκια με φρέσκο φύλλο από την ντολμαδοφυλλιά. Να είναι φρέσκα να του αρέσουν. Μάζεψε και βλίτα. Μπήκε στο δίλημμα την ώρα που πεινούσε. Να τα φάει η να αποθέσει κι αυτά στην αγάπη. Δοκίμασε μια πιρουνιά και μετά τα έβαλε στο τάπερ για κείνον. Να η αγάπη. Να πεινάς και όμως να μην κρατάς τίποτα για σένα.
Κι η μέρα ήρθε. Η μέρα η τέταρτη. Ξύρισμα, να μην τον αγριέψουν τα πόδια που εκείνος θα χάιδευε. Κανόνιζε. Οι βλεφαρίδες προσεκτικά γυρισμένες, γλυκά βαμμένες, πράσινο στην πάνω μεριά του βλέφαρου να ταιριάζει με τα μάτια. Να γίνει ωραία. Να είναι επιθυμητή. Για κείνον. Κανόνιζε. Νύχια. Ξέβαψε, έκοψε, έβαψε. Φτέρνες απαλές, κρέμα στο σώμα, να μυρίζει παντού όμορφα. Αποσμητικό. Κολόνια διακριτική. Εσώρουχα που διάλεγε ένα τέταρτο. Σουτιέν δαντελένιο μεταξύ κόκκινου και ροζ. Τρεις οι κόπιτσες από πίσω. «Θα τον δυσκολέψει;» αναρωτήθηκε. «Θα βοηθήσω στο ξεκούμπωμα», απάντησε μόνη της. Ύστερα μαύρη μπλούζα και μαύρο παντελόνι. Να κόβει. Κίτρινο φωτεινό πουκάμισο. Πρόβα πάνω στην πρόβα. Κοίταζε τον καθρέφτη λες και κοιτούσε τα μάτια του που θα την κοίταζαν. Ψηλό τακούνι να φαίνεται μακρύτερη η σιλουέτα. Τσάντα. Τα ντολμαδάκια στο τάπερ. «Να πάρω και ψωμί. Και γιαούρτι να τα βουτάει μέσα, να του αρέσει. Όλα να του αρέσουν σήμερα. Και κόκα κόλες για να φάμε μαζί και να πιούμε. Να είναι τέλεια η κατάσταση και το γεύμα». Κανόνιζε μέρες πολλές. Μπορεί και πάνω από τρεις. Πήρε το αυτοκίνητο. Κρέμασε το κίτρινο πουκάμισο στο πλάι να μην ιδρώσει. Επιθυμητή να είναι. Πήρε μετά τον ηλεκτρικό. Ορθοστασία και λάβρα. «Πηγαίνω κοντά του», σκεφτότανε. «Τίποτα δεν μπορεί να με κρατήσει μακριά από την αγκαλιά του». Και σε βουνό θα ανέβαινε με το τακούνι αν ήξερε πως εκείνος την περιμένει στην κορφή. Μετά, περπάτημα. Το πουκάμισο στο χέρι. «Τελευταία στιγμή στο παρακάτω στενό θα το φορέσω, να είναι φρέσκο, να με βρει δροσερή ακόμα και μέσα στο λιοπύρι. Για κείνον μόνο. Για κείνον που όλες τις αγάπες μου έδιωξε. Για εκείνο το ‘καλημέρα μάτια μου’ που μου λέει τα πρωινά. Για κείνο το ‘καλημέρα καρδιά μου’ μπορώ να πουλήσω τον κόσμο όλο. Δε με νοιάζει να φάω, δε με νοιάζει να πιω. Μπορώ να ζήσω μόνο με κείνο το ‘καλημέρα μάτια μου’». Μπήκε. Δεν την αγκάλιασε, δεν ζήτησε να τη φιλήσει. Μόνο τη μάλωσε που άργησε. Τι να του πει; Πάγωσε ο τόπος. «Βάλε τα στο ψυγείο», του είπε κι άρχισαν να μιλάνε. «Θα πάω μετά να κουρευτώ», της είπε. «Πότε;» «Τώρα σε λίγο». Σκέφτηκε τα νύχια, τις φτέρνες, τις βλεφαρίδες, το κόκκινο σουτιέν με τις τρεις κόπιτσες. Της χάιδεψε για μια στιγμή το στήθος. Ξεψυχισμένα. Αυτή ξεψυχούσε. Κλείσανε το μαγαζί μαζί. Περπάτησαν ίσαμε τον ηλεκτρικό. Τη φίλησε σταυρωτά στα μάγουλα. «Εγώ πάω από δω, εσύ από κει. Φιλάκια». Κι έτρεξε να προλάβει να φύγει. Εκείνη πήρε τον ηλεκτρικό, περπάτησε, πήρε το αυτοκίνητο που είχε αφήσει κάτω από ένα πεύκο, πήρε το δρόμο της επιστροφής της. Ήθελε να κλάψει και δεν μπορούσε, ήθελε να κάνει κάτι, οτιδήποτε και δεν μπορούσε. Ούτε να σκεφτεί. Ήθελε να πετάξει το αναθεματισμένο σουτιέν που έσφιγγε την καρδιά της. Μπήκε σπίτι. Καταφύγιο. Πέταξε το πέδιλο, το κίτρινο πουκάμισο, το παντελόνι, τη μπλούζα, το κόκκινο σουτιέν. Να μην τα βλέπει. Ξεβάφτηκε. Έκλαψε.
* H Κοσμαδοπούλου Ευτυχία γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε ζωγραφική στην Α.Σ.Κ.Τ. Αθήνας. Από το 2012 και εντεύθεν, αποκλειστικά και μονολιθικά, γράφει. 2014, Μέλισσες και πεταλούδες πάνω στη ρίγανη, εκδόσεις Γαβριηλίδη, 2016, ΣΗΜΑΔΕΜΕΝΕΣ, εκδόσεις Γαβριηλίδη, 2017, «Noir Road Stories 2: 20 νέες ιστορίες μυστηρίου», (συλλογικό έργο), εκδόσεις Άπαρσις.