Η οικειότητα των σεντονιών
της αγκαλιάς
της μονής κουβέρτας
των ποδιών ανάμεσα
των χεριών σκεπασμένων με πλάτες
πού και πού κάποιο αυτοκίνητο περνά κάτω στο δρόμο
στέλνει φως στο ταβάνι
το φως διασχίζει ήσυχα το ταβάνι σα να μη βιάζεται
διασχίζει τα πλαστικά φωσφορίζοντα αστεράκια
διασχίζει το μυαλό μου
τα ράφια του δωμάτιου
τις άπνοιές σου
κοψοχολιάζω
ανάπνευσε, λέω μέσα μου, ανάπνευσε γιατί σου θυμώνω
ανάπνευσε για μένα μόνο
φώναζε το όνομά μου σε κάθε αναπνοή
έχω το χέρι μου εκεί
σε ζεσταίνω ακίνητη
να θυμάσαι ποια είσαι, γράφω σε χαρτί πάνω από το γραφείο μου
μαζί σου ξεχνάω ποια είμαι
γίνομαι παιδί και γίνομαι πόρνη
αφημένη στην αμήχανη επιδεξιότητα των χεριών σου
παλεύεις
σε παλεύω
παλεύουμε
έρχεται και φεύγει εκείνο το άχρηστο συναίσθημα που λέγεται ζήλεια
δε θέλω να ζηλεύω, σου λέω
έχω πολύ καλύτερα πράγματα να κάνω από το να χάνω το χρόνο μου με αυτό
άχρηστο,
άχρηστο.
Έπειτα φαντασιώνομαι
σε ρουφάει ο κόλπος μου μέσα
και δεν υπάρχεις για καμιά άλλη.
Υ.Γ. Αχ, και πού ναρθεί η άνοιξη, Ραγιάδες, Ραγιάδες...
Πολύ ωραίο, τόσο ερωτικό.
ΑπάντησηΔιαγραφή