ΑΝΆΜΕΣΑ ΣΤΑ ΚΟΛΛΗΜΈΝΑ ΚΟΡΜΙΆ ΤΊΠΟΤΑ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΊ ΝΑ ΧΩΡΈΣΕΙ
«Κόλλα πάνω μου…»
Άλλαξε πλευρό και κόλλησε το γυμνό κορμί της στην πλάτη του. Πέρασε το χέρι της κάτω από το μπράτσο του και το άφησε να κρέμεται νυσταγμένο πάνω στο φαρδύ του στήθος. Άνοιξε για μια στιγμή τα μάτια, απέσυρε για λίγο το χέρι της μαλακά, τράβηξε το σεντόνι που είχε φύγει, ξαναέχωσε το χέρι της στην προηγούμενη θέση.
Το σώμα της ήταν κολλημένο πάνω στο δικό του. Εκείνος, καθώς ήταν ξαπλωμένος στο πλάι είχε λυγισμένα τα πόδια του. Εκείνη είχε χώσει το κορμί της στις εσοχές που έφτιαχνε το δικό του κορμί. Κολλημένοι. Η ζέστη που έβγαινε από το σώμα του τάιζε τις αισθήσεις της βάλσαμο. Έκλεισε τα μάτια. Κράτησε για μια στιγμή την αναπνοή της. Ο ύπνος είχε βαρύνει τη δική του. Κοιμόταν με ένα ελαφρύ ροχαλητό, σαν άνθρωπος που βρίσκεται μέσα σε νερό και κάθε λίγο πετάγεται πάνω να πάρει ανάσα.
Στον ύπνο του της έσφιξε το χέρι. Σαν να τσεκάρει αν είναι ακόμα εκεί. Της άρεσε αυτή η κίνηση που επαναλαμβανόταν κάθε λίγο. Εδώ είμαι. Χαμογέλασε με κλειστά μάτια. Είχε την αίσθηση πως το δέρμα της φόρτιζε ενέργεια από το δικό του. Το δέρμα του ένα ποτάμι που κυλούσε γλυκά και εισχωρούσε από τους ανοιχτούς του πόρους στους δικούς της. Αόρατο βάλσαμο που την έκανε να αγαπάει τον εαυτό της και τους ανθρώπους. Η ζεστασιά του κορμιού του την έκανε συμπονετική, τη γέμιζε θεϊκή αγάπη, την εναρμόνιζε με το Σύμπαν. Ό, τι είχε διπλά φυλακισμένο ξεχυνόταν και σκόρπιζε, διαλυόταν κι εξατμιζόταν, ατμός που ξεψυχούσε και χανόταν πάνω από τα άσπρα σεντόνια: Οσμές και γεύσεις του παρελθόντος, ιστορίες ζωής, αποτυχημένα συμβάντα, αιώνιοι θυμοί, ραγισμένα κομμάτια ατυχών αποφάσεων, λανθασμένες επιλογές, ζωή χωρίς ανάπαυση, πέθαιναν μέσα στον ιερό ποταμό της ζεστασιάς και της επαφής των γυμνών κορμιών τους. Ξαναβαφτίζονταν και οι δύο σε καινούργια θρησκεία.
Εδώ είμαι.
Μην ανησυχείς, δεν ανησυχώ.
Ανάμεσα στα κολλημένα κορμιά τίποτα δεν μπορεί να χωρέσει.
Μάης