Κυριακή 19 Αυγούστου 2018

Έλα, να μαθαίνουμε και τίποτα!
Αυτό το μικρό ροζ πραγματάκι που λέγεται αμυγδαλή και βρίσκεται κάπου πίσω από τα μάτια, καθορίζει τη ζωή μας:
Αμυγδαλή: Η έδρα των συναισθημάτων και του πάθους
Η αμυγδαλή είναι μια ομάδα νευρώνων που αποτελεί μέρος του «πρωτόγονου» εγκεφάλου ο οποίος ελέγχει τις ενστικτώδεις λειτουργίες. Παίζει πρωτεύοντα ρόλο στη μνήμη, στη λήψη αποφάσεων και στις συναισθηματικές αντιδράσεις.
Αν η αμυγδαλή απομονωθεί από τον υπόλοιπο εγκέφαλο, το αποτέλεσμα θα είναι μια εντυπωσιακή ανικανότητα να συλλάβουμε τη συναισθηματική σημασία των γεγονότων. Αυτή η κατάσταση ορισμένες φορές αποκαλείται «συναισθηματική τύφλωση».
Η αμυγδαλή λειτουργεί ως «αποθήκη» συναισθηματικής-συγκινησιακής μνήμης και, κατά συνέπεια, είναι εξαιρετικά σημαντική. Η ζωή χωρίς αμυγδαλή είναι μια ζωή απογυμνωμένη από προσωπικά νοήματα. Μια μελέτη βρήκε ότι τα άτομα με μεγαλύτερη αμυγδαλή είναι πιο πιθανό να έχουν περισσότερους φίλους και γνωστούς και, παράλληλα, διατηρούν πιο περίπλοκες σχέσεις μαζί τους. Οι αυτιστικοί έχουν μικρότερο αριθμό νευρώνων στην αμυγδαλή τους. Ο εγκέφαλος αναπτύσσει νέα κύτταρα στην αμυγδαλή κατά τη διάρκεια της εφηβείας τα οποία βοηθούν στη διαδικασία του φλερτ και της αναζήτησης συντρόφου.
Κάθε πάθος εξαρτάται από την αμυγδαλή. Ζώα από τα οποία αφαιρέθηκε ή πειράχτηκε η αμυγδαλή, στερούνται συναισθημάτων φόβου και οργής, χάνουν την τάση τους για ανταγωνισμό και συνεργασία και δεν έχουν πλέον αίσθηση της θέσης τους στο δικό τους κοινωνικό σύστημα. Το συναίσθημα αμβλύνεται ή απουσιάζει.
Τα δάκρυα, ένα συγκινησιακό σήμα μοναδικό στους ανθρώπους, διεγείρονται από την αμυγδαλή. Με την αγκαλιά, το χάδι ή κάποια άλλη κίνηση παρηγοριάς, η περιοχή του εγκεφάλου κατευνάζεται και οι λυγμοί σταματούν. Χωρίς αμυγδαλή, δεν έχουμε δάκρυα, ούτε θλίψη να κατευνάσουμε.
Ο ρόλος της αμυγδαλής κατά την παιδική ηλικία φαίνεται πως υποστηρίζει αυτό που από καιρό είχε θεωρηθεί ως βασικό δόγμα της ψυχαναλυτικής σκέψης: ότι οι αλληλεπιδράσεις των πρώτων χρόνων της ζωής προδιαγράφουν μια σειρά συναισθηματικών αντιδράσεων αργότερα.
Δεδομένου ότι αυτές οι πρωταρχικές συναισθηματικές μνήμες εδραιώνονται σε μια εποχή κατά την οποία τα παιδιά δεν έχουν ακόμα λέξεις για να περιγράψουν την εμπειρία τους, όταν, σε κατοπινές φάσεις της ζωής αυτές οι συναισθηματικές μνήμες ενεργοποιηθούν, δεν ταιριάζουν σε κανένα σύνολο λογικής σκέψης που θα μπορούσε να ερμηνεύσει τις αντιδράσεις που μας προκαλούν.
Επομένως, ένας λόγος για τον οποίο μπορεί να είμαστε τόσο συγχυσμένοι από τις συναισθηματικές μας εκρήξεις ως ενήλικες και νιώθουμε χαοτικά με έναν τρόπο που δεν μπορούμε να συνειδητοποιήσουμε, είναι επειδή η αμυγδαλή έχει καταγράψει τις αναμνήσεις αυτές σε μια πρώιμη εποχή στη ζωή μας, τότε που δεν είχαμε ακόμα λέξεις και δεν μπορούσαμε να κατανοήσουμε τα γεγονότα.

Παρασκευή 20 Ιουλίου 2018

Τρεις μέρες (κλαψούρικο διήγημα, ωστόσο δημοσιευμένο)

http://fractalart.gr/treis-meres/


Διήγημα: «Τρεις μέρες»

Της Ευτυχίας Κοσμαδοπούλου // *


Τρεις μέρες. Τρεις μέρες έπλενε το πρόσωπο προσεκτικά. Έλουσε το μαλλί από την προηγούμενη να είναι έτοιμο, να μη δείχνει την αδημονία πως λούστηκε για κείνον. Έτριβε το πρόσωπο με σαπούνια και κρέμες να δείχνει το δέρμα καθαρό. Το έτριβε λες κι ήθελε να σβήσει τις ρυτίδες, το κρέμασμα της πέτσας κάτω από τις παρειές. Τρεις. Ολόκληρες μέρες τρεις. Έκανε σαν παιδούλα. Άλλαξε το ραντεβού με πρόχειρο πρόσχημα. «Αργότερα να το κάνουμε, αργότερα». Με κόπο ψυχής γιατί δεν της αρέσουν τα ψέματα. Το άλλαξε. Όσο πιο αργά, τόσο καλυτέρα. Θα μου πει: «περίμενε να κλείσω το μαγαζί για να αγκαλιαστούμε». Τρεις. Κανόνιζε πώς θα τον αγκαλιάσει, τι θα του πει. Πόση λαχτάρα θα είχε κι εκείνος. Κανόνιζε. «Είμαι ένα χρόνο μαζί του και νιώθω πως πηγαίνω στο πρώτο μας ραντεβού», είπε στη φίλη της. Τόση αγωνία. Τόση λαχτάρα. Τόση αγάπη. Κανόνιζε. Μέρες τρεις ετοιμαζόταν για το γάμο. Ύστερα μαγείρεψε ντολμαδάκια με φρέσκο φύλλο από την ντολμαδοφυλλιά. Να είναι φρέσκα να του αρέσουν. Μάζεψε και βλίτα. Μπήκε στο δίλημμα την ώρα που πεινούσε. Να τα φάει η να αποθέσει κι αυτά στην αγάπη. Δοκίμασε μια πιρουνιά και μετά τα έβαλε στο τάπερ για κείνον. Να η αγάπη. Να πεινάς και όμως να μην κρατάς τίποτα για σένα.
Κι η μέρα ήρθε. Η μέρα η τέταρτη. Ξύρισμα, να μην τον αγριέψουν τα πόδια που εκείνος θα χάιδευε. Κανόνιζε. Οι βλεφαρίδες προσεκτικά γυρισμένες, γλυκά βαμμένες, πράσινο στην πάνω μεριά του βλέφαρου να ταιριάζει με τα μάτια. Να γίνει ωραία. Να είναι επιθυμητή. Για κείνον. Κανόνιζε. Νύχια. Ξέβαψε, έκοψε, έβαψε. Φτέρνες απαλές, κρέμα στο σώμα, να μυρίζει παντού όμορφα. Αποσμητικό. Κολόνια διακριτική. Εσώρουχα που διάλεγε ένα τέταρτο. Σουτιέν δαντελένιο μεταξύ κόκκινου και ροζ. Τρεις οι κόπιτσες από πίσω. «Θα τον δυσκολέψει;» αναρωτήθηκε. «Θα βοηθήσω στο ξεκούμπωμα», απάντησε μόνη της. Ύστερα μαύρη μπλούζα και μαύρο παντελόνι. Να κόβει. Κίτρινο φωτεινό πουκάμισο. Πρόβα πάνω στην πρόβα. Κοίταζε τον καθρέφτη λες και κοιτούσε τα μάτια του που θα την κοίταζαν. Ψηλό τακούνι να φαίνεται μακρύτερη η σιλουέτα. Τσάντα. Τα ντολμαδάκια στο τάπερ. «Να πάρω και ψωμί. Και γιαούρτι να τα βουτάει μέσα, να του αρέσει. Όλα να του αρέσουν σήμερα. Και κόκα κόλες για να φάμε μαζί και να πιούμε. Να είναι τέλεια η κατάσταση και το γεύμα». Κανόνιζε μέρες πολλές. Μπορεί και πάνω από τρεις. Πήρε το αυτοκίνητο. Κρέμασε το κίτρινο πουκάμισο στο πλάι να μην ιδρώσει. Επιθυμητή να είναι. Πήρε μετά τον ηλεκτρικό. Ορθοστασία και λάβρα. «Πηγαίνω κοντά του», σκεφτότανε. «Τίποτα δεν μπορεί να με κρατήσει μακριά από την αγκαλιά του». Και σε βουνό θα ανέβαινε με το τακούνι αν ήξερε πως εκείνος την περιμένει στην κορφή. Μετά, περπάτημα. Το πουκάμισο στο χέρι. «Τελευταία στιγμή στο παρακάτω στενό θα το φορέσω, να είναι φρέσκο, να με βρει δροσερή ακόμα και μέσα στο λιοπύρι. Για κείνον μόνο. Για κείνον που όλες τις αγάπες μου έδιωξε. Για εκείνο το ‘καλημέρα μάτια μου’ που μου λέει τα πρωινά. Για κείνο το ‘καλημέρα καρδιά μου’ μπορώ να πουλήσω τον κόσμο όλο. Δε με νοιάζει να φάω, δε με νοιάζει να πιω. Μπορώ να ζήσω μόνο με κείνο το ‘καλημέρα μάτια μου’». Μπήκε. Δεν την αγκάλιασε, δεν ζήτησε να τη φιλήσει. Μόνο τη μάλωσε που άργησε. Τι να του πει; Πάγωσε ο τόπος. «Βάλε τα στο ψυγείο», του είπε κι άρχισαν να μιλάνε. «Θα πάω μετά να κουρευτώ», της είπε. «Πότε;» «Τώρα σε λίγο». Σκέφτηκε τα νύχια, τις φτέρνες, τις βλεφαρίδες, το κόκκινο σουτιέν με τις τρεις κόπιτσες. Της χάιδεψε για μια στιγμή το στήθος. Ξεψυχισμένα. Αυτή ξεψυχούσε. Κλείσανε το μαγαζί μαζί. Περπάτησαν ίσαμε τον ηλεκτρικό. Τη φίλησε σταυρωτά στα μάγουλα. «Εγώ πάω από δω, εσύ από κει. Φιλάκια». Κι έτρεξε να προλάβει να φύγει. Εκείνη πήρε τον ηλεκτρικό, περπάτησε, πήρε το αυτοκίνητο που είχε αφήσει κάτω από ένα πεύκο, πήρε το δρόμο της επιστροφής της. Ήθελε να κλάψει και δεν μπορούσε, ήθελε να κάνει κάτι, οτιδήποτε και δεν μπορούσε. Ούτε να σκεφτεί. Ήθελε να πετάξει το αναθεματισμένο σουτιέν που έσφιγγε την καρδιά της. Μπήκε σπίτι. Καταφύγιο. Πέταξε το πέδιλο, το κίτρινο πουκάμισο, το παντελόνι, τη μπλούζα, το κόκκινο σουτιέν. Να μην τα βλέπει. Ξεβάφτηκε. Έκλαψε.
*  H Κοσμαδοπούλου Ευτυχία  γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε ζωγραφική στην Α.Σ.Κ.Τ. Αθήνας. Από το 2012 και εντεύθεν, αποκλειστικά και μονολιθικά, γράφει. 2014, Μέλισσες και πεταλούδες πάνω στη ρίγανη, εκδόσεις Γαβριηλίδη,  2016, ΣΗΜΑΔΕΜΕΝΕΣ, εκδόσεις Γαβριηλίδη, 2017, «Noir Road Stories 2: 20 νέες ιστορίες μυστηρίου», (συλλογικό έργο), εκδόσεις Άπαρσις.


Δευτέρα 16 Ιουλίου 2018



Φωτογραφία της Efi Eftichia Kosmadopoulou.
«Παντρέψου με», είχε κανονίσει να του πει μια μέρα. «Θα σε χορταίνω φιλιά και μετά θα σε αφήνω να χαίρεσαι ύπνο. Σα σκιά θα στέκομαι λίγο μακρύτερα από τα παπούτσια σου, για να σου δίνω χώρο να γράφεις τα ποιήματα που σου στέλνει ο Θεός. Θα πλένω τα σκονισμένα από τους δρόμους πουκάμισά σου χωρίς να κλαψουρίζω και χωρίς να ρωτάω σε ποιους δρόμους λερώθηκαν. Θα μαγειρεύω φακές και δεν θα βάζω αλάτι γιατί θα αλμυρίζουν απ’ της χαράς τα δάκρυα, που θα ξυπνάω και θα σε βρίσκω εκεί. Θα επινοώ όμορφες λέξεις να σου χαρίζω –όλες δικές σου!– για να στολίζεις το ναυτικό σου καπέλο. Η πλάτη σου μοσχοβολάει αγάπη, αλικάνθια και ρίγανη όταν τρίβεται στα σεντόνια μου. Παντρέψου με. Η μοναξιά είναι άμπωτη που αφήνει τα μικρά όστρακα της σκέψης μου έξω από το νερό. Χωρίς τη φωνή σου είναι πάντα φθινόπωρο κι έχει αέρα. Χωρίς το γέλιο σου τα κουκουνάρια ανοίγουν πρόωρα και οι καρποί στεγνώνουν από λύπη».

Από τα διηγήματα: "Η ΑΛΕΥΡΟΠΙΤΑ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΧΥΔΑΙΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ", που έρχεται

το φθινόπωρο, από τις εκδόσεις Γαβριηλίδης.

Παρασκευή 13 Ιουλίου 2018





Από το ΣΥΜΠΟΣΙΟ του Πλάτωνα: 
Ο λόγος του Αριστοτέλη

«…Τέλος ο Ζευς σκέφτηκε κάτι και τους λέει: Μου φαίνεται, είπε, πως μηχανεύτηκα έναν τρόπο ώστε και να διατηρηθούν οι άνθρωποι και να πάψει ο εκτραχηλισμός τους, αφού θα έχουν γίνει ασθενέστεροι. Τώρα λοιπόν αυτούς, είπε, θα τους κόψω τον καθένα στη μέση, κι έτσι και ασθενέστεροι θα είναι και χρησιμότεροι σ' εμάς, γιατί θα είναι πολυπληθέστεροι. Και θα βαδίζουν όρθιοι πάνω στα δύο σκέλη. Αν όμως εξακολουθήσουν να παρεκτρέπονται και δεν θελήσουν να ησυχάσουν, και πάλι είπε, θα τους κόψω στα. δύο, ώστε να περπατούν πάνω στο ένα πόδι σα να παίζουν κουτσό. Αφού τα είπε αυτά, έκοψε τους ανθρώπους στη μέση, όπως εκείνοι που κόβουν τα μούσμουλα για να τα ξεράνουν, ή όπως εκείνοι που κόβουν τα αβγά με μια τρίχα. Και όποιον έκοβε, έβαζε τον Απόλλωνα να του γυρίζει το πρόσωπο και τον μισό λαιμό προς την τομή, ώστε βλέποντας το κόψιμό του να γίνει ο άνθρωπος φρονιμότερος και τον έβαζε να γιατρέψει και τα άλλα. Αυτός λοιπόν του γύριζε το πρόσωπο και, τραβώντας από παντού το δέρμα προς αυτό που λέμε τώρα κοιλιά, όπως τα σουρωτά πουγκιά, το έδενε στη μέση της κοιλιάς αφήνοντας ένα στόμιο, αυτό που λέμε αφαλό. Και τις άλλες ρυτίδες τις πολλές τις λείαινε και διάρθρωνε τα στήθη έχοντας ένα όργανο παρόμοιο μ' εκείνο που χρησιμοποιούν οι τσαγκάρηδες για να λειαίνουν τις ρυτίδες των δερμάτων γύρω από τα καλαπόδια. Άφησε όμως λίγες, αυτές που βρίσκονται γύρω από την κοιλιά και τον αφαλό, για να αποτελούν ανάμνηση του παλιού παθήματος. Επειδή λοιπόν η φύση διχοτομήθηκε, ποθώντας το καθένα το μισό του, πήγαινε μαζί του. Και τυλίγοντας τα χέρια του ο ένας γύρω από τον άλλον και αγκαλιασμένοι μεταξύ τους, θέλοντας να ξαναενωθούν, πέθαιναν από την πείνα και την απραξία, γιατί δεν ήθελαν να κάνει τίποτα ο ένας χωρίς τον άλλον. Και όποτε πέθαινε το ένα από τα δυο μισά και παρέμενε το άλλο, εκείνο που παρέμενε επιζητούσε άλλο και αγκαλιαζόταν μαζί του, είτε τύχαινε να είναι το ήμισυ μιας ολόκληρης γυναίκας (αυτό που τώρα ονομάζουμε γυναίκα), είτε ενός άντρα, και έτσι χάνονταν. Τους λυπήθηκε όμως ο Ζευς και μηχανεύτηκε κάτι άλλο, μεταθέτοντας τα γεννητικά τους όργανα μπροστά γιατί προηγουμένως τα είχαν κι αυτά προς τα έξω και η γονιμοποίηση και η γέννηση γινόταν όχι επάνω τους αλλά στη γη, όπως και στα τζιτζίκια. Τα μετέθεσε λοιπόν έτσι αυτά μπροστά και έκανε ώστε μ' αυτά να γίνεται η γονιμοποίηση μέσα τους, με το αρσενικό μέσα στο θηλυκό, ώστε με το αγκάλιασμα, αν τύχει να είναι ανάμεσα σε άντρα και γυναίκα, να γίνεται γονιμοποίηση και να αναπαράγεται το γένος, ή αν είναι άντρας με άντρα, να επέρχεται κορεσμός από τη συνουσία και να υπάρχουν παύσεις, και να στρέφονται στις δουλειές τους και να ασχολούνται με τα διάφορα ζητήματα της ζωής. Είναι λοιπόν από τόσο παλιά ο έρωτας έμφυτος στους ανθρώπους και τους επαναφέρει στην αρχαία φύση, και επιχειρεί να κάνει από τα δύο ένα, και να γιατρέψει την ανθρώπινη φύση. Ο καθένας λοιπόν από μας είναι κομμάτι ανθρώπου, σαν κομμένος από ένα στα δύο, όπως οι γλώσσες τα ψάρια, κι αναζητεί πάντοτε ο καθένας το κομμάτι που του λείπει…»


Κυριακή 8 Ιουλίου 2018

Η πλάκα 

Από την αναγνώστρια της Lifoland, 
Ευτυχία Κοσμαδοπούλου 2.5.2018 | 15:59 

Εικονογράφηση: Joey Guidone 


Έκανε ανάρτηση στο φέισμπουκ: «Αυτοκτονώ». 
Η καλύτερή της φιλενάδα πήρε τηλέφωνο στο ίδιο δευτερόλεπτο. Τα παιδιά της κατατρομάξανε. Οι φίλοι σοκαρισμένοι ρωτούσαν. Τα τηλέφωνα, σταθερό και κινητό, πήραν φωτιά. Λίγο να αργούσε να απαντήσει, οι άνθρωποι τραβούσαν τα μαλλιά τους κι έβαζαν μπρος τη μηχανή του αυτοκινήτου να τρέξουν. 
— Τι λες; 
— Τι έπαθες, κορίτσι μου; 
— Ρε μάνα τι βλακείες γράφεις; Τρέχει κάτι; 
—Τι θες; 
— Θες λεφτά; 
— Τι έπαθες; 
— Ερωτική απογοήτευση; 
— Κατάθλιψη; Ξέρω ένα γιατρό. 
— Να έρθω να μείνω μαζί σου λίγες μέρες;   
Ο πανικός στο αποκορύφωμα.   Εκείνη σήκωνε το τηλέφωνο γελώντας.   
— Σιγά μην αυτοκτονήσω, ρε παιδιά! Μια πλάκα είπα να κάνω! Να κόψω αντιδράσεις! Πλάκα κάνω!   Γελούσε. 
— Είμαι εγώ από τους ανθρώπους που αυτοκτονούν;   Επειδή ήξεραν ότι δεν είναι, ησύχαζαν. Ξέρανε ότι δεν κωλώνει στα εμπόδια, ξέρανε ότι λατρεύει τη ζωή, ότι ζει κάθε στιγμή, ότι βρίσκει λύσεις ακόμα και στα πιο δύσκολα, ότι ποτέ δεν τα παρατάει. 
— Μας λαχτάρισες, ηλίθιο! Είπε η πιο καλή της φιλενάδα κι ανακουφίστηκε. Εκείνη γελούσε.   
Τη βρήκαν την επόμενη. Κάποιος την έπαιρνε τηλέφωνο και δεν απαντούσε. Έπεσε σύρμα. 

Ξαπλωμένη στη μέση του πράσινου σαλονιού με κομμένες φλέβες. Ολόλευκα ρούχα και κάτωχρο δέρμα μέσα στο κόκκινο αίμα. Θέαμα απολύτως εικαστικό. Ένα χαρτάκι με δυο λέξεις και τρία αποσιωπητικά επέπλεε δίπλα στο χέρι της:   «Πλάκα κάνω...»   

Πηγή: www.lifo.gr
https://www.lifo.gr/lifoland/you-send-it/191153/i-plaka

Τρίτη 9 Ιανουαρίου 2018

Δεν θέλω πια να είμαι ένας μεταξωτός άνθρωπος




Δεν θέλω πια να είμαι ένας μεταξωτός άνθρωπος.Δεν θέλω πια να προσέχω τι θα κάνω και τι θα πω για να μη στενοχωρήσω τον άλλο,  να μη θίξω τον άλλο, να μη στριμώξω, να μη φέρω σε δύσκολη θέση, να μην ενοχλήσω, να μην κουράσω,  να μην φανώ ελεγκτική, να μην προσβάλλω.
Θέλω να γίνω άνθρωπος σαν όλους τους άλλους, που νευριάζει, που φωνάζει, που θυμώνει, που βρίζει άμα τον πειράξουν, που εκρήγνυται όταν αδικηθεί.
Δεν ξέρω να μαλώνω.
Δεν ξέρω καν να θυμώνω. Σκατά.