Τετάρτη 18 Ιουλίου 2018
Δευτέρα 16 Ιουλίου 2018
«Παντρέψου με», είχε κανονίσει να του πει μια μέρα. «Θα σε χορταίνω φιλιά και μετά θα σε αφήνω να χαίρεσαι ύπνο. Σα σκιά θα στέκομαι λίγο μακρύτερα από τα παπούτσια σου, για να σου δίνω χώρο να γράφεις τα ποιήματα που σου στέλνει ο Θεός. Θα πλένω τα σκονισμένα από τους δρόμους πουκάμισά σου χωρίς να κλαψουρίζω και χωρίς να ρωτάω σε ποιους δρόμους λερώθηκαν. Θα μαγειρεύω φακές και δεν θα βάζω αλάτι γιατί θα αλμυρίζουν απ’ της χαράς τα δάκρυα, που θα ξυπνάω και θα σε βρίσκω εκεί. Θα επινοώ όμορφες λέξεις να σου χαρίζω –όλες δικές σου!– για να στολίζεις το ναυτικό σου καπέλο. Η πλάτη σου μοσχοβολάει αγάπη, αλικάνθια και ρίγανη όταν τρίβεται στα σεντόνια μου. Παντρέψου με. Η μοναξιά είναι άμπωτη που αφήνει τα μικρά όστρακα της σκέψης μου έξω από το νερό. Χωρίς τη φωνή σου είναι πάντα φθινόπωρο κι έχει αέρα. Χωρίς το γέλιο σου τα κουκουνάρια ανοίγουν πρόωρα και οι καρποί στεγνώνουν από λύπη».
Από τα διηγήματα: "Η ΑΛΕΥΡΟΠΙΤΑ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΧΥΔΑΙΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ", που έρχεται
Παρασκευή 13 Ιουλίου 2018
Από το ΣΥΜΠΟΣΙΟ του Πλάτωνα:
Ο λόγος του Αριστοτέλη
«…Τέλος ο Ζευς σκέφτηκε κάτι και
τους λέει: Μου φαίνεται, είπε, πως μηχανεύτηκα έναν τρόπο ώστε και να
διατηρηθούν οι άνθρωποι και να πάψει ο εκτραχηλισμός τους, αφού θα έχουν γίνει
ασθενέστεροι. Τώρα λοιπόν αυτούς, είπε, θα τους κόψω τον καθένα στη μέση, κι
έτσι και ασθενέστεροι θα είναι και χρησιμότεροι σ' εμάς, γιατί θα είναι
πολυπληθέστεροι. Και θα βαδίζουν όρθιοι πάνω στα δύο σκέλη. Αν όμως
εξακολουθήσουν να παρεκτρέπονται και δεν θελήσουν να ησυχάσουν, και πάλι είπε,
θα τους κόψω στα. δύο, ώστε να περπατούν πάνω στο ένα πόδι σα να παίζουν
κουτσό. Αφού τα είπε αυτά, έκοψε τους ανθρώπους στη μέση, όπως εκείνοι που
κόβουν τα μούσμουλα για να τα ξεράνουν, ή όπως εκείνοι που κόβουν τα αβγά με
μια τρίχα. Και όποιον έκοβε, έβαζε τον Απόλλωνα να του γυρίζει το πρόσωπο και
τον μισό λαιμό προς την τομή, ώστε βλέποντας το κόψιμό του να γίνει ο άνθρωπος
φρονιμότερος και τον έβαζε να γιατρέψει και τα άλλα. Αυτός λοιπόν του γύριζε το
πρόσωπο και, τραβώντας από παντού το δέρμα προς αυτό που λέμε τώρα κοιλιά, όπως
τα σουρωτά πουγκιά, το έδενε στη μέση της κοιλιάς αφήνοντας ένα στόμιο, αυτό
που λέμε αφαλό. Και τις άλλες ρυτίδες τις πολλές τις λείαινε και διάρθρωνε τα
στήθη έχοντας ένα όργανο παρόμοιο μ' εκείνο που χρησιμοποιούν οι τσαγκάρηδες
για να λειαίνουν τις ρυτίδες των δερμάτων γύρω από τα καλαπόδια. Άφησε όμως λίγες,
αυτές που βρίσκονται γύρω από την κοιλιά και τον αφαλό, για να αποτελούν
ανάμνηση του παλιού παθήματος. Επειδή λοιπόν η φύση διχοτομήθηκε, ποθώντας το
καθένα το μισό του, πήγαινε μαζί του. Και τυλίγοντας τα χέρια του ο ένας γύρω
από τον άλλον και αγκαλιασμένοι μεταξύ τους, θέλοντας να ξαναενωθούν, πέθαιναν
από την πείνα και την απραξία, γιατί δεν ήθελαν να κάνει τίποτα ο ένας χωρίς
τον άλλον. Και όποτε πέθαινε το ένα από τα δυο μισά και παρέμενε το άλλο,
εκείνο που παρέμενε επιζητούσε άλλο και αγκαλιαζόταν μαζί του, είτε τύχαινε να
είναι το ήμισυ μιας ολόκληρης γυναίκας (αυτό που τώρα ονομάζουμε γυναίκα), είτε
ενός άντρα, και έτσι χάνονταν. Τους λυπήθηκε όμως ο Ζευς και μηχανεύτηκε κάτι
άλλο, μεταθέτοντας τα γεννητικά τους όργανα μπροστά γιατί προηγουμένως τα είχαν
κι αυτά προς τα έξω και η γονιμοποίηση και η γέννηση γινόταν όχι επάνω τους
αλλά στη γη, όπως και στα τζιτζίκια. Τα μετέθεσε λοιπόν έτσι αυτά μπροστά και
έκανε ώστε μ' αυτά να γίνεται η γονιμοποίηση μέσα τους, με το αρσενικό μέσα στο
θηλυκό, ώστε με το αγκάλιασμα, αν τύχει να είναι ανάμεσα σε άντρα και γυναίκα,
να γίνεται γονιμοποίηση και να αναπαράγεται το γένος, ή αν είναι άντρας με
άντρα, να επέρχεται κορεσμός από τη συνουσία και να υπάρχουν παύσεις, και να
στρέφονται στις δουλειές τους και να ασχολούνται με τα διάφορα ζητήματα της
ζωής. Είναι λοιπόν από τόσο παλιά ο έρωτας έμφυτος στους ανθρώπους και τους
επαναφέρει στην αρχαία φύση, και επιχειρεί να κάνει από τα δύο ένα, και να
γιατρέψει την ανθρώπινη φύση. Ο καθένας λοιπόν από μας είναι κομμάτι ανθρώπου,
σαν κομμένος από ένα στα δύο, όπως οι γλώσσες τα ψάρια, κι αναζητεί πάντοτε ο
καθένας το κομμάτι που του λείπει…»
Κυριακή 8 Ιουλίου 2018
Η πλάκα
Από την αναγνώστρια της Lifoland,
Ευτυχία Κοσμαδοπούλου 2.5.2018 | 15:59
Εικονογράφηση: Joey Guidone
Έκανε ανάρτηση στο φέισμπουκ: «Αυτοκτονώ».
Η καλύτερή της φιλενάδα πήρε τηλέφωνο στο ίδιο δευτερόλεπτο. Τα παιδιά της κατατρομάξανε. Οι φίλοι σοκαρισμένοι ρωτούσαν. Τα τηλέφωνα, σταθερό και κινητό, πήραν φωτιά. Λίγο να αργούσε να απαντήσει, οι άνθρωποι τραβούσαν τα μαλλιά τους κι έβαζαν μπρος τη μηχανή του αυτοκινήτου να τρέξουν.
— Τι λες;
— Τι έπαθες, κορίτσι μου;
— Ρε μάνα τι βλακείες γράφεις; Τρέχει κάτι;
—Τι θες;
— Θες λεφτά;
— Τι έπαθες;
— Ερωτική απογοήτευση;
— Κατάθλιψη; Ξέρω ένα γιατρό.
— Να έρθω να μείνω μαζί σου λίγες μέρες;
Ο πανικός στο αποκορύφωμα. Εκείνη σήκωνε το τηλέφωνο γελώντας.
— Σιγά μην αυτοκτονήσω, ρε παιδιά! Μια πλάκα είπα να κάνω! Να κόψω αντιδράσεις! Πλάκα κάνω! Γελούσε.
— Είμαι εγώ από τους ανθρώπους που αυτοκτονούν; Επειδή ήξεραν ότι δεν είναι, ησύχαζαν. Ξέρανε ότι δεν κωλώνει στα εμπόδια, ξέρανε ότι λατρεύει τη ζωή, ότι ζει κάθε στιγμή, ότι βρίσκει λύσεις ακόμα και στα πιο δύσκολα, ότι ποτέ δεν τα παρατάει.
— Μας λαχτάρισες, ηλίθιο! Είπε η πιο καλή της φιλενάδα κι ανακουφίστηκε. Εκείνη γελούσε.
Τη βρήκαν την επόμενη. Κάποιος την έπαιρνε τηλέφωνο και δεν απαντούσε. Έπεσε σύρμα.
Ξαπλωμένη στη μέση του πράσινου σαλονιού με κομμένες φλέβες. Ολόλευκα ρούχα και κάτωχρο δέρμα μέσα στο κόκκινο αίμα. Θέαμα απολύτως εικαστικό. Ένα χαρτάκι με δυο λέξεις και τρία αποσιωπητικά επέπλεε δίπλα στο χέρι της: «Πλάκα κάνω...»
Πηγή: www.lifo.gr
https://www.lifo.gr/lifoland/you-send-it/191153/i-plaka
Από την αναγνώστρια της Lifoland,
Ευτυχία Κοσμαδοπούλου 2.5.2018 | 15:59
Εικονογράφηση: Joey Guidone
Έκανε ανάρτηση στο φέισμπουκ: «Αυτοκτονώ».
Η καλύτερή της φιλενάδα πήρε τηλέφωνο στο ίδιο δευτερόλεπτο. Τα παιδιά της κατατρομάξανε. Οι φίλοι σοκαρισμένοι ρωτούσαν. Τα τηλέφωνα, σταθερό και κινητό, πήραν φωτιά. Λίγο να αργούσε να απαντήσει, οι άνθρωποι τραβούσαν τα μαλλιά τους κι έβαζαν μπρος τη μηχανή του αυτοκινήτου να τρέξουν.
— Τι λες;
— Τι έπαθες, κορίτσι μου;
— Ρε μάνα τι βλακείες γράφεις; Τρέχει κάτι;
—Τι θες;
— Θες λεφτά;
— Τι έπαθες;
— Ερωτική απογοήτευση;
— Κατάθλιψη; Ξέρω ένα γιατρό.
— Να έρθω να μείνω μαζί σου λίγες μέρες;
Ο πανικός στο αποκορύφωμα. Εκείνη σήκωνε το τηλέφωνο γελώντας.
— Σιγά μην αυτοκτονήσω, ρε παιδιά! Μια πλάκα είπα να κάνω! Να κόψω αντιδράσεις! Πλάκα κάνω! Γελούσε.
— Είμαι εγώ από τους ανθρώπους που αυτοκτονούν; Επειδή ήξεραν ότι δεν είναι, ησύχαζαν. Ξέρανε ότι δεν κωλώνει στα εμπόδια, ξέρανε ότι λατρεύει τη ζωή, ότι ζει κάθε στιγμή, ότι βρίσκει λύσεις ακόμα και στα πιο δύσκολα, ότι ποτέ δεν τα παρατάει.
— Μας λαχτάρισες, ηλίθιο! Είπε η πιο καλή της φιλενάδα κι ανακουφίστηκε. Εκείνη γελούσε.
Τη βρήκαν την επόμενη. Κάποιος την έπαιρνε τηλέφωνο και δεν απαντούσε. Έπεσε σύρμα.
Ξαπλωμένη στη μέση του πράσινου σαλονιού με κομμένες φλέβες. Ολόλευκα ρούχα και κάτωχρο δέρμα μέσα στο κόκκινο αίμα. Θέαμα απολύτως εικαστικό. Ένα χαρτάκι με δυο λέξεις και τρία αποσιωπητικά επέπλεε δίπλα στο χέρι της: «Πλάκα κάνω...»
Πηγή: www.lifo.gr
https://www.lifo.gr/lifoland/you-send-it/191153/i-plaka
Τρίτη 9 Ιανουαρίου 2018
Δεν θέλω πια να είμαι ένας μεταξωτός άνθρωπος
Δεν θέλω πια να είμαι ένας μεταξωτός άνθρωπος.Δεν θέλω πια να προσέχω τι θα κάνω και τι θα πω για να μη στενοχωρήσω τον άλλο, να μη θίξω τον άλλο, να μη στριμώξω, να μη φέρω σε δύσκολη θέση, να μην ενοχλήσω, να μην κουράσω, να μην φανώ ελεγκτική, να μην προσβάλλω.
Θέλω να γίνω άνθρωπος σαν όλους τους άλλους, που νευριάζει, που φωνάζει, που θυμώνει, που βρίζει άμα τον πειράξουν, που εκρήγνυται όταν αδικηθεί.
Δεν ξέρω να μαλώνω.
Δεν ξέρω καν να θυμώνω. Σκατά.
Παρασκευή 10 Νοεμβρίου 2017
Τετάρτη 8 Νοεμβρίου 2017
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)